Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (317-342)


ΧΟ. ἔοικα κἀγὼ τοῖς ἀφιγμένοις ἴσα
ξένοις ἐποικτίρειν σε, Ποίαντος τέκνον.
ΝΕ. ἐγὼ δὲ καὐτὸς τοῖσδε μάρτυς ἐν λόγοις,
320ὡς εἴσ᾽ ἀληθεῖς οἶδα, σὺν τυχὼν κακῶν
ἀνδρῶν Ἀτρειδῶν τῆς τ᾽ Ὀδυσσέως βίας.
ΦΙ. ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις
ἔγκλημ᾽ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών;
ΝΕ. θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαί ποτε,
325ἵν᾽ αἱ Μυκῆναι γνοῖεν ἡ Σπάρτη θ᾽ ὅτι
χἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ.
ΦΙ. εὖ γ᾽, ὦ τέκνον· τίνος γὰρ ὧδε τὸν μέγαν
χόλον κατ᾽ αὐτῶν ἐκκαλῶν ἐλήλυθας;
ΝΕ. ὦ παῖ Ποίαντος, ἐξερῶ, μόλις δ᾽ ἐρῶ,
330ἅγωγ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐξελωβήθην μολών.
ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ᾽ Ἀχιλλέα θανεῖν,
ΦΙ. οἴμοι· φράσῃς μοι μὴ πέρα, πρὶν ἂν μάθω
πρῶτον τόδ᾽, εἰ τέθνηχ᾽ ὁ Πηλέως γόνος;
ΝΕ. τέθνηκεν, ἀνδρὸς οὐδενός, θεοῦ δ᾽ ὕπο,
335τοξευτός, ὡς λέγουσιν, ἐκ Φοίβου δαμείς.
ΦΙ. ἀλλ᾽ εὐγενὴς μὲν ὁ κτανών τε χὡ θανών.
ἀμηχανῶ δὲ πότερον, ὦ τέκνον, τὸ σὸν
πάθημ᾽ ἐλέγχω πρῶτον, ἢ κεῖνον στένω.
ΝΕ. οἶμαι μὲν ἀρκεῖν σοί γε καὶ τὰ σ᾽, ὦ τάλας,
340ἀλγήμαθ᾽, ὥστε μὴ τὰ τῶν πέλας στένειν.
ΦΙ. ὀρθῶς ἔλεξας. τοιγαροῦν τὸ σὸν φράσον
αὖθις πάλιν μοι πρᾶγμ᾽, ὅπως σ᾽ ἐνύβρισαν.


ΧΟΡ. Το ίδιο και γω μ᾽ αυτούς που λες τους ξένους
και βέβαια, γιε του Ποίαντα, σ᾽ ελεούμαι.
ΝΕΟ. Και γω, σ᾽ όσα μας είπες μάρτυράς σου,
ξέρω πως είν᾽ αληθινά· γιατί
320κι ο ίδιος καλά τους έχω δοκιμάσει
τους κακοατρείδες και τον Οδυσσέα.
ΦΙΛ. Έχεις λοιπόν και συ αφορμή από κείνους
τους πανάθλιους Ατρείδες, που έτσι να ᾽σαι
φρενιασμένος μ᾽ ό,τι θα σὄχουν κάμει;
ΝΕΟ. Να δώσει ο θεός μια μέρα το θυμό μου
με το χέρι μου αυτό να τον χορτάσω,
για να γνωρίσ᾽ η Σπάρτη κι η Μυκήνα
πως άντρες μια φορά γεννά κι η Σκύρος.
ΦΙΛ. Εύγε, παιδί μου, έλα λοιπόν και πε μου,
ποιάν αφορμή τούς έχεις που ένα τόσο
μεγάλο να κρατάς θυμό μαζί τους;
ΝΕΟ. Ναι, γιε του Ποίαντα, θα σ᾽ τα πω και μ᾽ όλο
το κακό που μου κάνει να τις λέω
330τις ατιμίες που μου ᾽καμαν σαν πήγα·
όταν η μοίρα θέλησε να πέσει
ο Αχιλλέας νεκρός — ΦΙΛ. Οϊμένα, στάσου
κι άλλο μην προχωρείς, πριν αυτό πρώτα
μου πεις· αλήθεια πέθανε ο Πηλείδης;
ΝΕΟ. Σκοτώθηκε, όχι από άνθρωπο, όπως λέγουν,
μα από θεό, το Φοίβο τοξεμένος.
ΦΙΛ. Ένας θεός ήταν μονάχα ο άξιος
τον άξιό του τον ήρωα να σκοτώσει·
μα δεν ξέρω, παιδί μου, αν πρέπει πρώτα
για τα δικά σου να ρωτώ τα πάθη
ή να κλαίω για κείνον. ΝΕΟ. Μα νομίζω
πως σε φτάνουν, βαριόμοιρε, οι δικές σου
οι συφορές, που να μην είναι ανάγκη
340να θρηνείς και για ξένες. ΦΙΛ. Σωστά το ᾽πες
και λοιπόν γύρνα πάλι στα δικά σου.