Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΠΛΑΤΩΝ
Πολιτεία (518a-519d)
[518a] Ἀλλ᾽ εἰ νοῦν γε ἔχοι τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεμνῇτ᾽ ἂν ὅτι διτταὶ καὶ ἀπὸ διττῶν γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων καὶ ἐκ σκότους εἰς φῶς. ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομίσας γίγνεσθαι καὶ περὶ ψυχήν, ὁπότε ἴδοι θορυβουμένην τινὰ καὶ ἀδυνατοῦσάν τι καθορᾶν, οὐκ ἂν ἀλογίστως γελῷ, ἀλλ᾽ ἐπισκοποῖ ἂν πότερον ἐκ φανοτέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται, ἢ ἐξ ἀμαθίας πλείονος εἰς φανότερον ἰοῦσα ὑπὸ λαμπροτέρου μαρμαρυγῆς [518b] ἐμπέπλησται, καὶ οὕτω δὴ τὴν μὲν εὐδαιμονίσειεν ἂν τοῦ πάθους τε καὶ βίου, τὴν δὲ ἐλεήσειεν, καὶ εἰ γελᾶν ἐπ᾽ αὐτῇ βούλοιτο, ἧττον ἂν καταγέλαστος ὁ γέλως αὐτῷ εἴη ἢ ὁ ἐπὶ τῇ ἄνωθεν ἐκ φωτὸς ἡκούσῃ. |
[518a] Αλλ᾽ αν έχει κανείς νου, θα μπορούσε να θυμηθεί πως είναι δυο ειδών και από δυο αφορμές προέρχεται η διατάραξη της όρασης: όταν μεταβαίνει κανείς από το σκοτάδι στο φως και όταν από το φως στο σκοτάδι. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να παραδεχτεί πως γίνεται και με την ψυχή και, όταν δει καμιά να τα χάνει και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι καθαρά, να μη γελά χωρίς λόγο, αλλά να εξετάζει τί από τα δυο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθεί τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατότερο φως και [518b] έχουν γεμίσει τα μάτια της από ζωηρότερη φεγγοβολή; και τότε βέβαια τη μια θα τη μακαρίσει για το πάθημά της και τη ζωή της και την άλλη θα την ελεεινολογήσει, κι αν είχε τη διάθεση να γελά μαζί της, το γέλιο του θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο παρά αν γελούσε με την ψυχή που έχει φτάσει από το επάνω εκεί φως. |