Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.8.1-1.8.8)
[1.8.1] Ἀλλὰ λέγει Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, ὅτι Περδίκκας, προτεταγμένος τῆς φυλακῆς τοῦ στρατοπέδου σὺν τῇ αὑτοῦ τάξει καὶ τοῦ χάρακος τῶν πολεμίων οὐ πολὺ ἀφεστηκώς, οὐ προσμείνας παρ᾽ Ἀλεξάνδρου τὸ ἐς τὴν μάχην ξύνθημα αὐτὸς πρῶτος προσέμιξε τῷ χάρακι καὶ διασπάσας αὐτὸν ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν. [1.8.2] τούτῳ δὲ ἑπόμενος Ἀμύντας ὁ Ἀνδρομένους, ὅτι καὶ ξυντεταγμένος τῷ Περδίκκᾳ ἦν, ἐπήγαγε καὶ αὐτὸς τὴν αὑτοῦ τάξιν, ὡς εἶδε τὸν Περδίκκαν προεληλυθότα εἴσω τοῦ χάρακος. ταῦτα δὲ ἰδὼν Ἀλέξανδρος, ὡς μὴ μόνοι ἀποληφθέντες πρὸς τῶν Θηβαίων κινδυνεύσειαν, ἐπῆγε τὴν ἄλλην στρατιάν. [1.8.3] καὶ τοὺς μὲν τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ἐκδραμεῖν ἐσήμηνεν εἴσω τοῦ χάρακος, τὸ δὲ ἄγημά τε καὶ τοὺς ὑπασπιστὰς ἔτι ἔξω κατεῖχεν. ἔνθα δὴ Περδίκκας [μὲν] τοῦ δευτέρου χάρακος εἴσω παρελθεῖν βιαζόμενος αὐτὸς μὲν βληθεὶς πίπτει αὐτοῦ καὶ ἀποκομίζεται κακῶς ἔχων ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, καὶ χαλεπῶς διεσώθη ἀπὸ τοῦ τραύματος· τοὺς μέντοι Θηβαίους ἐς τὴν κοίλην ὁδὸν τὴν κατὰ τὸ Ἡράκλειον φέρουσαν οἱ ἅμα αὐτῷ εἰσπεσόντες ὁμοῦ τοῖς παρ᾽ Ἀλεξάνδρου τοξόταις συνέκλεισαν. [1.8.4] καὶ ἔστε μὲν πρὸς τὸ Ἡράκλειον ἀναχωροῦσιν εἵποντο τοῖς Θηβαίοις, ἐντεῦθεν δὲ ἐπιστρεψάντων αὖθις σὺν βοῇ τῶν Θηβαίων φυγὴ τῶν Μακεδόνων γίγνεται· καὶ Εὐρυβώτας τε ὁ Κρὴς πίπτει ὁ τοξάρχης καὶ αὐτῶν τῶν τοξοτῶν ἐς ἑβδομήκοντα· οἱ δὲ λοιποὶ κατέφυγον πρὸς τὸ ἄγημα τὸ τῶν Μακεδόνων καὶ τοὺς ὑπασπιστὰς τοὺς βασιλικούς. [1.8.5] κἀν τούτῳ Ἀλέξανδρος τοὺς μὲν αὑτοῦ φεύγοντας κατιδών, τοὺς Θηβαίους δὲ λελυκότας ἐν τῇ διώξει τὴν τάξιν, ἐμβάλλει ἐς αὐτοὺς συντεταγμένῃ τῇ φάλαγγι· οἱ δὲ ὠθοῦσι τοὺς Θηβαίους εἴσω τῶν πυλῶν· καὶ τοῖς Θηβαίοις ἐς τοσόνδε ἡ φυγὴ φοβερὰ ἐγίγνετο, ὥστε διὰ τῶν πυλῶν ὠθούμενοι ἐς τὴν πόλιν οὐκ ἔφθησαν συγκλεῖσαι τὰς πύλας. ἀλλὰ συνεσπίπτουσι γὰρ αὐτοῖς εἴσω τοῦ τείχους ὅσοι τῶν Μακεδόνων ἐγγὺς φευγόντων εἴχοντο, ἅτε καὶ τῶν τειχῶν διὰ τὰς προφυλακὰς τὰς πολλὰς ἐρήμων ὄντων. [1.8.6] καὶ παρελθόντες ἐς τὴν Καδμείαν