Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.24.1-1.27.4)
[1.24.1] Τῆς δὲ μεσημβρίας ἐπελθούσης ἐγίνετο ἤδη τῶν ὀφθαλμῶν ἅλωσις αὐτοῖς· ἡ μὲν γὰρ γυμνὸν ὁρῶσα τὸν Δάφνιν ἐπ᾽ ἄθρουν καὶ ἐνέπιπτε τὸ κάλλος, καὶ ἐτήκετο μηδὲν αὐτοῦ μέρος μέμψασθαι δυναμένη· ὁ δὲ ἰδὼν ἐν νεβρίδι καὶ στεφάνῳ πίτυος ὀρέγουσαν τὸν γαυλὸν μίαν ᾤετο τῶν ἐκ τοῦ ἄντρου Νυμφῶν ὁρᾶν. [1.24.2] Ὁ μὲν οὖν τὴν πίτυν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἁρπάζων αὐτὸς ἐστεφανοῦτο, πρότερον φιλήσας τὸν στέφανον· ἡ δὲ τὴν ἐσθῆτα αὐτοῦ λουομένου καὶ γυμνωθέντος ἐνεδύετο, πρότερον καὶ αὐτὴ φιλήσασα. [1.24.3] Ἤδη ποτὲ καὶ μήλοις ἀλλήλους ἔβαλον καὶ τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων ἐκόσμησαν διακρίνοντες τὰς κόμας· καὶ ἡ μὲν εἴκασεν αὐτοῦ τὴν κόμην, ὅτι μέλαινα, μύρτοις, ὁ δὲ μήλῳ τὸ πρόσωπον αὐτῆς, ὅτι λευκὸν καὶ ἐνερευθὲς ἦν. [1.24.4] Ἐδίδασκεν αὐτὴν καὶ συρίττειν· καὶ ἀρξαμένης ἐμπνεῖν ἁρπάζων τὴν σύριγγα τοῖς χείλεσιν αὐτὸς τοὺς καλάμους ἐπέτρεχε· καὶ ἐδόκει μὲν διδάσκειν ἁμαρτάνουσαν, εὐπρεπῶς δὲ διὰ τῆς σύριγγος Χλόην κατεφίλει. |
[1.24.1] Προς το μεσημέρι ήτανε πια που σκλαβωνόταν, μαγεμένη, η ματιά τους: η ξέσκεπη ομορφιά του Δάφνη, όπως τον ατένιζε γυμνό, έκανε τη Χλόη να λιώνει μην μπορώντας να του βρει ψεγάδι· κι εκείνος, θωρώντας τη στολισμένη με την ελαφροπροβιά και το στεφάνι να του προσφέρει την καρδάρα, νόμιζε πως έβλεπε μιαν από τις Νύμφες της σπηλιάς. [1.24.2] Της άρπαζε το στεφάνι απ᾽ το κεφάλι, το φιλούσε και το φόραγε ο ίδιος. Την ώρα πάλι που αυτός λουζόταν γυμνός, η Χλόη φόραγε το ρούχο του αφού πρώτα το φιλούσε κι εκείνη. [1.24.3] Άλλοτε έριχναν μήλα ο ένας στον άλλον, και στόλιζε ο καθένας το κεφάλι του άλλου χτενίζοντας τα μαλλιά του. Η Χλόη παρομοίαζε τα μαλλιά του, μαύρα καθώς ήταν, με μύρτα, κι ο Δάφνης το πρόσωπό της —που ήταν άσπρο και ροδαλό— με μήλο. [1.24.4] Της μάθαινε και φλογέρα, μα ευθύς ως άρχιζε εκείνη να φυσάει, της την άρπαζε κι έσερνε τα δικά του χείλια στο στόμιο — τάχα πως της εξηγούσε το λάθος της, στ᾽ αλήθεια όμως βρίσκοντας πρόσχημα για να τη γεμίζει φιλιά μέσ᾽ απ᾽ τη φλογέρα. |