Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.110.1-3.114.1)

[3.110.1] Τὸν μὲν δὴ λιβανωτὸν τοῦτον οὕτω κτῶνται Ἀράβιοι, τὴν δὲ κασίην ὧδε· ἐπεὰν καταδήσωνται βύρσῃσι καὶ δέρμασι ἄλλοισι πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπον πλὴν αὐτῶν τῶν ὀφθαλμῶν, ἔρχονται ἐπὶ τὴν κασίην· ἡ δὲ ἐν λίμνῃ φύεται οὐ βαθέῃ, περὶ δὲ αὐτὴν καὶ ἐν αὐτῇ αὐλίζεταί κου θηρία πτερωτά, τῇσι νυκτερίσι προσείκελα μάλιστα, καὶ τέτριγε δεινόν, καὶ ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα· τὰ δεῖ ἀπαμυνομένους ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὕτω δρέπειν τὴν κασίην. [3.111.1] τὸ δὲ δὴ κινάμωμον ἔτι τούτων θωμαστότερον συλλέγουσι· ὅκου μὲν γὰρ γίνεται καὶ ἥτις μιν γῆ ἡ τρέφουσά ἐστι, οὐκ ἔχουσι εἰπεῖν, πλὴν ὅτι λόγῳ οἰκότι χρεώμενοι ἐν τοῖσδε χωρίοισί φασί τινες αὐτὸ φύεσθαι ἐν τοῖσι ὁ Διόνυσος ἐτράφη. [3.111.2] ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῦτα τὰ κάρφεα τὰ ἡμεῖς ἀπὸ Φοινίκων μαθόντες κινάμωμον καλέομεν, φορέειν δὲ τὰς ὄρνιθας ἐς νεοσσιὰς προσπεπλασμένας ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι ὄρεσι, ἔνθα πρόσβασιν ἀνθρώπῳ οὐδεμίαν εἶναι. [3.111.3] πρὸς ὦν δὴ ταῦτα τοὺς Ἀραβίους σοφίζεσθαι τάδε, βοῶν τε καὶ ὄνων τῶν ἀπογινομένων καὶ τῶν ἄλλων ὑποζυγίων τὰ μέλεα διαταμόντας ὡς μέγιστα κομίζειν ἐς ταῦτα τὰ χωρία καί σφεα θέντας ἀγχοῦ τῶν νεοσσιέων ἀπαλλάσσεσθαι ἑκὰς αὐτέων· τὰς δὲ ὄρνιθας καταπταμένας [αὐτῶν] τὰ μέλεα τῶν ὑποζυγίων ἀναφορέειν ἐπὶ τὰς νεοσσιάς, τὰς δὲ οὐ δυναμένας ἴσχειν καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν, τοὺς δὲ ἐπιόντας συλλέγειν. οὕτω μὲν τὸ κινάμωμον συλλεγόμενον ἐκ τούτων ἀπικνέεσθαι ἐς τὰς ἄλλας χώρας. [3.112.1] τὸ δὲ δὴ λήδανον, τὸ καλέουσι Ἀράβιοι λάδανον, ἔτι τούτου θωμασιώτερον γίνεται. ἐν γὰρ δυσοδμοτάτῳ γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι· τῶν γὰρ αἰγῶν τῶν τράγων ἐν τοῖσι πώγωσι εὑρίσκεται ἐγγινόμενον οἷον γλοιός ἀπὸ τῆς ὕλης. χρήσιμον δ᾽ ἐς πολλὰ τῶν μύρων ἐστί, θυμιῶσί τε μάλιστα τοῦτο Ἀράβιοι.
[3.113.1] Τοσαῦτα μὲν θυωμάτων πέρι εἰρήσθω, ἀπόζει δὲ τῆς χώρης τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύ. δύο δὲ γένεα ὀΐων σφι ἔστι θώματος ἄξια, τὰ οὐδαμόθι ἑτέρωθι ἔστι. τὸ μὲν αὐτῶν ἕτερον ἔχει τὰς οὐρὰς μακράς, τριῶν πήχεων οὐκ ἐλάσσονας, τὰς εἴ τις ἐπείη σφι ἐπέλκειν, ἕλκεα ἂν ἔχοιεν ἀνατριβομένων πρὸς τῇ γῇ τῶν οὐρέων· [3.113.2] νῦν δ᾽ ἅπας τις τῶν ποιμένων ἐπίσταται ξυλοργέειν ἐς τοσοῦτον· ἁμαξίδας γὰρ ποιεῦντες ὑποδέουσι αὐτὰς τῇσι οὐρῇσι, ἑνὸς ἑκάστου κτήνεος τὴν οὐρὴν ἐπὶ ἁμαξίδα ἑκάστην καταδέοντες. τὸ δὲ ἕτερον γένος τῶν ὀΐων τὰς οὐρὰς πλατέας φορέουσι καὶ ἐπὶ πῆχυν πλάτος.
