Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (338e-340b)

[338e] Τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ συμφέρον, δημοκρατία μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς, καὶ αἱ ἄλλαι οὕτως· θέμεναι δὲ ἀπέφηναν τοῦτο δίκαιον τοῖς ἀρχομένοις εἶναι, τὸ σφίσι συμφέρον, καὶ τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντά τε καὶ ἀδικοῦντα. τοῦτ᾽ οὖν ἐστιν, ὦ βέλτιστε, ὃ λέγω ἐν ἁπάσαις [339a] ταῖς πόλεσιν ταὐτὸν εἶναι δίκαιον, τὸ τῆς καθεστηκυίας ἀρχῆς συμφέρον· αὕτη δέ που κρατεῖ, ὥστε συμβαίνει τῷ ὀρθῶς λογιζομένῳ πανταχοῦ εἶναι τὸ αὐτὸ δίκαιον, τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον.
Νῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔμαθον ὃ λέγεις· εἰ δὲ ἀληθὲς ἢ μή, πειράσομαι μαθεῖν. τὸ συμφέρον μὲν οὖν, ὦ Θρασύμαχε, καὶ σὺ ἀπεκρίνω δίκαιον εἶναι —καίτοι ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην— πρόσεστιν δὲ δὴ αὐτόθι τὸ «τοῦ κρείττονος.»
[339b] Σμικρά γε ἴσως, ἔφη, προσθήκη.
Οὔπω δῆλον οὐδ᾽ εἰ μεγάλη· ἀλλ᾽ ὅτι μὲν τοῦτο σκεπτέον εἰ ἀληθῆ λέγεις, δῆλον. ἐπειδὴ γὰρ συμφέρον γέ τι εἶναι καὶ ἐγὼ ὁμολογῶ τὸ δίκαιον, σὺ δὲ προστιθεῖς καὶ αὐτὸ φῂς εἶναι τὸ τοῦ κρείττονος, ἐγὼ δὲ ἀγνοῶ, σκεπτέον δή.
Σκόπει, ἔφη.
Ταῦτ᾽ ἔσται, ἦν δ᾽ ἐγώ. καί μοι εἰπέ· οὐ καὶ πείθεσθαι μέντοι τοῖς ἄρχουσιν δίκαιον φῂς εἶναι;
Ἔγωγε.
[339c] Πότερον δὲ ἀναμάρτητοί εἰσιν οἱ ἄρχοντες ἐν ταῖς πόλεσιν ἑκάσταις ἢ οἷοί τι καὶ ἁμαρτεῖν;
Πάντως που, ἔφη, οἷοί τι καὶ ἁμαρτεῖν.
Οὐκοῦν ἐπιχειροῦντες νόμους τιθέναι τοὺς μὲν ὀρθῶς τιθέασιν, τοὺς δέ τινας οὐκ ὀρθῶς;
Οἶμαι ἔγωγε.
Τὸ δὲ ὀρθῶς ἆρα τὸ τὰ συμφέροντά ἐστι τίθεσθαι ἑαυτοῖς, τὸ δὲ μὴ ὀρθῶς ἀσύμφορα; ἢ πῶς λέγεις;
Οὕτως.
Ἃ δ᾽ ἂν θῶνται ποιητέον τοῖς ἀρχομένοις, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ δίκαιον;
Πῶς γὰρ οὔ;
[339d] Οὐ μόνον ἄρα δίκαιόν ἐστιν κατὰ τὸν σὸν λόγον τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον ποιεῖν ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον, τὸ μὴ συμφέρον.
Τί λέγεις σύ; ἔφη.
Ἃ σὺ λέγεις, ἔμοιγε δοκῶ· σκοπῶμεν δὲ βέλτιον. οὐχ ὡμολόγηται τοὺς ἄρχοντας τοῖς ἀρχομένοις προστάττοντας ποιεῖν ἄττα ἐνίοτε διαμαρτάνειν τοῦ ἑαυτοῖς βελτίστου, ἃ δ᾽ ἂν προστάττωσιν οἱ ἄρχοντες δίκαιον εἶναι τοῖς ἀρχομένοις ποιεῖν; ταῦτ᾽ οὐχ ὡμολόγηται;
Οἶμαι ἔγωγε, ἔφη.
