Πώς τους αλληλόκρουστους τους βράχους,
τάχα πώς των Φινειδών
να περάσανε τ᾽ ασίγαστ᾽ ακρογιάλια;
τρέχοντας γιαλό γιαλό
στ᾽ ανεμόδαρτα νερά της Αμφιτρίτης,
όπου
οι πενήντα θυγατέρες του Νηρέα
τραγουδούνε και χορεύουν τον κυκλόσυρτο χορό;
430Ή στον άνεμο αμολώντας τα πανιά,
ενώ σφύριζε στην πρύμη
το τιμόνι, ο οδηγός του καραβιού,
πέρασαν με τη νοτιά,
με πνοές του Ζέφυρου ίσως,
στη λευκήν ακρογιαλιά,
αναρίθμητων πετούμενων λημέρι,
του γοργόδρομου Αχιλλέα λαμπρή απλωσιά,
μες στον άξενο τον πόντο;
Άμποτε, όπως εύχεται η κυρά μας,
απ᾽ το κάστρο το τρωικό
ξεκινώντας η ακριβή της Λήδας κόρη
440να ᾽φτανε, η Ελένη, εδώ
κι αφού αιμάτινο τριγύρω στα μαλλιά της
κύκλο,
της θυσίας αρχή, η κυρά μας της χαράξει,
να σφαχτεί, το χρέος της έτσι να πλερώσει ταιριαστό.
Μα το μήνυμα για μας το πιο γλυκό
θα ᾽ταν, από την Ελλάδα
κατά δω ένας ταξιδιάρης να φανεί
450κι απ᾽ τις πίκρες της σκλαβιάς
να με σώσει την καημένη·
να ᾽μουνα στο σπίτι μου, αχ,
και στον τόπο μου, έτσι καν μες στ᾽ όνειρό μου·
δώρα του ύπνου τα όνειρα είναι του γλυκού
και κοινό αγαθό του κόσμου.
|