Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (410-445)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ Α΄


410 ΧΟ. ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί, [στρ. α]
καὶ δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται·
ἀνδράσι μὲν δόλιαι βουλαί, θεῶν δ᾽
οὐκέτι πίστις ἄραρεν.
415 τὰν δ᾽ ἐμὰν εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι·
ἔρχεται τιμὰ γυναικείῳ γένει·
420 οὐκέτι δυσκέλαδος φάμα γυναῖκας ἕξει.

μοῦσαι δὲ παλαιγενέων λήξουσ᾽ ἀοιδῶν [αντ. α]
τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν.
οὐ γὰρ ἐν ἁμετέρᾳ γνώμᾳ λύρας
425 ὤπασε θέσπιν ἀοιδὰν
Φοῖβος ἁγήτωρ μελέων· ἐπεὶ ἀντάχησ᾽ ἂν ὕμνον
ἀρσένων γέννᾳ. μακρὸς δ᾽ αἰὼν ἔχει
430 πολλὰ μὲν ἁμετέραν ἀνδρῶν τε μοῖραν εἰπεῖν.

σὺ δ᾽ ἐκ μὲν οἴκων πατρίων ἔπλευσας [στρ. β]
μαινομένᾳ κραδίᾳ, διδύμους ὁρίσασα πόντου
435 πέτρας· ἐπὶ δὲ ξένᾳ
ναίεις χθονί, τᾶς ἀνάν-
δρου κοίτας ὀλέσασα λέκ-
τρον, τάλαινα, φυγὰς δὲ χώ-
ρας ἄτιμος ἐλαύνῃ.

βέβακε δ᾽ ὅρκων χάρις, οὐδ᾽ ἔτ᾽ αἰδὼς [αντ. β]
440 Ἑλλάδι τᾷ μεγάλᾳ μένει, αἰθερία δ᾽ ἀνέπτα.
σοὶ δ᾽ οὔτε πατρὸς δόμοι,
δύστανε, μεθορμίσα-
σθαι μόχθων πάρα, σῶν τε λέκ-
τρων ἄλλα βασίλεια κρείσ-
445 σων δόμοισιν ἐπέστα.

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


410ΧΟ. Των ιερών ποταμών οι ροές ρέουν προς τα όρη,
και η δικαιοσύνη και τα πάντα ανατρέπονται.
Των ανδρών οι βουλές είναι δόλιες
και η πίστη στους θεούς δεν μένει ακλόνητη.
Άλλο δρόμο η φήμη πορεύεται
και ο δικός μου ο βίος δοξάζεται. 415
Έρχεται τιμή στων γυναικών το γένος.
Ο δύσφημος λόγος
δεν θα συνοδεύει τώρα πια
420τις γυναίκες.

Των παλαιών ποιητών οι μούσες
θα πάψουν να τραγουδούν την απιστία μου.
Ο Απόλλων, ο μέγας αοιδός,
τη δική μου ψυχή δεν την προίκισε
425με το θείο τραγούδι της λύρας.
Γιατί τότε και εγώ θα τραγούδαγα ωδές
για των ανδρών το γένος.
Ο μακρός χρόνος
έχει να πει πολλά για μας 430
και πολλά για τους άντρες.

Εσύ, με την ψυχή σου φλεγόμενη,
έπλευσες από το πατρικό σου σπίτι,
χαράζοντας δρόμο ανάμεσα
στις δίδυμες πέτρες του Πόντου.
435Τώρα ζεις σε ξένη γη,
έχασες, άμοιρη, το κρεβάτι
το ορφανό από τον άντρα,
και από τη χώρα εξορίζεσαι
ταπεινωμένη.

Το σέβας των όρκων εχάθηκε.
440Στη μεγάλη την Ελλάδα
η αιδώς τώρα πια δεν κατοικεί,
πέταξε στον θόλο του αιθέρα.
Εσύ, δυστυχισμένη, δεν έχεις σπίτι πατρικό,
για να βρεις εκεί λιμάνι απάνεμο
την ώρα της δοκιμασίας,
και μια άλλη, βασίλισσα,
με τη δύναμη του έρωτα υπέρτερη,
445ορίζει τώρα στο σπίτι.