Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (5.41-5.80)


Πυθῶνί τ᾽ ἐν ἀγαθέᾳ· [στρ. β]
γᾷ δ᾽ ἐπισκήπτων πιφαύσκω·
οὔπω νιν ὑπὸ προτέ[ρω]ν
ἵππων ἐν ἀγῶνι κατέχρανεν κώνις
45 πρὸς τέλος ὀρνύμενον·
ῥιπᾷ γὰρ ἴσος βορέα
ὃν κυβερνήταν φυλάσσων
ἵεται νεώκροτον
νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων.
50ὄλβιος ᾧτινι θεὸς
μοῖράν τε καλῶν ἔπορεν
σύν τ᾽ ἐπιζήλῳ τύχᾳ
ἀφνεὸν βιοτὰν διάγειν· οὐ
γάρ τις ἐπιχθονίων
55πάντα γ᾽ εὐδαίμων ἔφυ.

δῦναί π]οτ᾽ ἐρειψιπύλαν [αντ. β]
ἄνδρ᾽ ἀνίκ]ατον λέγουσιν
ἔρνος Διὸς] ἀργικεραύ-
νου δώματα Φερσεφώνας τανισφύρου,
60 καρχαρώδοντα κύν᾽ ἄ-
ξοντ᾽ ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα,
υἱὸν ἀπλάτοι᾽ Ἐχίδνας·
ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ψυχὰς ἐδάη παρὰ Κωκυτοῦ ῥεέθροις,
65οἷά τε φύλλ᾽ ἄνεμος
Ἴδας ἀνὰ μηλοβώτους
πρῶνας ἀργηστὰς δονεῖ.
ταῖσιν δὲ μετέπρεπεν εἴδω-
λον θρασυμέμνονος ἐγ-
70χεσπάλου Πορθανίδα·

τὸν δ᾽ ὡς ἴδεν Ἀλκμή‹ν›ιος θαυμαστὸς ἥρως [επωδ. β]
τ[ε]ύχεσι λαμπώμενον,
νευρὰν ἐπέβασε λιγυκλαγγῆ κορώνας,
χαλκεώκρανον δ᾽ ἔπειτ᾽ ἔξ
75 εἵλετο ἰὸν ἀναπτύ-
ξας φαρέτρας πῶμα· τῷ δ᾽ ἐναντία
ψυχὰ προφάνη Μελεάγρου,
καί νιν εὖ εἰδὼς προσεῖπεν·
«υἱὲ Διὸς μεγάλου,
80στᾶθί τ᾽ ἐν χώρᾳ, γελανώσας τε θυμὸν


Τ᾽ ορκίζομαι [στρ. β]
και με τα χέρια μου τη γη χτυπώντας το φωνάζω:
ποτέ σε ιπποδρομία, την ώρα
που το άτι αυτό στο τέρμα ορμούσε,
δεν του ᾽ρθε σκόνη απ᾽ άλογα
που να το ξεπερνούσανε· με του Βοριά τη φόρα
και κρατώντας γερά τον καβαλάρη
χιμά, και στο φιλόξενο
τον Ιέρωνα ζητωκραυγές
50φέρνει καινούριας νίκης. Ω,
μακάριος κείνος ο θνητός
που ένας θεός πολλές τιμές, να τις ζηλεύουν όλοι,
του δίνει, και μαζί πολλά για τη ζωή του πλούτη.
Σε όλα καλότυχος, κανείς στον κόσμο· του Ηρακλή
ο απόλογος το δείχνει.

Ο ανίκητος [αντ. β]
του Δία του αστραπορίχτη γιος, ο καστροπολεμίτης,
στης Περσεφόνης, λένε, πήγε
της λιγναστράγαλης το σπίτι
60κάποτε για τον Κέρβερο·
να φέρει της αζύγωτης Οχιάς το σκυλοδόντη
αυτόν βλαστό στο φως από τον Άδη·
εκεί, κοντά στου Κωκυτού
το ρέμα, τότε αντίκρισε
ψυχές ταλαίπωρων θνητών,
όμοιες με φύλλα που άνεμος
τα τρεμοσείνει εκεί ψηλά στις ξάστερες της Ίδης
προβατοβόσκητες κορφές· ανάμεσα στις άλλες
του ανδρόκαρδου Μελέαγρου ξεχώριζε η ψυχή,
70γερού κονταροσείστη.

Ο Ηρακλής, ο θαυμαστός γιος της Αλκμήνης, [επωδ. β]
σαν τον είδε αστραφτερόν μες στ᾽ άρματά του,
τη στριγγόλαλη χορδή
στο δοξάρι, εκεί στ᾽ αγκρίφι του, στεριώνει,
ξεβουλώνει τη φαρέτρα
και σαΐτα χαλκομύτικη απ᾽ αυτή
βγάζει αμέσως· του Μελέαγρου όμως ο ίσκιος
πήγε, στάθηκε κατάντικρυ και του είπε,
γιατί γνώρισε ποιός ήταν: «Γιε του Δία,
80η ψυχή σου ας γαληνέψει, κι απ᾽ αυτού
μη σαλέψεις.