[339e] Οἴου τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ ἀσύμφορα ποιεῖν τοῖς ἄρχουσί τε καὶ κρείττοσι δίκαιον εἶναι ὡμολογῆσθαί σοι, ὅταν οἱ μὲν ἄρχοντες ἄκοντες κακὰ αὑτοῖς προστάττωσιν, τοῖς δὲ δίκαιον εἶναι φῇς ταῦτα ποιεῖν ἃ ἐκεῖνοι προσέταξαν — ἆρα τότε, ὦ σοφώτατε Θρασύμαχε, οὐκ ἀναγκαῖον συμβαίνειν αὐτὸ οὑτωσί, δίκαιον εἶναι ποιεῖν τοὐναντίον ἢ ὃ σὺ λέγεις; τὸ γὰρ τοῦ κρείττονος ἀσύμφορον δήπου προστάττεται τοῖς ἥττοσιν ποιεῖν.
[340a] Ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὁ Πολέμαρχος, σαφέστατά γε.
Ἐὰν σύ γ᾽, ἔφη, αὐτῷ μαρτυρήσῃς, ὁ Κλειτοφῶν ὑπολαβών.
Καὶ τί, ἔφη, δεῖται μάρτυρος; αὐτὸς γὰρ Θρασύμαχος ὁμολογεῖ τοὺς μὲν ἄρχοντας ἐνίοτε ἑαυτοῖς κακὰ προστάττειν, τοῖς δὲ δίκαιον εἶναι ταῦτα ποιεῖν.
Τὸ γὰρ τὰ κελευόμενα ποιεῖν, ὦ Πολέμαρχε, ὑπὸ τῶν ἀρχόντων δίκαιον εἶναι ἔθετο Θρασύμαχος.
Καὶ γὰρ τὸ τοῦ κρείττονος, ὦ Κλειτοφῶν, συμφέρον [340b] δίκαιον εἶναι ἔθετο. ταῦτα δὲ ἀμφότερα θέμενος ὡμολόγησεν αὖ ἐνίοτε τοὺς κρείττους τὰ αὑτοῖς ἀσύμφορα κελεύειν τοὺς ἥττους τε καὶ ἀρχομένους ποιεῖν. ἐκ δὲ τούτων τῶν ὁμολογιῶν οὐδὲν μᾶλλον τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον δίκαιον ἂν εἴη ἢ τὸ μὴ συμφέρον.
Ἀλλ᾽, ἔφη ὁ Κλειτοφῶν, τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον ἔλεγεν ὃ ἡγοῖτο ὁ κρείττων αὑτῷ συμφέρειν· τοῦτο ποιητέον εἶναι τῷ ἥττονι, καὶ τὸ δίκαιον τοῦτο ἐτίθετο.
Ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Πολέμαρχος, ἐλέγετο.

[338e] Κάθε κυβέρνηση βάζει τους νόμους σύμφωνα με το συμφέρον της, η δημοκρατία δημοκρατικούς, η βασιλεία μοναρχικούς και κατά τον ίδιο τρόπο κι οι άλλες. Και αφού άπαξ τους βάλουν, ορίζουν πως αυτό είναι δίκαιο για τους υπηκόους, εκείνο δηλαδή που συμφέρει στον εαυτό τους, και όσοι τολμήσουν να το παραβούν, τους τιμωρούν ως παρανόμους και άδικους. Αυτό λοιπόν είναι, σοφολογιότατέ μου, που λέγω ότι σε όλες [339a] τις πόλεις είναι το ίδιο το δίκαιο, δηλαδή το συμφέρον εκείνου που έχει την εξουσία στα χέρια του· και αυτός είναι, όπως ξέρουν όλοι, ο ισχυρότερος· ώστε συμβαίνει, για έναν που γνωρίζει να σκέπτεται, το αυτό να είναι παντού και πάντοτε το δίκαιο, δηλαδή το συμφέρον του ισχυροτέρου.
Τώρα μάλιστα, εννόησα τί λέγεις, είπα εγώ· αν όμως είναι και αληθινό αυτό, ή όχι, θα προσπαθήσω να το καταλάβω. Το συμφέρον λοιπόν, είπες και συ Θρασύμαχε, πως είναι το δίκαιο· αν και σε μένα είχες απαγορεύσει τότε ν᾽ απαντήσω έτσι· με μόνη τη διαφορά πως επρόσθεσες εσύ και: του ισχυροτέρου.
[339b] Μικρή ίσως προσθήκη, είπε εκείνος.
Δεν ξέρομε ακόμη αν είναι και μεγάλη· τούτο μόνο ξέρω, πως πρέπει να εξετάσομε αν είναι αλήθεια αυτό που λες· γιατί κι εγώ οπωσδήποτε είμαι σύμφωνος πως το δίκαιο είναι κάποιο συμφέρον· μόνο που εσύ προσθέτεις και λες: το συμφέρον του ισχυροτέρου· και, επειδή εγώ δεν το ξέρω αυτό, είναι ανάγκη να το εξετάσομε.
