ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πέλοπα, που αγωνίστηκες στην Πίσα
με τον Οινόμαο σ᾽ αρματοδρομίες,
τότε, που ᾽χες καλέσει τους θεούς σε δείπνο,
να ᾽χανες τη ζωή σου, πριν ακόμα
390γεννήσεις τον γονιό μου τον Ατρέα
κι εκείνος πάλι από την Αερόπη
δυο γιούς, τον Αγαμέμνονα κι εμένα
τον Μενέλαο, ζευγάρι ξακουσμένο·
γιατί θαρρώ —και καυχησιά δεν είναι—
πως με καράβια οδήγησα στην Τροία
στράτευμα πλήθος κι όχι με τη βία
σαν τύραννος, αλλά μ᾽ ακολουθήσαν
θέλοντας οι λεβέντες της Ελλάδας.
Χαθήκανε πολλοί, πολλοί κι εκείνοι
που χαίρονται, γιατί έχουνε ξεφύγει
τον κίνδυνο της θάλασσας και φέραν
τα ονόματα των σκοτωμένων πίσω
στα σπίτια τους. Εγώ περιπλανιέμαι
400τόσον καιρό στο κύμα ο δόλιος, όσο
χρειάστηκα την Τροία για να κουρσέψω·
κι ενώ ποθώ στον τόπο μου να φτάσω,
τη χάρη αυτή οι θεοί δεν μου χαρίζουν.
Τριγύρισα τους έρμους της Λιβύης,
τους αφιλόξενους γιαλούς και κάθε
φορά που την πατρίδα μου ζυγώνω,
μακριά με ξανασπρώχνουν οι ανέμοι,
χωρίς μες στα πανιά μου να φουσκώσει
ποτέ πρίμος αγέρας για τη Σπάρτη.
Και τώρα ναυαγός ο μαύρος, δίχως
φίλους στη χώρα βγήκα εδώ. Συντρίμμια
410γίνηκε το καράβι μου στους βράχους.
Μου ξέμεινε η καρένα μόνο κι έτσι
πάνω της έχω ανέλπιστα γλιτώσει
με την Ελένη που ᾽φερα απ᾽ την Τροία.
Ποιός είναι ο τόπος, ποιοί τον κατοικούνε;
Δεν ξέρω· με τα ρούχα μου κουρέλια
ντρεπόμουν να ρωτήσω τους ανθρώπους.
Ο ευτυχισμένος όταν κακοπάθει,
νιώθει πικρότερη τη δυστυχία,
παρ᾽ όσο αυτός που από παλιά την ξέρει.
420Τώρα με τυραννά σκληρά η ανάγκη·
ψωμί δεν έχω ή ρούχο, καθώς δείχνουν
τ᾽ απομεινάρια από το καραβίσιο
πανί που ᾽μαι ζωσμένος· τους χιτώνες,
τα λαμπρά πέπλα η θάλασσα κατάπιε.
Στα βάθη μιας σπηλιάς κρατάω κρυμμένη
τη γυναίκα μου, αιτία στις συμφορές μου,
κι όσοι απομείναν απ᾽ τους σύντροφούς μου,
τους έβαλα να τη φυλάγουν. Μόνος
γυρίζω ψάχνοντας για κείνους να βρω
κάτι να τους χορτάσω. Μόλις είδα
430το σπίτι αυτό με τους θριγκούς τριγύρω
και τον ωραίο πυλώνα —αρχοντικό ᾽ναι—
ζύγωσα· κάτι ελπίζω για τους ναύτες
να οικονομήσω· απ᾽ τους φτωχούς δεν έχεις,
ακόμη κι αν το θέλουνε, βοήθεια.
Έε· δε θα ᾽ρθει ένας θυρωρός στην πόρτα
να πει στον νοικοκύρη τα δεινά μου;
(Μισανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται μία γερόντισσα.)
|