Ο Ταλθύβιος και οι άνθρωποί του παίρνουν την Κασσάντρα και φεύγουν· η Εκάβη ξαπλώνει κατάχαμα.
ΚΟΡ. Δε βλέπετε, φυλάχτρες της Εκάβης,
που καταγής βουβή η κυρά μας πέφτει;
Πώς την αφήνετε, άπονες, στο χώμα;
Πιάστε τη γριά, ανασκώστε το κορμί της.
Μερικές πάνε να την ανασηκώσουν.
ΕΚΑ. Φροντίδα ανεπιθύμητη, καλές μου,
φροντίδα δε λογιέται· αφήστε με έτσι
σωριασμένη· στη θέση αυτή με ρίχνουν
τα πάθη που έχω, που είχα και που θα ᾽χω.
Θεοί! Κακοί ᾽ναι οι σύμμαχοι που κράζω,
αλλά στη δυστυχία σαν πέσεις, κάτι
470σου φαίνεται να κράζεις τ᾽ όνομά τους.
Θα πω τις ευτυχίες μου πρώτα· πόνο
θα κάμουν πιότερο έτσι οι συμφορές μου.
Βασιλοπούλα, βασιλιάς με πήρε
και γέννησα παιδιά που ξεχωρίζαν,
όχι πολλά μονάχα —αυτό τί αξίζει;—
παιδιά που σαν αυτά δεν είχε η Τροία·
τέτοια παιδιά καμιά δε θα μπορέσει
να καυκηθεί πως έκαμε, ή στην Τροία
ή στην Ελλάδα ή σε βαρβάρων χώρα.
Και τα είδα σκοτωμένα από κοντάρι
480ελληνικό, και τα μαλλιά μου απάνω
στους τάφους τους τα θέρισα· κι εκείνον,
τον Πρίαμο, τον πατέρα τους… δε μου ήρθε
το μήνυμά του, με τα μάτια μου είδα
πώς στο βωμό τον σφάξαν του σπιτιού μας
κι έκλαψα αυτόν και τη χαμένη χώρα.
Κι οι κόρες, που νυφάδες για τους πρώτους
ανάθρεψα, τις είχα οϊμέ αναστήσει
γι᾽ άλλους, μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια μου τις πήραν.
Ελπίδα να με δουν πια δεν υπάρχει,
δε θα τις ξαναϊδώ κι εγώ ποτέ μου.
Και, το κορύφωμα, αχ, των συμφορών μου,
490πάω στην Ελλάδα σκλάβα, γριά γυναίκα.
Στις πιο βαριές για τα δικά μου χρόνια
θα με βάζουν δουλειές, ή να κρατάω,
πορτιέρισσα, κλειδιά, ή ζυμώτρα, εμένα
που γέννησα έναν Έχτορα, και θα ᾽χει
τη γη για στρώμα η γέρική μου η ράχη,
που σε βασιλική ακουμπούσε κλίνη·
κουρέλια το κορμί μου το κουρέλι
—ντροπή για μιαν αρχόντισσα— θα κρύβουν.
Αχ, για το γάμο μιας γυναίκας τί είδαν
τα μάτια μου και τί θα δουν ακόμα!
500Μέσα σε τί περίστασες, Κασσάντρα,
συντρόφισσα θεών σε θεία βακχεία,
η παρθενιά σου λύνεται, παιδί μου!
Κι εσύ πού να ᾽σαι, δόλια Πολυξένη;
Μετά από τόσες γέννες, τόσα αγόρια,
τόσα κορίτσια, η δύστυχη δεν έχω
έν᾽ αποκούμπι. Αφήστε με, ποιός λόγος
να σηκωθώ; Τα βήματά μου φέρτε
—βήματ᾽ απαλοπάτητα στην Τροία
και τώρα σκλάβας— σε αχυρένια στρώση,
δώστε μου για προσκέφαλο μια πέτρα,
να πέσω και να λιώσω μες στα δάκρυα.
Καλότυχο ποτέ μην πεις κανέναν,
510το τέλος της ζωής του πριν να δεις.
Οι γυναίκες τη βοηθούν να κάμει μερικά βήματα· λίγο πιο πέρα πλαγιάζει, σκεπάζεται και μένει ασάλευτη.
|