Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ω τί κρίμα,
να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη
απ᾽ ενού Αχαιού κοντάρι και να γένει
έτσι ανάξια απ᾽ τους θεούς της στάχτη θρύμμα.
Κι οι γυναίκες σκλαβωμένες, οϊμένα,
νιες και γριες σαν τ᾽ άλογα να τις τραβάνε
απ᾽ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα,
330ενώ η πόλη θεν᾽ αδειάζει όλη αντάρα
και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλάνε·
βαριές τύχες που προσμένω με τρομάρα!
Κι ω τί κλάμα, που οι αθώες οι κορασίδες,
πριν την ώρα και την τίμια τη χαρά τους,
μαύρη στράτα θενα πάρουν, αγουρίδες
ωμοτρύγητες, μακριά απ᾽ τα γονικά τους.
Ω μακάριοι που πεθαίνουν πριν να δούνε
όσα η πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνει
340μια που πάρθηκε· εδώ σφάζουν, κει τραβούνε,
φωτιά βάζουν και τα πάντα καπνός χραίνει
κι ο θεός του ολέθρου ο Άδης, που δριμώνει
μ᾽ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.
Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρω μάντρες
από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν,
οι άντρες σφάζονται απ᾽ τους άντρες
κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν
350με το γαίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν.
Χέρι χέρι οι αρπαγές κι οι κούρσες τρέχουν,
φορτωμένους απαντούνε οι φορτωμένοι
κι ο άδειος κράζει τ᾽ αδειανού να ᾽χει κολλήγα,
μα ο καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα
ούτε κι ίδια θέλει να ᾽χει. — Ω, τί ᾽ν᾽ να γένει!
Χύμα χάμου όλ᾽ οι καρποί λύπη σου φέρνουν,
με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν·
360πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ᾽ αρπάζουν
τ᾽ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν.
Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτη
την καρδιά απ᾽ της συμφοράς τη νέα την τύχη
περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι,
όποιος να ᾽ναι ο νικητής που θα τους τύχει·
μόνη ελπίδα, του θανάτου η νύχτα αν σώσει
απ᾽ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλιτώσει.
|