Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (34-38)


[34] Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτ᾽ ἐγίνετο, ποικίλα, ὦ Φίλων, ἐγὼ πρὸς ἐμαυτὸν ἐνενόουν τὸ πρόχειρον ἐκεῖνο, ὡς οὐδὲν ὄφελος ἦν ἄρα ἐπίστασθαι τὰ μαθήματα, εἰ μή τις καὶ τὸν βίον ῥυθμίζοι πρὸς τὸ βέλτιον· ἐκείνους γοῦν περιττοὺς ὄντας ἐν τοῖς λόγοις ἑώρων γέλωτα ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὀφλισκάνοντας. ἔπειτα δὲ εἰσῄει με, μὴ ἄρα τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν λεγόμενον ἀληθὲς ᾖ καὶ τὸ πεπαιδεῦσθαι ἀπάγῃ τῶν ὀρθῶν λογισμῶν τοὺς ἐς μόνα τὰ βιβλία καὶ τὰς ἐν ἐκείνοις φροντίδας ἀτενὲς ἀφορῶντας· τοσούτων γοῦν φιλοσόφων παρόντων οὐδὲ κατὰ τύχην ἕνα τινὰ ἔξω ἁμαρτήματος ἦν ἰδεῖν, ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἐποίουν αἰσχρά, οἱ δ᾽ ἔλεγον αἰσχίω· οὐδὲ γὰρ ἐς τὸν οἶνον ἔτι ἀναφέρειν εἶχον τὰ γινόμενα λογιζόμενος οἷα ὁ Ἑτοιμοκλῆς ἄσιτος ἔτι καὶ ἄποτος ἐγεγράφει. [35] ἀνέστραπτο οὖν τὸ πρᾶγμα, καὶ οἱ μὲν ἰδιῶται κοσμίως πάνυ ἑστιώμενοι οὔτε παροινοῦντες οὔτε ἀσχημονοῦντες ἐφαίνοντο, ἀλλ᾽ ἐγέλων μόνον καὶ κατεγίνωσκον αὐτῶν, οἶμαι, οὕς γε ἐθαύμαζον οἰόμενοί τινας εἶναι ἀπὸ τῶν σχημάτων, οἱ σοφοὶ δὲ ἠσέλγαινον καὶ ἐλοιδοροῦντο καὶ ὑπερενεπίμπλαντο καὶ ἐκεκράγεσαν καὶ εἰς χεῖρας ᾔεσαν. ὁ θαυμάσιος δὲ Ἀλκιδάμας καὶ ἐνούρει ἐν τῷ μέσῳ οὐκ αἰδούμενος τὰς γυναῖκας. καὶ ἐμοὶ ἐδόκει, ὡς ἂν ἄριστά τις εἰκάσειεν, ὁμοιότατα εἶναι τὰ ἐν τῷ συμποσίῳ οἷς περὶ τῆς Ἔριδος οἱ ποιηταὶ λέγουσιν· οὐ γὰρ κληθεῖσαν αὐτὴν ἐς τοῦ Πηλέως τὸν γάμον ῥῖψαι τὸ μῆλον εἰς τὸ σύνδειπνον, ἀφ᾽ οὗ τοσοῦτον πόλεμον ἐπ᾽ Ἰλίῳ γεγενῆσθαι. καὶ ὁ Ἑτοιμοκλῆς τοίνυν ἐδόκει μοι τὴν ἐπιστολὴν ἐμβαλὼν ἐς τὸ μέσον ὥσπερ τι μῆλον οὐ μείω τῆς Ἰλιάδος κακὰ ἐξεργάσασθαι.
