Ήταν εκεί και του Δία η κόρη που το στρατό οδηγάει, η Τριτογένεια,
όμοια σαν να ᾽θελε να ξεσηκώσει μάχη.
Δόρυ στο χέρι κράταγε και περικεφαλαία φόραγε χρυσή
200και την αιγίδα της στους ώμους γύρω. Μες στη σκληρή τη μάχη πορευόταν.
Ήταν εκεί και ιερός χορός των αθανάτων. Στη μέση
εράσμια κιθάριζε του Δία ο γιος και της Λητώς
με τη χρυσή τη φόρμιγγα. [Και των θεών η έδρα ήταν κει, ο άγιος Όλυμπος.
Εκεί και η συνέλευσή τους, κι ολόγυρα ωσάν στεφάνι κύκλωνε
χαρά ατέλειωτη των αθανάτων τη συγκέντρωση.] Και στο τραγούδι αρχή
οι θεές, οι Πιερίδες Μούσες, κάνανε και μοιάζανε να τραγουδούν γλυκά.
Μα και λιμάνι μ᾽ όρμους καλούς ήτανε σκαλισμένο εκεί
σε θάλασσα ακατάβλητη, κυκλικό, από κασσίτερο ολοκάθαρο,
ίδιο σαν να τρικύμιζε. [Πλήθος δελφίνια μέσα του
210τρέχαν εδώ κι εκεί να πιάσουν ψάρια,
ίδια σαν να κολύμπαγαν.] Δύο δελφίνια αργυρά
αναφυσώντας άλαλα ψάρια τάραζαν.
Και από κάτω τους ψάρια χαλκά τρέπονταν σε φυγή. Μα στις ακτές
καθότανε ψαράς και παραμόνευε: είχε στα χέρια
δίχτυ για ψάρια κι έμοιαζε να το ρίξει έτοιμος.
Ήταν εκεί και της καλλίκομης Δανάης ο γιος, ο ιππότης ο Περσέας,
κι ούτε ακουμπούσε την ασπίδα με τα πόδια του, ούτε και μακριά της ήταν,
μα θαύμα μέγα να το στοχαστείς: εκείνος πουθενά δε στηριζόταν!
Αφού έτσι τον έφτιαξε αυτόν με τις παλάμες του ο ξακουστός Χωλός,
220χρυσό. Κι είχε στα πόδια του ολόγυρα πέδιλα φτερωτά.
Ξίφος σε μαύρη θήκη στους ώμους του κρεμότανε
με τελαμώνα χάλκινο. Κι εκείνος όπως η σκέψη πέταγε.
Κι όλη την πλάτη του την κάλυπτε τέρατος φοβερού η κεφαλή:
ήτανε της Γοργώς. Μες σε ταγάρι αργυρό ήτανε τυλιγμένο, πράγμα θαυμάσιο
να το βλέπεις. Κρόσσια τού κρέμονταν λαμπρά, χρυσά.
Και φοβερή στου βασιλιά τούς κρόταφους ολόγυρα
του Άδη βρισκόταν η καλύπτρα με το φρικτό της νύχτας ζόφο.
|