Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (3.29.1-3.33.1)

[3.29.1] Οἱ δ᾽ ἐν ταῖς τεσσαράκοντα ναυσὶ Πελοποννήσιοι, οὓς ἔδει ἐν τάχει παραγενέσθαι, πλέοντες περί τε αὐτὴν τὴν Πελοπόννησον ἐνδιέτριψαν καὶ κατὰ τὸν ἄλλον πλοῦν σχολαῖοι κομισθέντες τοὺς μὲν ἐκ τῆς πόλεως Ἀθηναίους λανθάνουσι, πρὶν δὴ τῇ Δήλῳ ἔσχον, προσμείξαντες δ᾽ ἀπ᾽ αὐτῆς τῇ Ἰκάρῳ καὶ Μυκόνῳ πυνθάνονται πρῶτον ὅτι ἡ Μυτιλήνη ἑάλωκεν. [3.29.2] βουλόμενοι δὲ τὸ σαφὲς εἰδέναι κατέπλευσαν ἐς Ἔμβατον τῆς Ἐρυθραίας· ἡμέραι δὲ μάλιστα ἦσαν τῇ Μυτιλήνῃ ἑαλωκυίᾳ ἑπτὰ ὅτε ἐς τὸ Ἔμβατον κατέπλευσαν. πυθόμενοι δὲ τὸ σαφὲς ἐβουλεύοντο ἐκ τῶν παρόντων, καὶ ἔλεξεν αὐτοῖς Τευτίαπλος ἀνὴρ Ἠλεῖος τάδε.
[3.30.1] «Ἀλκίδα καὶ Πελοποννησίων ὅσοι πάρεσμεν ἄρχοντες τῆς στρατιᾶς, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπὶ Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, ὥσπερ ἔχομεν. [3.30.2] κατὰ γὰρ τὸ εἰκὸς ἀνδρῶν νεωστὶ πόλιν ἐχόντων πολὺ τὸ ἀφύλακτον εὑρήσομεν, κατὰ μὲν θάλασσαν καὶ πάνυ, ᾗ ἐκεῖνοί τε ἀνέλπιστοι ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον καὶ ἡμῶν ἡ ἀλκὴ τυγχάνει μάλιστα οὖσα· εἰκὸς δὲ καὶ τὸ πεζὸν αὐτῶν κατ᾽ οἰκίας ἀμελέστερον ὡς κεκρατηκότων διεσπάρθαι. [3.30.3] εἰ οὖν προσπέσοιμεν ἄφνω τε καὶ νυκτός, ἐλπίζω μετὰ τῶν ἔνδον, εἴ τις ἄρα ἡμῖν ἐστὶν ὑπόλοιπος εὔνους, καταληφθῆναι ἂν τὰ πράγματα. [3.30.4] καὶ μὴ ἀποκνήσωμεν τὸν κίνδυνον, νομίσαντες οὐκ ἄλλο τι εἶναι τὸ κενὸν τοῦ πολέμου ἢ τὸ τοιοῦτον, ὃ εἴ τις στρατηγὸς ἔν τε αὑτῷ φυλάσσοιτο καὶ τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν ἐπιχειροίη, πλεῖστ᾽ ἂν ὀρθοῖτο.»
