Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (378-403)


ΑΓΑ. βούλομαί σ᾽ εἰπεῖν κακῶς εὖ, βραχέα, μὴ λίαν ἄνω
βλέφαρα πρὸς τἀναιδὲς ἀγαγών, ἀλλὰ σωφρονεστέρως,
380ὡς ἀδελφὸν ὄντ᾽. ἀνὴρ γὰρ χρηστὸς αἰδεῖσθαι φιλεῖ.
εἰπέ μοι, τί δεινὰ φυσᾷς αἱματηρὸν ὄμμ᾽ ἔχων;
τίς ἀδικεῖ σε; τοῦ κέχρησαι; χρηστὰ λέκτρ᾽ ἐρᾷς λαβεῖν;
οὐκ ἔχοιμ᾽ ἄν σοι παρασχεῖν· ὧν γὰρ ἐκτήσω, κακῶς
ἦρχες. εἶτ᾽ ἐγὼ δίκην δῶ σῶν κακῶν, ὁ μὴ σφαλείς;
385οὐ δάκνει σε τὸ φιλότιμον τοὐμόν, ἀλλ᾽ ἐν ἀγκάλαις
εὐπρεπῆ γυναῖκα χρῄζεις, τὸ λελογισμένον παρεὶς
καὶ τὸ καλόν, ἔχειν. πονηροῦ φωτὸς ἡδοναὶ κακαί.
εἰ δ᾽ ἐγώ, γνοὺς πρόσθεν οὐκ εὖ, μετετέθην εὐβουλίᾳ,
μαίνομαι; σὺ μᾶλλον, ὅστις ἀπολέσας κακὸν λέχος
390ἀναλαβεῖν θέλεις, θεοῦ σοι τὴν τύχην διδόντος εὖ.
ὤμοσαν τὸν Τυνδάρειον ὅρκον οἱ κακόφρονες
φιλόγαμοι μνηστῆρες —ἡ δὲ γ᾽ Ἐλπίς, οἶμαι μέν, θεός,
κἀξέπραξεν αὐτὸ μᾶλλον ἢ σὺ καὶ τὸ σὸν σθένος—
οὓς λαβὼν στράτευε· ἕτοιμοι δ᾽ εἰσὶ μωρίᾳ φρενῶν.
394aοὐ γὰρ ἀσύνετον τὸ θεῖον, ἀλλ᾽ ἔχει συνιέναι
395τοὺς κακῶς παγέντας ὅρκους καὶ κατηναγκασμένους.
τἀμὰ δ᾽ οὐκ ἀποκτενῶ ᾽γὼ τέκνα· κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ
παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίᾳ,
ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις,
ἄνομα δρῶντα κοὐ δίκαια παῖδας οὓς ἐγεινάμην.
400ταῦτά σοι βραχέα λέλεκται καὶ σαφῆ καὶ ῥᾴδια·
εἰ δὲ μὴ βούλει φρονεῖν εὖ, τἄμ᾽ ἐγὼ θήσω καλῶς.
ΧΟ. οἵδ᾽ αὖ διάφοροι τῶν πάρος λελεγμένων
μύθων, καλῶς δ᾽ ἔχουσι, φείδεσθαι τέκνων.


ΑΓΑ. Θέλω να σε κατακρίνω σαν που πρέπει, σύντομα,
δίχως στην αδιαλλαξία να ψηλώσω τη ματιά,
380με συγκράτηση, σαν που είσαι κι αδερφός· διαλλαχτικός
είν᾽ ο τίμιος άντρας. Πες μου· τί έχεις και φυσομανάς
και κοκκίνισε η θωριά σου; Ποιός σε πείραξε και τί
χρειάζεσαι; Ποθείς να πάρεις μια καλή γυναίκα; Εγώ
δεν μπορώ να σου τη δώσω· κυβερνούσες άσκημα
κείνη που είχες. Για τα λάθη τα δικά σου πρέπει εγώ
να πλερώσω, ενώ δε φταίω; Δε σε τσούζει η δόξα μου,
μόνο μιαν ωραία γυναίκα θέλεις να έχεις αγκαλιά
γνώση και τιμή αψηφώντας. Του κακού η χαρά είν᾽ αισχρή.
Κι αν μια πρώτη στραβή γνώμη φρόνιμα άλλαξα έπειτα,
τρελός είμαι; Εσύ! Που ταίρι πρόστυχο έχασες, και θες
390πάλι να το πάρεις· κι όμως σ᾽ τα ᾽φερε δεξιά ο θεός.
Τον τυνδάρειο δώσανε όρκο, διψασμένοι για παντρειά,
οι κουτοί μνηστήρες —είναι θεά η Ελπίδα, λέω, κι αυτό
το έργο είναι δικό της κι όχι της δικής σου επιβολής—
πάρ᾽ τους και για μάχες σύρε· πρόθυμοι είναι απ᾽ αμυαλιά.
Δεν είναι το θείο ανόητο και να νιώσουμε βοηθά
όρκους που κακά ορκιστήκαν και δοθήκαν πιεστικά.
Τα παιδιά μου εγώ δε σφάζω· τί; να εκδικηθείς εσύ
για μιαν ελεεινή γυναίκα και να χαίρεσαι άδικα,
και να λιώνω εγώ στα δάκρυα μέρα νύχτα, που άνομα
τέτοιο κρίμα θα έχω κάμει στο παιδί μου, στο αίμα μου;
400Σύντομα κι απλά σου τα είπα και ξεκάθαρα· αν εσύ
θέλεις τρέλες, τις δουλειές μου θα ρυθμίσω εγώ καλά.
ΚΟΡ. Αντίθετα είν᾽ αυτά στα πριν λεγμένα·
κι είναι σωστά: να σώζεις τα παιδιά σου.