ΗΛΕ. Φριχτό είν᾽ αλήθεια, να ᾽σαι όποιου πατέρα
είσαι παιδί, και να ξεχνάς εκείνον
για να γνοιάζεσαι αυτήν πὄχεις μητέρα·
γιατί από κείν᾽ είσαι βαλτή γι᾽ αυτές
τις συμβουλές σου κι όχι αφ᾽ εαυτού σου.
Μα παραδέξου έν᾽ απ᾽ τα δυο: ή ο νους σου
καλά δεν είναι, ή πως, ενώ είσαι μ᾽ όλα
τα σωστά σου, ξεχνάς ποιοί ᾽ναι οι δικοί σου.
Γιατί δεν είσαι συ που έλεγες τώρα,
πως αν είχες τη δύναμη, το μίσος
όλο σου θα τους έδειχτες; Μα ενώ
ζητώ με κάθε τρόπο εγώ να πάρω
του πατέρα μου εκδίκηση, όχι μόνο
350δε με συντρέχεις, μα και μ᾽ αποτρέπεις.
Δεν είναι αυτά λοιπόν, εκτός κακία,
και δειλία μαζί; γιατί έλα, πε μου,
ή κάλλιο μάθε το από με: ποιό κέρδος
θα ᾽χ᾽ αν αυτούς μου θα ᾽παυα τους θρήνους;
δε ζω; ναι, κακοζώ, το ξέρω, μα όσο
με φτάνει εμένα· κι έπειτα, ενοχλώ
κι αυτούς, ώστε τιμή του πεθαμένου
να κάνω, αν χάρη ᾽ναι καμιά εκεί κάτω·
μα εσύ, που λες πως τους μισείς, μονάχα
στα λόγια τους μισείς, ενώ ζεις ένα
με του πατέρα σου τους δολοφόνους.
Όσο για μένα, εγώ ποτέ, κι αν ήταν
να μου ᾽φερνε όλα σου κανείς τα δώρα,
360που μ᾽ αυτά τώρα τόσο καμαρώνεις,
δε θα ᾽σκυβα κεφάλι εμπρός των. Άμε
να ᾽χεις στρωμένα εσύ πλούσια τραπέζια,
να πλέεις μέσα στ᾽ αγαθά· για μένα
μόνη τροφή μου ας είναι, να μην πνίγω
τα αισθήματά μου· κι ας μου λείπουν όλες
οι δικές σου τιμές· δεν τις ζηλεύω,
όπως θενά ᾽πρεπε και συ, αν είχες
γνώση· μα τώρα, ενώ ηταν να σε λένε
παιδί του πιο λαμπρού πατέρ᾽ απ᾽ όλους,
τ᾽ όνομα της μητέρας σου προτίμα·
γιατί έτσι θενα μάθει τη ντροπή σου
όλος ο κόσμος, αφού πρόδωσες νεκρό
πατέρα κι όλους τους δικούς σου φίλους.
ΧΟΡ. Να ζεις, μην παραφέρεσαι· μπορεί
απ᾽ όσα κι οι δυο λέτε νά βγει κέρδος,
370αν θελήσεις και συ απ᾽ αυτής τα λόγια
να ωφεληθείς και κείνη απ᾽ τα δικά σου.
ΧΡΥ. Εγώ έχω πια που τα ᾽χω συνηθίσει
τα λόγια της, γυναίκες, κι ούτε που
θα ᾽δινα προσοχή, αν δεν είχα μάθει
πως μεγάλο κακό την περιμένει,
που τους άσωστους θρήνους της θα πάψει.
ΗΛΕ. Λέγε μάς το λοιπόν το φοβερό σου
κακό· γιατί αν μου πεις απ᾽ αυτά πὄχω
πιο μεγαλύτερο άλλο, δε θα σου είχα
καμιά αντίρρηση πια. ΧΡΥ. Μα βέβαια κι όλα
θα σου πω όσα ξέρω εγώ: σκοπεύουν,
λέει, αν δεν παύσεις απ᾽ αυτούς τους θρήνους,
380να σε στείλουν εκεί, που πια ποτέ σου
φως ήλιου δε θα δεις, μα ζωντανή
σε υπόγεια φυλακή, μακριά απ᾽ την πόλη,
θα θρηνωδείς τις συφορές σου· πάρε
λοιπόν τα μέτρα σου, για να μην έχεις
παράπονα μαζί μου σαν την πάθεις·
είναι καιρός να βάλεις τώρα γνώση.
|