ΑΙΑ. Ωχ, ωχ!
ΤΕΚ. Ακόμα, καθώς φαίνεται, κι άλλες θα ᾽ρθουν· ή τάχα
τον Αία δεν ακούσατε να βαριαναστενάζει;
ΑΙΑ. Ωχ, ωχ!
ΧΟΡ. Γιά πάσχει ακόμα ο άνθρωπος, γιά τις παλιές αρρώστιες
θυμάται, και μες στην καρδιά τονε σπαράζει η λύπη.
ΑΙΑ. Παιδί μου, ωχ παιδί μου!
340ΤΕΚ. Αλίμονό μου, της φτωχής· Βρυσάκη, εσένα κράζει·
Τί να ᾽χει τάχα μες στον νου; Πού να ᾽σαι; ω, η καημένη.
ΑΙΑ. Τον Τεύκρο θέλω. Πού ᾽ναι τος ο Τεύκρος; Θα κουρσεύει
εκείνος όλο τον καιρό, εγώ σαν πάω να σβήσω;
ΧΟΡ. Να τα ᾽χει φαίνεται σωστά ο άνθρωπος· ανοίχτε.
Λίγο μπορεί να ντροπιαστεί όντας με ιδεί στα μάτια.
ΤΕΚ. Σ᾽ ανοίγω, νά! Μπορείς να ιδείς τα έργατά του τώρα
και σε ποιά χάλια βρίσκεται κι ατός του, κοίταξέ τον.
ΑΙΑ. Αδέρφια μου ναυτόπουλα, που μόνοι σεις ακόμα
350φίλοι μου μένετε πιστοί, το δίκιο μου γροικάτε,
δέτε ποιά μαύρα κύματα, που απ᾽ την ανεμοζάλη
ολούθε τρέχουνε γοργά, με ζώνουν τώρα εμένα.
ΧΟΡ. Όλα σωστά μου φαίνονται τα λόγια σου πως είναι·
τα έργατά του ολότελα πως τα ᾽χασε το δείχνουν.
ΑΙΑ. Θαλασσοπούλια, που ήρθατε με τα κουπιά εδώ πέρα,
360στις συφορές μου μόνο εσάς σωτήρες μου αντικρίζω·
κι εμένα τώρα σφάχτε με.
ΧΟΡ. Μη βλαστημάς· και το κακό το ᾽να ποτέ μη βάζεις
βοτάνι στ᾽ άλλο το κακό, γιατί της δυστυχίας
το μεγαλώνεις πλιότερο το χτύπημα το μαύρο.
|