[3.31.1] Ὁ μὲν τοσαῦτα εἰπὼν οὐκ ἔπειθε τὸν Ἀλκίδαν. ἄλλοι δέ τινες τῶν ἀπ᾽ Ἰωνίας φυγάδων καὶ οἱ Λέσβιοι ‹οἱ› ξυμπλέοντες παρῄνουν, ἐπειδὴ τοῦτον τὸν κίνδυνον φοβεῖται, τῶν ἐν Ἰωνίᾳ πόλεων καταλαβεῖν τινὰ ἢ Κύμην τὴν Αἰολίδα, ὅπως ἐκ πόλεως ὁρμώμενοι τὴν Ἰωνίαν ἀποστήσωσιν (ἐλπίδα δ᾽ εἶναι· οὐδενὶ γὰρ ἀκουσίως ἀφῖχθαι) καὶ τὴν πρόσοδον ταύτην μεγίστην οὖσαν Ἀθηναίων [ἢν] ὑφέλωσι, καὶ ἅμα, ἢν ἐφορμῶσι σφίσιν, αὐτοῖς δαπάνη γίγνηται· πείσειν τε οἴεσθαι καὶ Πισσούθνην ὥστε ξυμπολεμεῖν. [3.31.2] ὁ δὲ οὐδὲ ταῦτα ἐνεδέχετο, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν, ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, ὅτι τάχιστα τῇ Πελοποννήσῳ πάλιν προσμεῖξαι. [3.32.1] ἄρας δὲ ἐκ τοῦ Ἐμβάτου παρέπλει, καὶ προσσχὼν Μυοννήσῳ τῇ Τηίων τοὺς αἰχμαλώτους οὓς κατὰ πλοῦν εἰλήφει ἀπέσφαξε τοὺς πολλούς. [3.32.2] καὶ ἐς τὴν Ἔφεσον καθορμισαμένου αὐτοῦ Σαμίων τῶν ἐξ Ἀναίων ἀφικόμενοι πρέσβεις ἔλεγον οὐ καλῶς τὴν Ἑλλάδα ἐλευθεροῦν αὐτόν, εἰ ἄνδρας διέφθειρεν οὔτε χεῖρας ἀνταιρομένους οὔτε πολεμίους, Ἀθηναίων δὲ ὑπὸ ἀνάγκης ξυμμάχους· εἴ τε μὴ παύσεται, ὀλίγους μὲν αὐτὸν τῶν ἐχθρῶν ἐς φιλίαν προσάξεσθαι, πολὺ δὲ πλείους τῶν φίλων πολεμίους ἕξειν. [3.32.3] καὶ ὁ μὲν ἐπείσθη τε καὶ Χίων ἄνδρας ὅσους εἶχεν ἔτι ἀφῆκε καὶ τῶν ἄλλων τινάς· ὁρῶντες γὰρ τὰς ναῦς οἱ ἄνθρωποι οὐκ ἔφευγον, ἀλλὰ προσεχώρουν μᾶλλον ὡς Ἀττικαῖς καὶ ἐλπίδα οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην εἶχον μή ποτε Ἀθηναίων τῆς θαλάσσης κρατούντων ναῦς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν παραβαλεῖν. [3.33.1] ἀπὸ δὲ τῆς Ἐφέσου ὁ Ἀλκίδας ἔπλει κατὰ τάχος καὶ φυγὴν ἐποιεῖτο· ὤφθη γὰρ ὑπὸ τῆς Σαλαμινίας καὶ Παράλου ἔτι περὶ Κλάρον ὁρμῶν (αἱ δ᾽ ἀπ᾽ Ἀθηνῶν ἔτυχον πλέουσαι), καὶ δεδιὼς τὴν δίωξιν ἔπλει διὰ τοῦ πελάγους ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ.

[3.29.1] Οι Πελοποννήσιοι, με τα σαράντα πελοποννησιακά καράβια, που έπρεπε να βιαστούν να φτάσουν στην Μυτιλήνη, χρονοτρίβησαν όσο έπλεαν γύρω από την Πελοπόννησο, αλλά και μετά προχώρησαν αργά. Έφτασαν στην Δήλο χωρίς να τους καταλάβουν οι Αθηναίοι. Έπιασαν στην Μύκονο και στην Ικαρία, όπου για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν ότι η Μυτιλήνη είχε πέσει. [3.29.2] Θέλοντας, όμως, να έχουν εξακριβωμένες πληροφορίες, πήγαν στο Έμβατον της Ερυθραίας, όπου έφτασαν επτά μέρες μετά που είχε πέσει η Μυτιλήνη. Όταν πια βεβαιώθηκαν, έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους. Μίλησε ο Ηλείος Τευτίαπλος και είπε τα ακόλουθα:
[3.30.1] «Αλκίδα, και σεις, συνάδελφοί μου, που είστε αρχηγοί της εκστρατείας αυτής. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει όπως είμαστε, να πλεύσομε όσο μπορούμε πιο γρήγορα στην Μυτιλήνη, προτού πληροφορηθούν εκεί ότι βρισκόμαστε σ᾽ αυτά τα μέρη. [3.30.2] Όπως γίνεται συνήθως με στρατό που μόλις κυρίεψε μια πόλη, η προσοχή τους στη φρούρησή της θα είναι πολύ χαλαρή και ιδίως απ᾽ το μέρος της θάλασσας, από όπου μάλιστα δεν περιμένουν ότι μπορεί να τους γίνει επίθεση, και όπου είμαστε αυτή τη στιγμή δυνατοί. Αλλά κι ο στρατός τους φυσικό είναι να βρίσκεται σκορπισμένος σε διάφορα σπίτια, με την ξενοιασιά του νικητή. [3.30.3] Αν, λοιπόν, τους χτυπήσομε ξαφνικά, νύχτα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια των κατοίκων, αν έχουν μείνει μερικοί πιστοί σε μας, θα μπορέσομε να κυριέψομε την πολιτεία. [3.30.4] Ας μην διστάσομε μπροστά στον κίνδυνο, γιατί τα απρόοπτα του πολέμου δεν είναι άλλα παρά περιστάσεις σαν κι αυτήν. Ο άξιος στρατηγός είναι εκείνος που ξέρει να φυλάγεται από τέτοιες περιστάσεις, αλλά και να τις εκμεταλλεύεται όταν του τις προσφέρει ο εχθρός».