οἱ μὲν ἐκεῖθεν κατὰ τὸ Ἀμφεῖον σὺν τοῖς κατέχουσι τὴν Καδμείαν ἐξέβαινον ἐς τὴν ἄλλην πόλιν, οἱ δὲ κατὰ τὰ τείχη, ἐχόμενα ἤδη πρὸς τῶν συνεισπεσόντων τοῖς φεύγουσιν, ὑπερβάντες ἐς τὴν ἀγορὰν δρόμῳ ἐφέροντο. [1.8.7] καὶ ὀλίγον μέν τινα χρόνον ἔμειναν οἱ τεταγμένοι τῶν Θηβαίων κατὰ τὸ Ἀμφεῖον· ὡς δὲ πανταχόθεν αὐτοῖς οἱ Μακεδόνες καὶ Ἀλέξανδρος ἄλλοτε ἄλλῃ ἐπιφαινόμενος προσέκειντο, οἱ μὲν ἱππεῖς τῶν Θηβαίων διεκπεσόντες διὰ τῆς πόλεως ἐς τὸ πεδίον ἐξέπιπτον, οἱ δὲ πεζοὶ ὡς ἑκάστοις προὐχώρει ἐσώζοντο. [1.8.8] ἔνθα δὴ ὀργῇ οὐχ οὕτως τι οἱ Μακεδόνες, ἀλλὰ Φωκεῖς τε καὶ Πλαταιεῖς καὶ οἱ ἄλλοι δὲ Βοιωτοὶ οὐδὲ ἀμυνομένους τοὺς Θηβαίους ἔτι οὐδενὶ κόσμῳ ἔκτεινον, τοὺς μὲν ἐν ταῖς οἰκίαις ἐπεισπίπτοντες, οὓς δὲ ἐς ἀλκὴν τετραμμένους, τοὺς δὲ καὶ πρὸς ἱεροῖς ἱκετεύοντας, οὔτε γυναικῶν οὔτε παίδων φειδόμενοι. |
[1.8.1] Ο Πτολεμαίος όμως, ο γιος του Λάγου, αναφέρει ότι ο Περδίκκας, που είχε τοποθετηθεί με το τάγμα του στην εμπροσθοφυλακή για να φυλάει το στρατόπεδο και δεν απείχε πολύ από το εχθρικό οχύρωμα, χωρίς να περιμένει να δοθεί το σύνθημα της μάχης από τον Αλέξανδρο, προσέβαλε πρώτος το οχύρωμα και αφού το διέσπασε, όρμησε επάνω στις θηβαϊκές προφυλακές. [1.8.2] Τον ακολούθησε ο Αμύντας, ο γιος του Ανδρομένη, επειδή είχε παραταχθεί δίπλα στον Περδίκκα και οδήγησε και αυτός το τάγμα του, μόλις είδε ότι ο Περδίκκας είχε περάσει μέσα στο οχύρωμα. Όταν τα είδε αυτά ο Αλέξανδρος, επειδή φοβήθηκε μήπως μείνουν μόνοι τους αυτοί και κινδυνεύσουν από τους Θηβαίους, οδήγησε προς τα εκεί και τον υπόλοιπο στρατό του. [1.8.3] Και στους τοξότες μεν και στους Αγριάνες έδωσε σήμα με τη σάλπιγγα να ορμήσουν γρήγορα μέσα στο οχύρωμα, κρατούσε όμως ακόμη το άγημα και τους υπασπιστές έξω από αυτό. Στο σημείο αυτό ο Περδίκκας, ενώ προσπαθούσε να εισχωρήσει στο δεύτερο οχύρωμα, τραυματίσθηκε και έπεσε εκεί όπου ήταν· μεταφέρθηκε σε κακή κατάσταση στο στρατόπεδο και με πολλή δυσκολία διασώθηκε από το τραύμα του. Παρ᾽ όλα αυτά οι στρατιώτες που είχαν εισορμήσει μαζί του και οι τοξότες που έστειλε ο Αλέξανδρος απέκλεισαν τους Θηβαίους στην κοίλη οδό, η οποία οδηγεί προς τον