ΔΕΚΑΤΟΣ ΝΕΜΕΟΝΙΚΗΣ(ΘΕΑΙΩΙ ΑΡΓΕΙΩΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ) Του Δαναού και των πενήντα λαμπροθρόνων του [στρ. α]
θυγατέρων την πόλη υμνείτε, Χάριτες,
το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα,
που φλέγεται με δόξες άμετρες
για τα παντότολμά του τα έργα.
Δε θα ᾽χε τελειωμό να λες
για τον Περσέα με τη Γοργόνα Μέδουσα,
5για τις πολιτείες που θεμέλιωσε
στην Αίγυπτο με του Έπαφου το χέρι
και για την Υπερμνήστρα, που δεν παρασύρθηκε
στο κρίμα, μόνο κράτησε
μονόψηφο στη θήκη του μαχαίρι.
Το Διομήδη έναν καιρό η ξανθιά [αντ. α]
η Γλαυκομάτα αθάνατο έκαμε θεό.
Κι η γη στη Θήβα, με τα βέλη του Διός
κεραυνωμένη, δέχτηκε το μάντη Οϊκλείδη,
πού ηταν πόλεμου αστραποσύγνεφο·
10κι αν πεις για τις πανώριες του γυναίκες,
από τα χρόνια τα παλιά
έχει στον κόσμο τα πρωτειά·
και μαρτυριά στου λόγου την αλήθεια δίνει
αυτός ο Δίας, που κατέβηκε απ᾽ τον ουρανό
για τη Δανάη και την Αλκμήνη,
κι ακόμα στον πατέρα του Άδραστου
και στο Λυγκέα συνάρμοσε της γνώσης τον καρπό
με την ίσια μαζί δικαιοσύνη.
Έθρεψε το Άργος του Αμφιτρύωνα την αιχμή [επωδ. α]
κι ο παμμακάριστος θεός
στη γενεά του αξίωσε να μπει·
αφού, ζωσμένος στα χαλκά του τ᾽ άρματα,
15ξολόθρεψε τους Τηλεβόες εκείνος,
παίρνοντας τη μορφή του ο βασιλιάς
των αθανάτων μπήκε στην αυλή του,
κομίζοντας εκεί
το ατρέμιστο το σπέρμα του Ηρακλή·
πὄχει γυναίκα τώρ᾽ αυτός στον Όλυμπο
την πιο ᾽μορφη από τις θεές, την Ήβη,
που πλάι με τη μητέρα της,
του τέλειου γάμου τη θεά, βαδίζει.
|