Στην από κει μεριά δυο σκόπελοι αντικρίζονται· του ενός
η σουβλερή κορφή του χάνεται ψηλά στον ουρανό, την περιβάλλει
μαύρο σύννεφο που δεν υποχωρεί ποτέ· ποτέ δεν ξαστερώνει
σ᾽ εκείνου του σκοπέλου την κορφή, μήτε το καλοκαίρι
μήτε το φθινόπωρο. Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς
να τον πατήσει, ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια
κι άλλα τόσα χέρια· τόσο απότομος και λείος,
λες και τον έχουν πελεκήσει.
80Σ᾽ αυτόν τον σκόπελο, κάπου στη μέση, υπάρχει σκοτεινή σπηλιά,
στραμμένη προς τη δύση, στο Έρεβος. Προβλέπω πως κι εσείς
εκεί κοντά θα οδηγηθείτε με το κοίλο πλοίο, Οδυσσέα περήφανε.
Λοιπόν να ξέρεις, αν κάποιος τόξευε μέσα απ᾽ το βαθουλό καράβι,
κι ας τον στολίζει η δύναμη της νιότης, δεν θα έφτανε το βέλος του
στο βάθος της σπηλιάς.
Σε τούτη τη σπηλιά παραμονεύει η Σκύλλα, φριχτά αλυχτώντας·
αν η φωνή της μοιάζει γάβγισμα από μικρό νιογέννητο κουτάβι,
η ίδια είναι τέρας τρομερό, όποιος το δει
δεν πρόκειται πια να χαρεί, ας ήταν και θεός αυτός που θα την απαντούσε.
Έχει δώδεκα πόδια, κι όλα της μισερά·
90έξι οι ψηλοί λαιμοί της, κι επάνω στον καθένα φυτρώνει
από ένα αποτρόπαιο κεφάλι· τα δόντια της σε τρεις σειρές,
πυκνά, αξεχώριστα, στάζουν τον μαύρο θάνατο.
Αν ως τη μέση κρύβεται σ᾽ εκείνη τη βαθιά σπηλιά,
προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ᾽ αυτό το βάραθρο,
κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει
κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη
άγρια στενάζοντας.
Όχι, ποτέ δεν το καυχήθηκαν οι ναυτικοί πως ξέφυγαν
με το καράβι από τη λύσσα της· πάντα προφταίνει
κι αναρπάζει κάθε της κεφάλι,
100από το πλοίο με τη μαύρη πλώρη, κι ένα ναύτη.
Ο άλλος τώρα σκόπελος, θα δεις, είναι, Οδυσσέα, πιο χαμηλός,
όμως κοντά στον πρώτο· τόση απόσταση, που θα μπορούσες
να τη φτάσεις και τοξεύοντας.
Σ᾽ αυτόν φουντώνει μια μεγάλη κι άγρια συκιά, με φύλλα καταπράσινα,
κι εκεί στη ρίζα της θεοτική η Χάρυβδη αναρροφά το μαύρο κύμα.
Μέσα στην ίδια μέρα τρεις φορές ξερνά θαλάσσιο νερό, και τρεις φορές
το απορροφά με πάταγο. Να μη σου τύχει να ᾽σαι εκεί,
όταν εκείνη καταπίνει το νερό· δεν θα μπορούσε να σε σώσει
μήτε ο Κοσμοσείστης.
Γι᾽ αυτό σου λέω, πιο καλά κοντύτερα στον σκόπελο της Σκύλλας,
κι όσο μπορείς πιο γρήγορα, με το καράβι σου να παραπλεύσεις.
Γιατί συμφέρει περισσότερο να χάσεις έξι, παρά να μείνεις μόνος
110στο καράβι, ποθώντας όλους τους συντρόφους.»
Όταν απόσωσε τον λόγο της, εγώ τη ρώτησα μιλώντας:
«Τώρα, θεά, πες μου κι αυτό και μη μου κρύψεις την αλήθεια·
πώς θα μπορούσα, αν τη φριχτή αποφύγω Χάρυβδη,
να φυλαχτώ κι από την άλλη πολεμώντας, την ώρα
που θα αρπάζει τους συντρόφους μου;»
Έτσι της μίλησα, κι ευθύς μου ανταποκρίθηκε η ωραία θεά:
«Πολύ παράτολμος μου φαίνεσαι, που πάλι σκέφτεσαι
έργα και κατορθώματα πολέμου· αλήθεια, δεν θα σκύψεις το κεφάλι
μήτε και στους αθάνατους θεούς; Πρέπει να ξέρεις,
δεν είναι αυτή θνητή· τέρας αθάνατο και φοβερό,
φριχτό κι ανήμερο, ακαταμάχητο.
Δεν ωφελεί λοιπόν εδώ η όποια αλκή·
120η γρήγορη φυγή, αυτό είναι το καλύτερο.
Γιατί αν βραδύνεις πλάι στον βράχο, για να ντυθείς τον οπλισμό σου,
φοβάμαι πως θα σε προλάβει και θα χυμήξει πάλι επάνω σου,
κι όσα κεφάλια έχει, τόσους συντρόφους θα σου αρπάξει.
Γι᾽ αυτό σου λέω, πέρασε γρήγορα όσο μπορείς, αναφωνώντας «Κράταιη!»
Είναι αυτή μάνα της Σκύλλας, που τη γέννησε κατάρα των θνητών·
ίσως εκείνη την μποδίσει, να μην ξαναχυμήξει.
Μετά θα φτάσεις στο νησί της Θρινακίας, όπου και βόσκουν
τα πολλά βόδια του Ήλιου, τα παχιά γελάδια του·
επτά οι αγέλες των βοδιών, επτά και τα καλά κοπάδια των προβάτων·
130η κάθε αγέλη με πενήντα ζωντανά, που δεν γεννοβολούν ποτέ,
αλλά ποτέ τους και δεν φθείρονται. Τα βγάζουν στη βοσκή θεές,
δυο Νύμφες καλλιπλόκαμες, Φαέθουσα και Λαμπετώ,
κόρες της θείας Νέαιρας, που τις εγέννησε ο Υπερίων Ήλιος.
Αφού ξεγέννησε και τις ανάστησε η αρχοντική τους μάνα,
μετά τις έστειλε μακριά, να κατοικήσουν το νησί της Θρινακίας,
για να φυλάν τα πατρικά κοπάδια, τα ελικοκέρατα γελάδια.
Αυτά λοιπόν απείραχτα αν τ᾽ αφήσεις, άλλο αν δεν σκέφτεται πάρεξ τον νόστο
ο νους σου, υπάρχει τότε ελπίδα, έστω με βάσανα και πάθη,
να φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη.
Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο,
140για το καράβι σου και τους εταίρους· ο ίδιος, αν τυχόν γλιτώσεις,
αργά θα φτάσεις στην πατρίδα κι άσχημα, θα χάσεις πρώτα
τους συντρόφους όλους.»
|