Αυτόν, πὄστρωσε καταγής τον Έχτορα [στρ. ε]
τον άσειστο κι ανίκητο στύλο της Τροίας,
που και τον Κύκνον έστειλε
και τον Αιθίοπα, της Αυγής το γιο, στον Άδη.
Πλήθια κρατάω μες στη φερέτρα μου
κατ᾽ από τον αγκώνα γοργά βέλη,
85που έχουν φωνή να τη νογούν οι γνωστικοί,
μα για τον όχλο θένε εξηγητάδες.
Σοφός, είν᾽ όποιος ξέρει τα πολλ᾽ από φυσικό,
μα όσοι τα μάθανε με τη σπουδή,
με λάλο στόμα, ακράτηγοι
σαν τα κοράκια κρώζουνε του κάκου,
μπροστά στο θεϊκό του Δία πουλί. [αντ. ε]
Στρέψε το τόξο τώρα στο σημάδι,
εμπρός, ψυχή· ποιόν να χτυπήσομε
90ρίχνοντας από φιλική πάλι καρδιά
τα βέλη μας τα ξακουστά;
Επάνω στον Ακράγαντα
τη νευρά θα τεντώσω και θα πω
δεμένο μ᾽ όρκο λόγο αληθινό:
πως απ᾽ εδώ κι εκατό χρόνια
άλλον δε γέννησεν η χώρα αυτή
πιο για τους φίλους καλοθελητή
και μ᾽ ανοιχτότερο το χέρι
95από το Θήρωνα· μα ο φτόνος ρίχτηκε [επωδ. ε]
στον έπαινό του αντίμαχος
χωρίς να ᾽χει μαζί του και το δίκιο,
μα έτοιμος πάντα με το στόμα των αδιάντροπων
να βαβουρίζει ασύφταστα, για να σκεπάσει
με το σκοτάδι τα έργα τα λαμπρά.
Μ᾽ αφού ξεφεύγ᾽ η άμμος κάθε μετρημό,
όσες χαρές στους άλλους έδωσε κι αυτός,
100να πει ποιός θα μπορέσει;
|