Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ, στο Στρεψιάδη.
Χαίρε, γέροντα εσύ του παλιού του καιρού,
κυνηγάρη φιλόμουσων λόγων.
Στο Σωκράτη.
Κι ω ιερέα αερόλογων φίνων εσύ,
τί ζητάς, έλα πες μας, τί θέλεις;
360Απ᾽ αυτού του καιρού τους σοφούς που ερευνούν
τα μετέωρα δυο μόνον ακούμε
σ᾽ ό,τι πούνε, τον Πρόδικο μόνο κι εσέ·
για το νου και τις γνώσεις εκείνον,
για το τόσο καμάρι σου εσέ, που όλο πας
και λοξά μες στους δρόμους κοιτάζεις,
και, ξυπόλυτος, δείχνεις μεγάλη αντοχή,
κι έχεις όψη αυστηρή, σα δικός μας.
ΣΤΡ. Τί φωνή, Μάνα Γη! Τί φωνή σοβαρή
και ιερή και υπερκόσμια στ᾽ αλήθεια!
ΣΩΚ. Ναι, γιατ᾽ είναι θεές, κι είναι μόνον αυτές,
κι όλα τ᾽ άλλα είναι λόγια του ανέμου.
ΣΤΡ. Στ᾽ όνομα όμως της Γης, έλα πες μου· για μας
θεός δεν είναι κι ο Ολύμπιος ο Δίας;
ΣΩΚ. Βρε ποιός Δίας; Γιά παράτα τα αυτά τα σαχλά·
Δίας κανείς πουθενά δεν υπάρχει.
ΣΤΡ. Μπα! Τί λες; Αλλά τότε ποιός βρέχει λοιπόν;
Έλα δείξε μου αυτό πρώτ᾽ απ᾽ όλα.
ΣΩΚ. Μα οι Νεφέλες, νομίζω· κι αυτό με τρανά
τώρα ευθύς θα σ᾽ το μάθω σημάδια.
370Είδες, πες μου, ως τα τώρα να πέφτει βροχή
πουθενά, σα δεν έχει νεφέλες;
Κι όμως θα ᾽πρεπε ο Δίας, κι όταν λείπουν αυτές,
να μας ρίχνει βροχή με λιακάδα.
ΣΤΡ. Για το θέμα που τώρα εξετάζουμε, μα
τον Απόλλωνα, το ᾽βρες ωραία·
από κόσκινο μέσα εγώ νόμιζα πριν,
σοβαρά, πως ο Δίας κατουράει.
Μα οι βροντές, που με κάνουν και τρέμω; Ναι, αυτές
τις βροντές, έλα πες, ποιός τις κάνει;
ΣΩΚ. Οι Νεφέλες κυλώντας βροντούνε. ΣΤΡ. Και πώς;
Ω που η τόλμη σου όρια δεν έχει!
ΣΩΚ. Με νερό σα γεμίσουν πολύ, και βρεθούν
στην ανάγκη ν᾽ αλλάξουνε θέση,
το μεγάλο φορτιό της βροχής χαμηλά
τις κρεμνά· τότε αυτές απ᾽ το βάρος
με ορμή πέφτουν, η μια τους στην άλλη χτυπά,
κι έτσι σπάνε και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Αλλά θέση ν᾽ αλλάξουνε, λέγε μου, ποιός
στην ανάγκη τις φέρνει; Όχι ο Δίας;
380ΣΩΚ. Του ουρανού κάποιος ρούφουλας. ΣΤΡ. Ρούφουλας; Μπα!
Νά και κάτι που μου είχε ξεφύγει,
ότι Δίας δεν υπάρχει, στη θέση εκεινού
βασιλιάς είν᾽ ο Ρούφουλας τώρα.
Για μπουμπούνισμα ωστόσο, θαρρώ, και βροντή
δε με δίδαξες τίποτα ως τώρα.
ΣΩΚ. Μα δεν άκουσες; Είπα: οι Νεφέλες νερό
σα φορτώνονται κι έχουνε βάρος,
απ᾽ την τόση πυκνότητα πέφτουν η μια
πα στην άλλη και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Μιαν απόδειξη θέλω γι᾽ αυτό, να πειστώ.
ΣΩΚ. Για παράδειγμα εσένα θα πάρω.
Παναθήναια σαν είναι, κι εσύ με ζουμί
την κοιλιά σου γεμίζεις, δε νιώθεις
ανακάτωμα; Αυτή η ταραχή ξαφνικά
στην κοιλιά σου δε φέρνει γουργούρες;
ΣΤΡ. Φυσικά, και μεγάλο με πιάνει κακό·
το ζουμί αναταράζεται αμέσως
κι αρχινά κάτι κρότους, σα να ᾽ναι βροντές,
και μεγάλες κραυγές ξεπετάει·
390απαλά σαν αρχίζει· παππάξ και παππάξ·
παπαππάξ συνεχίζει σε λίγο·
κι όταν τέλος τα κάνω, συνέχεια βροντά,
παπαπά παπαππάξ σαν εκείνες.
ΣΩΚ. Συλλογίσου λοιπόν· από μια τόση δα
κοιλιά που έχεις πετάς τέτοιους κρότους·
ε, ο αέρας ο απέραντος τότε τί θες
να σου κάνει; Να μην μπουμπουνίζει;
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό και τα ονόματα μοιάζουν· βροντή
και πορδή· τώρα, αλήθεια, το νιώθω.
Μα από πού ξεκινά ο κεραυνός με φωτιές
και με λάμψες, που στάχτη σε κάνει,
αν σε βρει, ή καψαλίζει μονάχα, χωρίς
να σκοτώσει; Μπορείς να μου μάθεις;
Ολοφάνερα τούτον ο Δίας —μη μου πεις—
τον πετά σ᾽ όποιον είναι ορκοπάτης.
|