[36] Οὐ γὰρ ἐπαύσαντο οἱ ἀμφὶ τὸν Ζηνόθεμιν καὶ Κλεόδημον φιλονικοῦντες, ἐπεὶ μέσος αὐτῶν ὁ Ἀρισταίνετος ἐγένετο· ἀλλά, Νῦν μέν, ἔφη ὁ Κλεόδημος, ἱκανόν, εἰ ἐλεγχθείητε ἀμαθεῖς ὄντες, αὔριον δὲ ἀμυνοῦμαι ὑμᾶς ὅντινα καὶ χρὴ τρόπον· ἀπόκριναί μοι οὖν, ὦ Ζηνόθεμι, ἢ σὺ ἢ ὁ κοσμιώτατος Δίφιλος, καθ᾽ ὅ τι ἀδιάφορον εἶναι λέγοντες τῶν χρημάτων τὴν κτῆσιν οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ τοῦτο ἐξ ἁπάντων σκοπεῖτε ὡς πλείω κτήσεσθε καὶ διὰ τοῦτο ἀμφὶ τοὺς πλουσίους ἀεὶ ἔχετε καὶ δανείζετε καὶ τοκογλυφεῖτε καὶ ἐπὶ μισθῷ παιδεύετε, πάλιν τε αὖ τὴν ἡδονὴν μισοῦντες καὶ τῶν Ἐπικουρείων κατηγοροῦντες αὐτοὶ τὰ αἴσχιστα ἡδονῆς ἕνεκα ποιεῖτε καὶ πάσχετε, ἀγανακτοῦντες εἴ τις μὴ καλέσειεν ἐπὶ δεῖπνον· εἰ δὲ καὶ κληθείητε, τοσαῦτα μὲν ἐσθίοντες, τοσαῦτα δὲ τοῖς οἰκέταις ἐπιδιδόντες — καὶ ἅμα λέγων τὴν ὀθόνην περισπᾶν ἐπεχείρει, ἣν ὁ παῖς εἶχε τοῦ Ζηνοθέμιδος, μεστὴν οὖσαν παντοδαπῶν κρεῶν, καὶ ἔμελλε λύσας ἀπορρίπτειν αὐτὰ ἐς τὸ ἔδαφος, ἀλλ᾽ ὁ παῖς οὐκ ἀνῆκε καρτερῶς ἀντεχόμενος. [37] καὶ ὁ Ἕρμων, Εὖ γε, ἔφη, ὦ Κλεόδημε, εἰπάτωσαν οὗτινος ἕνεκα ἡδονῆς κατηγοροῦσιν αὐτοὶ ἥδεσθαι ὑπὲρ τοὺς ἄλλους ἀξιοῦντες. Οὔκ, ἀλλὰ σύ, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Ζηνόθεμις, εἰπέ, ὦ Κλεόδημε, καθ᾽ ὅ τι οὐκ ἀδιάφορον ἡγῇ τὸν πλοῦτον. Οὐ μὲν οὖν, ἀλλὰ σύ. καὶ ἐπὶ πολὺ τὸ τοιοῦτον ἦν, ἄχρι δὴ ὁ Ἴων προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Παύσασθε, ἔφη· ἐγὼ γάρ, εἰ δοκεῖ, λόγων ἀφορμὰς ὑμῖν ἀξίων τῆς παρούσης ἑορτῆς καταθήσω ἐς τὸ μέσον· ὑμεῖς δὲ ἀφιλονίκως ἐρεῖτε καὶ ἀκούσεσθε ὥσπερ ἀμέλει καὶ παρὰ τῷ ἡμετέρῳ Πλάτωνι ἐν λόγοις ἡ πλείστη διατριβὴ ἐγένετο. πάντες ἐπῄνεσαν οἱ παρόντες, καὶ μάλιστα οἱ ἀμφὶ τὸν Ἀρισταίνετόν τε καὶ Εὔκριτον, ἀπαλλάξασθαι τῆς ἀηδίας οὕτω γοῦν ἐλπίσαντες. καὶ μετῆλθέν τε ὁ Ἀρισταίνετος ἐπὶ τὸν αὑτοῦ τόπον εἰρήνην γεγενῆσθαι ἐλπίσας, [38] καὶ ἅμα εἰσεκεκόμιστο ἡμῖν τὸ ἐντελὲς ὀνομαζόμενον δεῖπνον, μία ὄρνις ἑκάστῳ καὶ κρέας ὑὸς καὶ λαγῷα καὶ ἰχθὺς ἐκ ταγήνου καὶ σησαμοῦντες καὶ ὅσα ἐντραγεῖν, καὶ ἐξῆν ἀποφέρεσθαι ταῦτα. προὔκειτο δὲ οὐχ ἓν ἑκάστῳ πινάκιον, ἀλλ᾽ Ἀρισταινέτῳ μὲν καὶ Εὐκρίτῳ ἐπὶ μιᾶς τραπέζης κοινόν, καὶ τὰ παρ᾽ αὑτῷ ἑκάτερον ἐχρῆν λαβεῖν· Ζηνοθέμιδι δὲ τῷ Στωϊκῷ καὶ Ἕρμωνι τῷ Ἐπικουρείῳ ὁμοίως κοινὸν καὶ τούτοις· εἶτα ἑξῆς Κλεοδήμῳ καὶ Ἴωνι, μεθ᾽ οὓς τῷ νυμφίῳ καὶ ἐμοί, τῷ Διφίλῳ δὲ τὰ ἀμφοῖν, ὁ γὰρ Ζήνων ἀπεληλύθει. καὶ μέμνησό μοι τούτων, ὦ Φίλων, διότι δή ἐστί τι καὶ ἐν αὐτοῖς χρήσιμον ἐς τὸν λόγον.