Εξέταζε λοιπόν.
Αυτό και θα κάμω· αλλά πες, και το να πείθεται κανείς στους άρχοντες, δε λες πως είναι δίκαιο κι αυτό;
Βεβαιότατα.
[339c] Αλλά οι άρχοντες, στις διάφορες πολιτείες, είναι τάχα αναμάρτητοι, ή μπορεί και αυτοί να υποπέσουν σε σφάλματα;
Μπορεί βέβαια.
Ώστε όταν αναλαβαίνουν να βάλουν νόμους, δεν μπορεί να συμβεί άλλοι μεν να είναι σωστοί, μερικοί όμως και όχι;
Αυτό φρονώ και γω.
Και άραγες εκείνοι που είναι σωστά νομοθετημένοι θα είναι σύμφωνοι με το συμφέρον τους, ενώ οι άλλοι θα είναι ασύμφοροι στον εαυτό τους; ή πώς το λες εσύ;
Έτσι ακριβώς.
Όσα όμως νομοθετήσουν, οφείλουν να τα τηρούν οι υπήκοοι, και σ᾽ αυτό έγκειται το δίκαιο, καθώς είπαμε;
Πώς όχι;
[339d] Δίκαιο λοιπόν κατά το λέγει σου είναι όχι μόνο εκείνο που συμφέρει στον ισχυρότερο, μα και κείνο που δεν συμφέρει.
Καλέ τί μας λες.
Εκείνα που λες εσύ, καθώς μου φαίνεται· κι έλα να εξετάσομε το πράγμα καλύτερα. Δε μείναμε σύμφωνοι πως οι άρχοντες, όταν επιβάλλουν στους υπηκόους των τί πρέπει να κάνουν, αστοχούν καμιά φορά το συμφέρον του εαυτού των· είναι όμως δίκαιο οι υπήκοοι να εκτελούν πάντα τις προσταγές των. Δεν το παραδεχτήκαμε αυτό;
Ναι νομίζω.
[339e] Ομολόγησε λοιπόν πως έχεις παραδεχτεί, αφού λέγεις ότι δίκαιο είναι οι υπήκοοι να κάνουν όσα τους προστάζουν οι άρχοντες, δίκαιο είναι επίσης να κάνουν και όσα δεν συμφέρουν στους άρχοντες και τους ισχυροτέρους, όταν αυτοί, χωρίς να το θέλουν, νομοθετήσουν πράγματα ενάντια στο συμφέρον τους· ώστε δεν πρέπει τότε να συμβαίνει κατ᾽ ανάγκην, σοφότατε Θρασύμαχε, να είναι δίκαιο ολωσδιόλου το αντίθετο από κείνο που έλεγες;
[340a] Χωρίς αμφιβολία, Σωκράτη, διέκοψε ο Πολέμαρχος· αυτό είναι φως φανερό.
Χωρίς άλλο, μπήκε στη μέση και είπε ο Κλειτοφών, αν και συ βέβαια το μαρτυρείς.
Και τί ανάγκη έχει από μάρτυρα, ξανάειπε ο Πολέμαρχος, αφού ο ίδιος ο Θρασύμαχος ομολογεί πως οι άρχοντες νομοθετούν καμιά φορά πράγματα κακά για τον εαυτό τους και πως οι υπήκοοι είναι δίκαιο να τα εκτελούν;
Το να πράττουν απλώς όσα προστάζουν οι άρχοντες, Πολέμαρχε, όρισε ότι είναι δίκαιο ο Θρασύμαχος.
Ναι, αλλά όρισε ακόμη, Κλειτοφών, πως το συμφέρον [340b] του ισχυροτέρου είναι το δίκαιο· και αφού έθεσε αυτά τα δύο αξιώματα, ομολόγησε πάλι πως καμιά φορά οι ισχυρότεροι προστάζουν στους ασθενεστέρους να κάνουν πράγματα που δεν συμφέρουν στον εαυτό τους. Και από αυτές τις δυο ομολογίες βγαίνει το συμπέρασμα πως το δίκαιο θα ήταν όχι περισσότερο εκείνο που συμφέρει τους ισχυροτέρους, παρά και κείνο που δεν τους συμφέρει.
Αλλά, είπε ο Κλειτοφών, όταν ο Θρασύμαχος έλεγε το συμφέρον του ισχυροτέρου, εννοούσε εκείνο που κρίνει συμφέρον του ο ισχυρότερος· κι αυτό πρέπει να κάνει ο αδυνατότερος, κι αυτό όριζε πως είναι το δίκαιο.
Ναι, μα δεν έλεγε καθόλου έτσι, είπε ο Πολέμαρχος.