ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ (Κεφ. 11 - 15) Πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων [11.1] Βέβαια, αυτές οι πραξεις του Θεμιστοκλή είναι μεγαλες. Αλλά είναι και άλλες ακόμη. Επειδή κατάλαβε ότι οι πολίτες ήθελαν επίμονα τον Αριστείδη και είχαν το φόβο μήπως αυτός ερεθισμένος από την οργή του προσχωρήσει στους βαρβάρους και βλάψει τα ελληνικά συμφέροντα (γιατί, όπως είπαμε, είχε εξοστρακιστεί πριν από τον πόλεμο, κυνηγημένος για κομματικούς λόγους από το Θεμιστοκλή) υποβάλλει έγγραφη πρόταση στην εκκλησία του δήμου να επιτραπεί σε όσους έχουν απομακρυνθεί για ορισμένο χρόνο, να επιστρέψουν, για να πράττουν και να συμβουλεύουν και αυτοί μαζί με τους άλλους πολίτες ό,τι κρίνουν καλύτερο για την Ελλάδα. [11.2] Όταν ο Ευρυβιάδης, που χάρη στο μεγάλο κύρος της Σπάρτης είχε την αρχηγία του στόλου, που ήταν όμως άνθρωπος άτολμος μπροστά στον κίνδυνο, ήθελε να ξεκινήσουν και να τραβήξουν προς τον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και το πεζικό των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής διατύπωσε αντίρρηση. Και τότε λένε πως ειπώθηκαν τα περίφημα εκείνα λόγια που μνημονεύονται ως σήμερα. [11.3] Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!» [11.4] Και όταν ο Ευρυβιάδης θαυμάζοντας την αταραξία του Θεμιστοκλή, του έδωσε την άδεια να μιλήσει, αυτός προσπάθησε πάλι να τον φέρει στην άποψή του. [11.5] Αλλά κάποιος είπε τότε πως ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα δεν είναι σωστό να συμβουλεύει εκείνους που έχουν πατρίδες να τις εγκαταλείψουν και να αδιαφορήσουν γι᾽ αυτές. Σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής, αντιστρέφοντας το συλλογισμό, αποκρίθηκε: «Εμείς βέβαια, καημένε, τα σπίτια μας και τα τείχη μας τα έχουμε αφήσει, γιατί θαρρούμε πως δεν αξίζει να γίνουμε δούλοι γι᾽ άψυχα πράματα· πάντως όμως εμείς έχουμε την πιο μεγάλη απ᾽ όλες τις ελληνικές πατρίδες: τα διακόσια πολεμικά πλοία που βρίσκονται εδώ έτοιμα να σας βοηθήσουν, αν θέλετε να σωθείτε με αυτά· μα, αν μας προδώσετε για δεύτερη φορά και φύγετε απ᾽ εδώ, αμέσως θα μάθει ο κάθε Έλληνας ότι οι Αθηναίοι έχουν και πατρίδα ελεύθερη και χώρα όχι κατώτερη από εκείνη που έχασαν». Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή έβαλαν σ᾽ έγνοια και τρόμαξαν τον Ευρυβιάδη, μήπως οι Αθηναίοι τους αφήσουν και φύγουν. [11.6] Και, σαν ο στρατηγός των Ερετριέων δοκίμασε κάτι να πει, ο Θεμιστοκλής του λέει «Πώς; μιλάτε για πόλεμο κι εσείς που, σαν τα καλαμάρια, μαχαίρι έχετε, μα καρδιά δεν έχετε;»
|