Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (2.81-2.100)


ὃς Ἕκτορα σφᾶλε, Τροίας [στρ. ε]
ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα, Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν,
Ἀοῦς τε παῖδ᾽ Αἰθίοπα. πολλά μοι ὑπ᾽
ἀγκῶνος ὠκέα βέλη
ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας
85φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων
χατίζει. σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ·
μαθόντες δὲ λάβροι
παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρυέτων

Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον· [ἀντ. ε]
ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν
90ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀ-
ϊστοὺς ἱέντες; ἐπί τοι
Ἀκράγαντι τανύσαις
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ,
τεκεῖν μή τιν᾽ ἑκατόν γε ἐτέων πόλιν
φίλοις ἄνδρα μᾶλλον
εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα

95Θήρωνος. ἀλλ᾽ αἶνον ἐπέβα κόρος [ἐπῳδ. ε]
οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ᾽ ἀνδρῶν,
τὸ λαλαγῆσαι θέλον
κρυφὸν τιθέμεν ἐσλῶν καλοῖς
ἔργοις, ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν,
καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ᾽ ἄλλοις ἔθηκεν,
100τίς ἂν φράσαι δύναιτο;


μπροστά στο θείο πτηνό του Δία. [αντ. ε]
Και τώρα στρέψε το τόξο στον στόχο, εμπρός, ψυχή μου·
ποιον να χτυπήσουμε
90πάλι τα δοξασμένα βέλη ρίχνοντας
από τη φιλική καρδιά μας; Και πάλι
τον Ακράγαντα στόχο θα βάλουμε
και μ᾽ αλάθητο νου θα πούμε λόγια με όρκο βεβαιωμένα,
πως τούτη η πόλη στα εκατό δεν γέννησε τα χρόνια
άλλον που ν᾽ αγαπά περισσότερο
τους φίλους και να ᾽ναι ανοιχτοχέρης παρά μόνο

95τον Θήρωνα. Ο έπαινος όμως που τη δικαιοσύνη ξεπερνά, [επωδ. ε]
φέρνει πλησμονή, κι οι κακοί
με φλυαρίες θέλουν να σκεπάσουν
και στη λήθη να ρίξουν των καλών
τα έργα· μα της άμμου οι κόκκοι αμέτρητοι είναι,
κι όσες εκείνος έδωσε χαρές στους άλλους
100ποιος θα μπορούσε να τις αριθμήσει;


Αυτόν, πὄστρωσε καταγής τον Έχτορα [στρ. ε]
τον άσειστο κι ανίκητο στύλο της Τροίας,
που και τον Κύκνον έστειλε
και τον Αιθίοπα, της Αυγής το γιο, στον Άδη.
Πλήθια κρατάω μες στη φερέτρα μου
κατ᾽ από τον αγκώνα γοργά βέλη,
85που έχουν φωνή να τη νογούν οι γνωστικοί,
μα για τον όχλο θένε εξηγητάδες.
Σοφός, είν᾽ όποιος ξέρει τα πολλ᾽ από φυσικό,
μα όσοι τα μάθανε με τη σπουδή,
με λάλο στόμα, ακράτηγοι
σαν τα κοράκια κρώζουνε του κάκου,

μπροστά στο θεϊκό του Δία πουλί. [αντ. ε]
Στρέψε το τόξο τώρα στο σημάδι,
εμπρός, ψυχή· ποιόν να χτυπήσομε
90ρίχνοντας από φιλική πάλι καρδιά
τα βέλη μας τα ξακουστά;
Επάνω στον Ακράγαντα
τη νευρά θα τεντώσω και θα πω
δεμένο μ᾽ όρκο λόγο αληθινό:
πως απ᾽ εδώ κι εκατό χρόνια
άλλον δε γέννησεν η χώρα αυτή
πιο για τους φίλους καλοθελητή
και μ᾽ ανοιχτότερο το χέρι

95από το Θήρωνα· μα ο φτόνος ρίχτηκε [επωδ. ε]
στον έπαινό του αντίμαχος
χωρίς να ᾽χει μαζί του και το δίκιο,
μα έτοιμος πάντα με το στόμα των αδιάντροπων
να βαβουρίζει ασύφταστα, για να σκεπάσει
με το σκοτάδι τα έργα τα λαμπρά.
Μ᾽ αφού ξεφεύγ᾽ η άμμος κάθε μετρημό,
όσες χαρές στους άλλους έδωσε κι αυτός,
100να πει ποιός θα μπορέσει;