ΦΙΛΩΝ
Μεμνήσομαι δή.


[34] Όσο λοιπόν συνέβαιναν αυτά, Φίλωνα, εγώ σκεφτόμουν διάφορα: το κοινότοπο εκείνο, πως δεν ωφελεί καθόλου να αποκτά κανείς γνώσεις, αν δεν αλλάζει και τη ζωή του προς το καλύτερο. Άλλωστε έβλεπα εκείνους που ήταν εξαίρετοι στα λόγια να προκαλούν το γέλιο με τις πράξεις τους. Έπειτα άρχισα να προβληματίζομαι μήπως τελικά είναι αλήθεια αυτό που λέει ο πολύς κόσμος, ότι δηλαδή η εκπαίδευση απομακρύνει από τη σωστή σκέψη εκείνους που έχουν σταθερά στραμμένο το βλέμμα τους μόνο στα βιβλία και στα ζητήματα που καταγράφονται σ᾽ αυτά. Στη συγκεκριμένη περίσταση, ενώ ήταν παρόντες τόσοι φιλόσοφοι, δεν μπορούσες να δεις ούτε κατά τύχη έναν που να μη διαπράττει σφάλμα, αλλά άλλοι συμπεριφέρονταν αδιάντροπα, κι οι άλλοι μιλούσαν ακόμη πιο αδιάντροπα. Ούτε καν στο κρασί δεν μπορούσα πια να αποδώσω όσα γίνονταν, καθώς αναλογιζόμουν τί είχε γράψει ο Ετοιμοκλής, χωρίς ακόμη να έχει φάει και να έχει πιει τίποτε απολύτως. [35] Τα πράγματα είχαν αντιστραφεί, κι έβλεπε κανείς τους απαίδευτους να τρώνε με μεγάλη αξιοπρέπεια, χωρίς ούτε να συμπεριφέρονται σαν μεθυσμένοι ούτε να κάνουν απρέπειες· απλώς και μόνο γελούσαν και κατέκριναν, φαντάζομαι, εκείνους τους οποίους άλλοτε θαύμαζαν, θεωρώντας τους σπουδαίους από την εμφάνισή τους. Οι σοφοί από την άλλη μεριά συμπεριφέρονταν πρόστυχα και πρόσβαλλαν κι έτρωγαν τον περίδρομο και ξεφώνιζαν κι έρχονταν στα χέρια. Ο υπέροχος Αλκιδάμαντας μάλιστα άρχισε και να κατουρά μπροστά σε όλους, χωρίς να ντρέπεται τις γυναίκες. Κι εμένα μου φάνηκε, όπως θα μπορούσε κανείς να το παρομοιάσει πολύ πετυχημένα, πως αυτά που έγιναν στο συμπόσιο ήταν εξαιρετικά όμοια με αυτά που λένε οι ποιητές για την Έριδα: αυτή, επειδή δεν προσκλήθηκε στον γάμο του Πηλέα, έριξε το μήλο στο συμπόσιο, και απ᾽ αυτό ξεκίνησε ένας τόσο μεγάλος πόλεμος στην Τροία. Κι ο Ετοιμοκλής λοιπόν μου φαινόταν πως έριξε στη μέση την επιστολή σαν ένα μήλο, και προκάλεσε συμφορές όχι μικρότερες από αυτές της Ιλιάδας.
