ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θα προδώσει ο αλάθευτος χρησμός του Φοίβου,
270που μ᾽ έσπρωξε σ᾽ αυτόν τον κίντυνο και τόσο
με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες
και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα,
αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατέρα
κι αν μ᾽ όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω,
με μια άγρια λύσσα που άλλη πλερωμή δε στρέγει·
κι αλλιώς, θα το πλερώσω εγώ με τη ζωή μου,
μ᾽ όσα πολλά κι αγλύκαντα θα μέ ᾽βρουν πάθη.
Γιατ᾽ είπε, φανερώνοντας των χολιασμένων
κάτω απ᾽ τον Άδη τις οργές, φριχτές αρρώστιες
280πως θ᾽ αδράξουν τις σάρκες: λέπρες να σπαράζουν
μ᾽ άγριες σαγόνες και παράλλαμα να κάνουν
την αρχαία τη φύση του κορμιού, που ύστερ᾽ απάνω
απ᾽ τις πληγές του άσπρα μαλλιά θα το σκεπάσουν.
Κι άλλες των Ερινύων πληγές μου έλεγε ακόμα
που απ᾽ τ᾽ ανεκδίκητο θα ᾽ρθουν πατρικό γαίμα.
………………………………………………
Γιατί τα σκοτεινά της κόλασης τα βέλη
που επικαλούνται οι συγγενείς οι σκοτωμένοι,
η λύσσα κι ο νυχτερινός ο μάταιος φόβος
σειεί και ταράζει κι όξω διώχτει από την πόλη
290κορμί απ᾽ το χάλκινο κεντρί τέλεια φθαρμένο.
κι ένας τέτοιος δεν είναι μήτε σε κρατήρες,
μήτε σε γιορτινές σπονδές να λάβει μέρος,
μ᾽ απ᾽ τους βωμούς, αθώρητος, μακριά τον διώχτει
ο χολιασμένος του πατέρας· και κανένας
ουδέ στέγη του δίνει, μ᾽ ούδε και βοήθεια,
όσο που τέλος έρμος, καταφρονεμένος,
κακήν κακώς άθλιος να τον ξεράνει χάρος.
Πώς να μη μπιστευτώ λοιπόν σε χρησμούς τέτοιους;
που κι αν δεν μπιστευτώ, μα πρέπει να το πράξω,
γιατί πολλές μαζί αφορμές σ᾽ ένα συντρέχουν:
η θεϊκιά η διαταγή και του πατρός μου
300το μέγα πένθος, μα κι η ανέχεια με στενεύει
να μην αφήσω ένα λαό γενναίο μες σ᾽ όλους,
που αφάνισεν από προσώπου γης την Τροία,
σκλάβο σε δυο γυναίκες· γιατ᾽ αλήθεια εκείνος
γυναίκεια έχει καρδιά· ή, θα το δει σε λίγο.
|