Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (21-22)


[21] Ταῦτα μὲν δή σοι τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ. ἐγὼ δέ, οὗπερ ἀφίγμην ἕνεκα, τῷ Τειρεσίᾳ προσελθὼν ἱκέτευον αὐτὸν τὰ πάντα διηγησάμενος εἰπεῖν πρός με ποῖόν τινα ἡγεῖται τὸν ἄριστον βίον. ὁ δὲ γελάσας —ἔστι δὲ τυφλόν τι γερόντιον καὶ ὠχρὸν καὶ λεπτόφωνον— «Ὦ τέκνον,» φησί, «τὴν μὲν αἰτίαν οἶδά σοι τῆς ἀπορίας ὅτι παρὰ τῶν σοφῶν ἐγένετο οὐ ταὐτὰ γιγνωσκόντων ἑαυτοῖς· ἀτὰρ οὐ θέμις λέγειν πρὸς σέ· ἀπείρηται γὰρ ὑπὸ τοῦ Ῥαδαμάνθυος.» «Μηδαμῶς,» ἔφην, «ὦ πατέριον, ἀλλ᾽ εἰπὲ καὶ μὴ περιίδῃς με σοῦ τυφλότερον περιιόντα ἐν τῷ βίῳ.» ὁ δὲ δή με ἀπαγαγὼν καὶ πολὺ τῶν ἄλλων ἀποσπάσας ἤρεμα προσκύψας πρὸς τὸ οὖς φησίν, «Ὁ τῶν ἰδιωτῶν ἄριστος βίος, καὶ σωφρονέστερος παυσάμενος τοῦ μετεωρολογεῖν καὶ τέλη καὶ ἀρχὰς ἐπισκοπεῖν καὶ καταπτύσας τῶν σοφῶν τούτων συλλογισμῶν καὶ τὰ τοιαῦτα λῆρον ἡγησάμενος τοῦτο μόνον ἐξ ἅπαντος θηράσῃ, ὅπως τὸ παρὸν εὖ θέμενος παραδράμῃς γελῶν τὰ πολλὰ καὶ περὶ μηδὲν ἐσπουδακώς.»
ὣς εἰπὼν πάλιν ὦρτο κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα.
[22] Ἐγὼ δὲ —καὶ γὰρ ἤδη ὀψὲ ἦν— «Ἄγε δή, ὦ Μιθροβαρζάνη,» φημί, «τί διαμέλλομεν καὶ οὐκ ἄπιμεν αὖθις εἰς τὸν βίον;» ὁ δὲ πρὸς ταῦτα, «Θάρρει,» φησίν, «ὦ Μένιππε· ταχεῖαν γάρ σοι καὶ ἀπράγμονα ὑποδείξω ἀτραπόν.» καὶ δὴ ἀγαγών με πρός τι χωρίον τοῦ ἄλλου ζοφερώτερον δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρὸν καὶ λεπτὸν ὥσπερ διὰ κλειθρίας φῶς εἰσρέον, «Ἐκεῖνο,» ἔφη, «ἐστὶν τὸ ἱερὸν τὸ Τροφωνίου, κἀκεῖθεν κατίασιν οἱ ἀπὸ Βοιωτίας. ταύτην οὖν ἄνιθι καὶ εὐθὺς ἔσῃ ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος.» ἡσθεὶς δὲ τοῖς εἰρημένοις ἐγὼ καὶ τὸν μάγον ἀσπασάμενος χαλεπῶς μάλα διὰ τοῦ στομίου ἀνερπύσας οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἐν Λεβαδείᾳ γίγνομαι.


[21] Αυτά λοιπόν έγιναν στη συνέλευση. Κι εγώ πλησίασα τον Τειρεσία —γι᾽ αυτό άλλωστε είχα πάει— και, αφού του διηγήθηκα τα πάντα, τον θερμοπαρακαλούσα να μου πει ποιός τρόπος ζωής πιστεύει ότι είναι ο σωστότερος. Κι αυτός γέλασε —είναι ένα τυφλό γεροντάκι, χλωμό και με αδύναμη φωνή— και είπε: «Παιδί μου, γνωρίζω την αιτία του αδιεξόδου σου, ότι προήλθε από τους σοφούς, που δεν συμφωνούνε μεταξύ τους. Δυστυχώς όμως δεν επιτρέπεται να σου πω· το έχει απαγορέψει ο Ραδάμανθης».
«Μην το κάνεις αυτό, πατερούλη», του είπα, «πες μου, και μη με αφήνεις να τριγυρνάω στη ζωή πιο τυφλός κι από σένα».
Εκείνος τότε με πήρε παράμερα, με απομάκρυνε πολύ από τους άλλους, έσκυψε ήρεμα στο αφτί μου και είπε: «Ο σωστότερος και ο πιο συνετός τρόπος ζωής είναι αυτός των απλών ανθρώπων. Πάψε λοιπόν να ασχολείσαι με τα ουράνια σώματα και να εξετάζεις τον σκοπό και την προέλευση των όντων, περιφρόνησε τους σοφούς αυτούς συλλογισμούς και θεώρησε όλα τα σχετικά μ᾽ αυτά ανοησίες. Αυτό μονάχα θα επιδιώκεις με κάθε τρόπο, το πώς θα τακτοποιήσεις το παρόν και πώς θα περάσεις τη ζωή σου γελώντας το μεγαλύτερο διάστημα, χωρίς να παίρνεις τίποτε στα σοβαρά».
Έτσι είπε και χώθηκε πάλι
σε λιβάδι γεμάτο ασφοδέλους.
[22] Κι εγώ —μια και ήδη ήταν αργά— λέω: «Έλα λοιπόν, Μιθροβαρζάνη, γιατί καθυστερούμε και δεν γυρνάμε ξανά πίσω στη ζωή;»
Κι αυτός μου απάντησε: «Μην ανησυχείς, Μένιππε, θα σου δείξω ένα μονοπάτι σύντομο και άνετο».
Και πραγματικά με οδήγησε σε έναν τόπο πιο σκοτεινό από τον υπόλοιπο χώρο και, δείχνοντάς μου με το χέρι από μακριά ένα θαμπό και αδύναμο φως, που έμπαινε σαν από μια χαραμάδα, είπε: «Εκείνο είναι το ιερό του Τροφωνίου, και από κει κατεβαίνουν όσοι έρχονται από τη Βοιωτία. Ανέβα λοιπόν από δω, και αμέσως θα βρεθείς στην Ελλάδα».
Κι εγώ, ευχαριστημένος με όσα μου είπε, αποχαιρέτησα τον μάγο και, αφού σύρθηκα με μεγάλη δυσκολία, πέρασα από τη δίοδο και, χωρίς να καταλάβω πώς, βρέθηκα στη Λιβαδειά.