Είπε, κι εκείνος άνοιξε της κορασιάς τα στήθη
και της χρυσής Παφίτισσας το θέλημα εγενήθη.
Και γάμος, μόν᾽ αχόρευτος, χαρά, μ᾽ ανεύλογη, ήτον!
275Την Ήρα δεν εδόξασε τραγουδιστής ή ψάλτης,
δεν άστραψε λαμπάδας φως στο νυφικό κρεβάτι
κι ουδέ κανείς δεν έσυρε χορό λυγεροπάτη·
τον γάμο δεν τραγούδησεν ο κύρης ουδ᾽ η μάνα·
μόν᾽ έστρωσε το στρώμα της την ώρα της χαράς της
280η Σιωπή, κι η Σκοτεινιά την ενυφοστολούσε·
και γάμος ήτον, μα χωρίς του γάμου τα τραγούδια.
Η Νύκτα ήτον παράνυφη και δεν είδ᾽ η Αυγούλα
γαμπρό ποτέ τον Λέανδρο στην γνώριμή του κλίνη·
γιατί κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε,
285σαν μύριζε ο αχόρταγος νυκταγκαλιές ακόμα!
Πάλι η πεντάμορφη η Ηρώ κρυφά από τους γονιούς της
κοράσι ήτον ολημερίς κι ολυνυκτίς γυναίκα.
Πόσες φορές κι οι δυο ᾽λεγαν να βασιλέψει ο Ήλιος.
Με τούτα εκρύβαν την πολλήν ανάγκη της αγάπης
290κι ενυκτοξημερώνονταν με τα κρυφά παιγνίδια.
Μόνο λιγόμερά ᾽ζησαν τα δυο τ᾽ αγαπημένα,
δεν χάρηκαν τον γάμο τους, τον πολυπαθιασμένο.
Σαν ήρθε η βαρυχειμωνιά, σαν ήρθε η μαύρη η ώρα,
που φέρνει τ᾽ αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες,
295που τα βαθιά και τ᾽ αχαμνά της θάλασσας θεμέλια
κτυπούν τα και φυσομανούν χειμωνικοί ανέμοι,
κι όλο τον πόντο δέρνουν τον και τον εξαναδέρνουν
που το μαυροκαράβι του στην αμμουδιά ξωσέρνει,
από μες στ᾽ άπιστα νερά για να γλιτώσει ο ναύτης,
300και τότε δεν σε κράτησε της θάλασσας ο φόβος,
απότολμ᾽ εσέ, Λέανδρε! Παραγγελιά του πύργου,
που σου θυμίζει λαμπερή τον τακτικό σου γάμο,
το μανιωμένο πέλαγος μην το ψηφάς, προστάζει.
Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη
305μες στον χειμών᾽ απόμακρα να μείνει του Λεάνδρου
και τ᾽ άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει.
Μόν᾽ έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη
και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου!
|