Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
310Πού είν᾽ αυτός που μ᾽ έχει κράξει; Πού να βρίσκεται; Πού πού;
ΤΣΑ. Πάντα εγώ πιστός στους φίλους, είμ᾽ εδώ και καρτερώ.
ΚΟΡ. Τσι τσι τσι τσι τσίριξέ μας, τί καλό έχεις να μας πεις;
ΤΣΑ. Λόγο ωφέλιμο και δίκιο για όλους, σίγουρο, γλυκό.
Ήρθαν και με βρήκαν δυο άντρες φίνοι, τετραπέρατοι.
ΚΟΡ. Πού και πώς; τί λες; γιά πες.
320ΤΣΑ. Απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων φτάσανε δυο γέροι εδώ·
ήρθανε κρατώντας κάτι ριζιμιό, θεμελιακό.
ΚΟΡ. Πώς! Απ᾽ τα μικρά μου χρόνια λάθος πιο βαρύ απ᾽ αυτό
που μου λες δεν είδα. ΤΣΑ. Θάρρος· μη φοβάσαι. ΚΟΡ. Τί έκαμες!
ΤΣΑ. Δέχτηκα άντρες που αγαπούνε των πουλιών τη συντροφιά.
ΚΟΡ. Έκαμες μια τέτοια πράξη; ΤΣΑ. Ναι, και χαίρομαι γι᾽ αυτό.
ΚΟΡ. Κι είναι κάπου εδώ κοντά μας τώρα; ΤΣΑ. Τόσο όσο κι εγώ.
Ο ΧΟΡΟΣ
Ποποποπό!
Τί πάθαμε! Μας πρόδωσαν,
φερθήκαν αθεόφοβα·
330αυτός που βόσκαμε μαζί
και που τον αγαπούσαμε
πάτησε και παλιούς θεσμούς
πάτησε κι όρκους των πουλιών.
Μέσα σε βρόχο με τύλιξε
και σε φυλή με παράδωσε ανόσια,
που μου ᾽χει στήσει τον πόλεμο αφότου
ήρθε στον κόσμο.
ΚΟΡ. Το λογαριασμό με τούτον θα τον δούμε αργότερα·
τώρα τούτοι οι δυο γερόντοι πρέπει να πλερώσουνε,
να τους κάμουμε κομμάτια. ΠΙΣ. Πάει λοιπόν, χαθήκαμε.
ΕΥΕ. Για τις συμφορές μας τούτες φταις εσύ και μόνο εσύ·
340τί με πήρες από πέρα; ΠΙΣ. Για να σ᾽ έχω σύντροφο.
ΕΥΕ. Δε λες, για να χύσω μαύρα δάκρυα. ΠΙΣ. Κουταμάρες λες·
σα σου βγάλουνε τα μάτια, πώς μπορείς, μωρέ, να κλαις;
ΧΟΡ. Αέρα, μπρος!
Χιμήστε, πιείτε το αίμα τους·
απλώστε τις φτερούγες σας
και ζώστε τους από παντού·
βόγκους να βγάλουνε κι οι δυο·
τα ράμφη μας στις σάρκες τους
να μπουν να τις σπαράξουνε.
Όχι, από μας δεν ξεφεύγουνε·
ούτε ισκιωμένα βουνά κι ούτε νέφη
350 ούτε του πέλαγου ολάφριστο κύμα
δεν τους γλιτώνει.
|