Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (330-376)


330 ΠΡ. ζηλῶ σ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς,
† πάντων μετασχὼν καὶ τετολμηκὼς ἐμοί. †
καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω.
πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν· οὐ γὰρ εὐπιθής.
πάπταινε δ᾽ αὐτὸς μή τι πημανθῇς ὁδῷ.
335 ΩΚ. πολλῷ γ᾽ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς
ἢ σαυτόν· ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι.
ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς.
αὐχῶ γάρ, αὐχῶ, τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ
δώσειν Δί᾽, ὥστε τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων.
340 ΠΡ. τὰ μέν σ᾽ ἐπαινῶ κοὐδαμῇ λήξω ποτέ·
προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις. ἀτὰρ
μηδὲν πόνει· μάτην γὰρ οὐδὲν ὠφελῶν
ἐμοὶ πονήσεις, εἴ τι καὶ πονεῖν θέλεις.
ἀλλ᾽ ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων·
345 ἐγὼ γὰρ οὐκ εἰ δυστυχῶ, τοῦδ᾽ εἵνεκα
θέλοιμ᾽ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν.
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι
τείρουσ᾽ Ἄτλαντος, ὃς πρὸς ἑσπέρους τόπους
ἕστηκε κίον᾽ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς
350 ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον.
τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα
ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα, δάιον τέρας,
ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν χειρούμενον,
† Τυφῶνα θοῦρον. ὃς πᾶσιν ἀντέστη θεοῖς,
355 σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόβον,
ἐξ ὀμμάτων δ᾽ ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας,
ὡς τὴν Διὸς τυραννίδ᾽ ἐκπέρσων βίᾳ·
ἀλλ᾽ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος,
καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα,
360 ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων
κομπασμάτων. φρένας γὰρ εἰς αὐτὰς τυπεὶς
ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος.
καὶ νῦν ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας
κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου
365 ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο.
κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ
Ἥφαιστος, ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε
ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις
τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας·
370 τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον
θερμοῖς ἀπλάτου βέλεσι πυρπνόου ζάλης,
καίπερ κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος.
σὺ δ᾽ οὐκ ἄπειρος, οὐδ᾽ ἐμοῦ διδασκάλου
χρῄζεις· σεαυτὸν σῷζ᾽ ὅπως ἐπίστασαι·
375 ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην,
ἔστ᾽ ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
330Σε ζηλεύω που βρίσκεσαι έξω από αιτία,
μ᾽ όλο που τόλμησες να λάβεις σ᾽ όλα μέρος.
Μ᾽ άφησ᾽ με τώρα κι έγνοια σου από μένα· εκείνου
τη γνώμη βέβαια δε γυρνάς, γιατί δεν έχει
εύκολο τόσο αυτί· μόν᾽ κοίταξε μην πάθεις
κι ο ίδιος τίποτε κακό απ᾽ αυτό δρόμο.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Είσαι, καθώς φως φανερό μου τ᾽ αποδείχτεις,
άλλους πολύ αξιότερους σοφούς να κάνεις
παρά τον εαυτό σου· μα μη μου αντικόβεις
το δρόμο που ξεκίνησα, γιατί το λέω
και το καυχιούμαι, πως αυτό το δώρο εμένα
θα κάμει ο Δίας κι απ᾽ τα δεσμά θενα σε λύσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
340Χάρη σου το χρωστώ και δε θα την ξεχάσω
όλη την τόση προθυμιά που δείχνεις· όμως
μην κοπιάζεις, γιατί ανώφελα θα πάνε
για μένα οι κόποι σου, αν σκοπό το ᾽χεις κι αλήθεια·
Κάθου ήσυχος λοιπόν κι έξω απ᾽ αυτά τραβήξου,
γιατί αν εμένα ώρα κακιά με ηύρε, ποτέ μου
δε θα ᾽θελα εξαιτίας μου να πάθουν κι άλλοι.
Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα
του Άτλαντα με πονεί, που στους Εσπέριους τόπους
στέκει στηρίζοντας στους ώμους την κολώνα
350τ᾽ ουρανού και της γης – κακοβάσταγο βάρος.
κι ακόμα είδα και πόνεσα της Γαίας το θρέμμα
που ᾽χε μονιά του τις σπηλιές της Κιλικίας,
το γαύρο μ᾽ εκατό κεφάλια τον Τυφώνα,
τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία· κι είχε
κεφάλι σ᾽ όλους τους θεούς σηκώσει ενάντια,
σφυρίζοντας με τ᾽ άγριά του σαγόνια τρόμο
κι από τα μάτια του άστραφτε γοργόνειες φλόγες,
που ᾽θελ᾽ από το θρόνο του το Δία να ρίξει·
μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος
ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λαύρα,
360που από τις μεγαλόστομες τις κομποφάνειες
τον τράνταξε κι ίσα στο ψυχικό βαρώντας
στάχτη θρύψαλα βρόντησε τη δύναμή του.
και τώρα ανώφελο κορμί παραριγμένο
κοντά σ᾽ ένα της θάλασσας στενό θαμμένος
κάτω απ᾽ το βάρος κείτεται βαθιά της Αίτνας
και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας
ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα
θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ᾽ άγριες σαγόνες
της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους·
370τέτοιο ο Τυφώνας μάνισμα θενα ξεβράσει
με καυτά ρέματα᾽ άσμιχτης πύρινης μπόρας,
αν κι απ᾽ του Δία τον κεραυνό καρβουνωμένος.
Μα εσύ έχεις κρίση κι από με δεν περιμένεις
να σε διδάξω· όπως μπορείς να σωθείς κοίτα·
κι εγώ τη μοίρα αυτή που με ηύρε θα υποφέρω,
ώσπου η οργή μες στην καρδιά του Δία να πέσει.