[36] Δεν σταμάτησαν δηλαδή να λογομαχούν οι γύρω από τον Ζηνόθεμη και τον Κλεόδημο, ακόμη και αφού ο Αρισταίνετος εγκαταστάθηκε ανάμεσά τους. Αντίθετα, ο Κλεόδημος είπε: «Προς το παρόν είναι αρκετό να αποκαλυφτεί πως είστε ανίδεοι, αύριο όμως θα σας το ανταποδώσω με τον τρόπο που σας αξίζει. Απάντησέ μου λοιπόν, Ζηνόθεμη, είτε εσύ είτε ο αξιοπρεπέστατος Δίφιλος, για ποιόν λόγο, ενώ λέτε πως η απόκτηση χρημάτων είναι κάτι “αδιάφορο”, δεν ενδιαφέρεστε για τίποτε άλλο, παρά μόνο γι᾽ αυτό πάνω απ᾽ όλα, πώς δηλαδή θα αποκτήσετε περισσότερα, και γι᾽ αυτό τριγυρίζετε συνεχώς γύρω από τους πλουσίους και δανείζετε και ασκείτε τοκογλυφία και εκπαιδεύετε με πληρωμή, κι από την άλλη μεριά, ενώ μισείτε την ηδονή και κατηγορείτε τους επικουρείους, εσείς οι ίδιοι για χάρη της ηδονής κάνετε και παθαίνετε τα πιο ατιμωτικά πράγματα, και εξοργίζεστε αν κάποιος δεν σας προσκαλέσει σε δείπνο. Αλλά κι όταν προσκληθείτε, τόσο πολλά καταβροχθίζετε, αλλά και τόσο πολλά παραδίνετε στους υπηρέτες σας»— και λέγοντας αυτά προσπαθούσε ταυτόχρονα να τραβήξει το λινό ύφασμα που κρατούσε ο υπηρέτης του Ζηνόθεμη, το οποίο ήταν γεμάτο από κάθε είδους κρέατα, και θα το άνοιγε, ρίχνοντάς τα στο έδαφος, αλλά ο υπηρέτης δεν τον άφησε, καθώς το κρατούσε γερά. [37] Και ο Έρμωνας είπε: «Μπράβο, Κλεόδημε, ας μας πούνε για ποιόν λόγο κατηγορούν την ηδονή, ενώ οι ίδιοι προσπαθούν να ζούνε μέσα στην ηδονή περισσότερο από τους άλλους». «Όχι», είπε ο Ζηνόθεμης, «αλλά εσύ, Κλεόδημε, πες μας για ποιόν λόγο δεν θεωρείς “αδιάφορο” τον πλούτο». «Όχι βέβαια, εσύ να πεις». Και αυτό κράτησε για πολύ, μέχρι που ο Ίωνας ανασηκώθηκε, για να φαίνεται καλύτερα, και είπε: «Σταματήστε. Εγώ, αν συμφωνείτε, θα σας προτείνω για πραγμάτευση ένα θέμα αντάξιο της σημερινής γιορτής· κι εσείς χωρίς λογομαχίες θα αρχίσετε να μιλάτε και να ακούτε, όπως ακριβώς γινόταν και στη σχολή του δικού μας, του Πλάτωνα, όπου ο περισσότερος καιρός περνούσε με ομιλίες». Όλοι οι παρόντες τον επαίνεσαν, και ιδιαίτερα οι γύρω από τον Αρισταίνετο και τον Εύκριτο, έχοντας την προσδοκία πως έτσι τουλάχιστον θα απαλλασσόμασταν από την απαίσια αυτή κατάσταση. Και ο Αρισταίνετος επέστρεψε στη θέση του, με την ελπίδα πως είχε επικρατήσει πια η ειρήνη. [38] Την ίδια στιγμή έφεραν μέσα να μας σερβίρουν το λεγόμενο «πλήρες δείπνο», μία κότα για τον καθένα και κρέας αγριογούρουνου και κομμάτια από λαγό και ψάρια τηγανητά και σουσαμόπιτες και διάφορα επιδόρπια, κι αυτά μπορούσες να τα πάρεις και μαζί σου. Δεν ήταν όμως σερβιρισμένα σε ένα πιάτο για τον καθένα, αλλά ήταν πάνω στο τραπέζι ένα κοινό πιάτο για τον Αρισταίνετο και τον Εύκριτο, κι ο καθένας τους έπρεπε να πάρει αυτά που ήταν από την πλευρά του. Για τον Ζηνόθεμη τον στωικό και για τον Έρμωνα τον επικούρειο υπήρχε επίσης ένα κοινό πιάτο και για τους δύο. Έπειτα με τη σειρά ένα για τον Κλεόδημο και για τον Ίωνα, μετά ένα για τον γαμπρό και για μένα, και για τον Δίφιλο οι δύο μερίδες μαζί, μια και ο Ζήνωνας είχε αποχωρήσει. Κι αυτά να μου τα θυμάσαι, Φίλωνα, γιατί υπάρχει ακόμη και σ᾽ αυτά κάτι που έχει σημασία για τη διήγησή μου.
ΦΙΛΩΝΑΣ
Εντάξει, θα τα θυμάμαι.