ναό του Ηρακλή. [1.8.4] Όσην ώρα οι Θηβαίοι υποχωρούσαν προς τον ναό του Ηρακλή, οι Μακεδόνες τους ακολουθούσαν. Όταν όμως οι Θηβαίοι ξαναγύρισαν από εκεί κραυγάζοντας, οι Μακεδόνες τράπηκαν σε φυγή. Τότε σκοτώθηκε και ο Ευρυβώτας ο Κρητικός, ο αρχηγός των τοξοτών, και εβδομήντα περίπου από τους τοξότες του· οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο μακεδονικό άγημα και τους βασιλικούς υπασπιστές. [1.8.5] Βλέποντας στο μεταξύ ο Αλέξανδρος ότι οι στρατιώτες του υποχωρούν και ότι οι Θηβαίοι με την καταδίωξη είχαν διαλύσει τις τάξεις τους, εξορμά εναντίον τους με συνταγμένη τη φάλαγγα, η οποία και απώθησε τους Θηβαίους μέσα στις πύλες. Η φυγή των Θηβαίων γινόταν με τέτοιον πανικό, ώστε, ενώ υποχωρούσαν προς την πόλη περνώντας μέσα από τις πύλες των τειχών, δεν πρόλαβαν να τις κλείσουν. Γιατί μαζί με αυτούς που υποχωρούσαν εισόρμησαν μέσα στο τείχος και όσοι Μακεδόνες τους ακολουθούσαν από κοντά, μια που και τα τείχη εξαιτίας των πολλών προφυλακών ήταν ουσιαστικά αφύλακτα. [1.8.6] Οι Μακεδόνες προχώρησαν και έφθασαν στην Καδμεία, και από εκεί άλλοι πέρασαν στην υπόλοιπη πόλη από τη μεριά του ιερού του Αμφίονα μαζί με αυτούς που κατείχαν την Καδμεία, ενώ άλλοι που βρίσκονταν στην περιοχή των τειχών, τα οποία κατείχαν τώρα πια αυτοί που είχαν μπει μαζί με τους Θηβαίους που υποχωρούσαν, τα ανέβηκαν και προχώρησαν τρέχοντας προς την αγορά. [1.8.7] Για μικρό χρονικό διάστημα αντιστάθηκαν οι Θηβαίοι που υπεράσπιζαν το ιερό του Αμφίονα· επειδή όμως τους πίεζαν από όλες τις μεριές οι Μακεδόνες και ο Αλέξανδρος, που εμφανιζόταν πότε εδώ και πότε εκεί, οι Θηβαίοι ιππείς διέφυγαν έξω στην πεδιάδα διανοίγοντας δρόμο μέσα από την πόλη, ενώ οι πεζοί προσπαθούσαν να σωθούν όπως μπορούσε ο καθένας. [1.8.8] Τότε λοιπόν με οργή όχι τόσο οι Μακεδόνες, αλλά οι Φωκείς και οι Πλαταιείς και οι υπόλοιποι Βοιωτοί, τους Θηβαίους, οι οποίοι ούτε καν αμύνονταν, τους σκότωναν αδιάκριτα, άλλους εισορμώντας στα σπίτια, άλλους που πρόβαλαν αντίσταση, ακόμη και εκείνους που κατέφευγαν ικέτες στα ιερά, χωρίς να λυπούνται ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά. |