[3.31.1] Αυτά μόνο είπε, αλλά δεν έπεισε τον Αλκίδα. Μερικοί πολιτικοί εξόριστοι από την Ιωνία και μερικοί Λέσβιοι που ήσαν με τον στόλο, τον συμβούλεψαν, αφού φοβόταν να επιχειρήσει το τόλμημα, να καταλάβει ή μια από τις πόλεις της Ιωνίας ή την Αιολική Κύμη, ώστε να την κάνει ορμητήριο και να προσπαθήσει να προκαλέσει την επανάσταση ολόκληρης της Ιωνίας. Του έλεγαν ότι είχε πολλές ελπίδες να πετύχει, γιατί όλες οι πολιτείες είχαν ευχαριστηθεί μαθαίνοντας τον ερχομό του. Πρόσθεταν ότι θα αφαιρούσαν απ᾽ τους Αθηναίους την μεγαλύτερη πηγή των εισοδημάτων τους και θα τους ανάγκαζαν να ξοδέψουν πολλά χρήματα αν τους υποχρέωναν να στείλουν καράβια για να τους κάνουν αποκλεισμό. Είχαν επίσης την πεποίθηση ότι θα πείσουν τον Πισσούθνη να συμμαχήσει μαζί τους. [3.31.2] Αλλά ο Αλκίδας ούτε αυτά δέχτηκε. Από την στιγμή που δεν πρόλαβε να βοηθήσει την Μυτιλήνη, το μόνο που σκεπτόταν ήταν να γυρίσει στην Πελοπόννησο το γρηγορότερο.
[3.32.1] Έφυγε από το Έμβατον και έπλεε κοντά στην παραλία. Σταμάτησε στην Μυόννησο των Τηίων κι έσφαξε τους περισσότερους από τους αιχμαλώτους που είχε πιάσει. [3.32.2] Στην Έφεσο, όπου σταμάτησε, πήγαν και τον βρήκαν αντιπρόσωποι των Σαμίων εκείνων που είχαν εγκατασταθεί στην Αναία και του είπαν, σχετικά, ότι ελευθερώνει με πολύ κακό τρόπο την Ελλάδα σκοτώνοντας ανθρώπους που ούτε είχαν πάρει τα όπλα εναντίον του ούτε ήσαν εχθροί του, αλλά ήσαν αναγκαστικά σύμμαχοι των Αθηναίων. Αν δεν σταματούσε, θα προσεταιριζόταν, ίσως, μερικούς φίλους, αλλά πολλοί περισσότεροι από τους φίλους του θα γίνονταν εχθροί του. [3.32.3] Ο Αλκίδας πείστηκε και απελευθέρωσε όσους αιχμαλώτους είχε από την Χίο και μερικούς άλλους που είχε πιάσει. Οι άνθρωποι, όταν έβλεπαν τα καράβια, δεν προσπαθούσαν να τ᾽ αποφύγουν, αλλά τα πλησίαζαν, νομίζοντας πως είναι αθηναϊκά, και δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι, ενώ οι Αθηναίοι κυριαρχούν στη θάλασσα, ήταν δυνατό πελοποννησιακός στόλος να φτάσει στην Ιωνία.
[3.33.1] Από την Έφεσο ο Αλκίδας έφυγε βιαστικά —πραγματική φυγή— γιατί ενώ ήταν ακόμα στην Κλάρο τον είχαν δει η Σαλαμινία και η Πάραλος που έτυχε να έρχονται απ᾽ την Αθήνα. Φοβήθηκε μήπως τον καταδιώξει ο αθηναϊκός στόλος και αρμένισε στο ανοιχτό πέλαγος, αποφασισμένος να μην πιάσει πουθενά —εκτός αν αναγκαζόταν— προτού φτάσει στην Πελοπόννησο.