[3.114.1] Ἀποκλινομένης δὲ μεσαμβρίης παρήκει πρὸς δύνοντα ἥλιον ἡ Αἰθιοπίη χώρη ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων· αὕτη δὲ χρυσόν τε φέρει πολλὸν καὶ ἐλέφαντας ἀμφιλαφέας καὶ δένδρεα πάντα ἄγρια καὶ ἔβενον καὶ ἄνδρας μεγίστους καὶ καλλίστους καὶ μακροβιωτάτους.

[3.110.1] Έτσι λοιπόν μαζεύουν αυτόν τον λιβανωτό οι Άραβες, κι όσο για την κασία ως εξής: τυλίγουν με δέρματα και διάφορα τομάρια όλο το σώμα και το πρόσωπο, εκτός από τα μάτια τους, και ύστερα ξεκινούν για την κασία· η κασία τώρα φυτρώνει σε λίμνη όχι βαθιά, που γύρω της και μέσα της έχουν εδώ κι εκεί τις φωλιές τους κάτι ζώα φτερωτά, που μοιάζουν πολύ με νυχτερίδες, σκληρίζουν τρομερά και έχουν μεγάλη δύναμη — φυλάγοντας τα μάτια τους απ᾽ αυτά τα ζώα οι Άραβες συνάζουν την κασία.
[3.111.1] Την κανέλα όμως την μαζεύουν με τρόπο ακόμη πιο παράξενο από τούτον· το πού βγαίνει ωστόσο και ποιός είναι ο τόπος που την τρέφει, δεν ξέρουν να το πουν, παρεκτός μερικοί που υποστηρίζουν ότι φυτρώνει στους τόπους εκείνους όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος, αλλά αυτοί μιλούν με εικασίες, αν και πιθανές. [3.111.2] Και λένε ότι πουλιά μεγάλα κουβαλούν τα ξυλάκια αυτά που εμείς μάθαμε από τους Φοίνικες να τα λέμε κανέλα, και τα κουβαλούν στις φωλιές τους, που είναι πλασμένες από λάσπη και κολλημένες σε απόκρημνα βουνά, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τον άνθρωπο. [3.111.3] Απέναντι σε όλα αυτά οι Άραβες σκαρφίζονται τα εξής: κόβουν σε κομμάτια όσο γίνεται μεγαλύτερα τα μέλη των βοδιών, των γαϊδουριών και των άλλων υποζυγίων όταν ψοφήσουν, τα κουβαλούν σ᾽ αυτά τα σημεία, τα απιθώνουν κοντά στις φωλιές και ξεμακραίνουν· τα πουλιά τώρα πετούν και κατεβαίνουν ώς τα μέλη των υποζυγίων και τα ανεβάζουν επάνω στις φωλιές, αλλά αυτές δεν μπορούν να τα σηκώσουν, οπότε γκρεμίζονται και πέφτουν, και τότε αυτοί πηγαίνουν και μαζεύουν την κανέλα. Αφού λοιπόν μαζέψουν την κανέλα μ᾽ αυτόν τον τρόπο οι Άραβες, τη στέλνουν στις άλλες χώρες.
[3.112.1] Το μαστίχι ωστόσο, που οι Άραβες το λένε λάδανο, βγαίνει με τρόπον ακόμη πιο αξιοθαύμαστο· γιατί ενώ προέρχεται από σημείο που βρωμοκοπάει, αυτό έχει θαυμάσιαν ευωδιά: βρίσκεται δηλαδή στα γένια των τράγων, όπου κολλάει από τα κλαριά. Χρησιμοποιείται σε πολλά αρώματα, και με αυτό θυμιατίζουν οι Άραβες το πιο πολύ.
[3.113.1] Αυτά λοιπόν είχα να πω για τα αρώματα — η χώρα της Αραβίας πάντως αναδίνει ολόκληρη θεσπέσια ευωδιά. Και υπάρχουν εκεί δυο αξιοθαύμαστα είδη πρόβατα, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού· το ένα απ᾽ αυτά έχει την ουρά μακριά, όχι λιγότερο από τρεις πήχες, έτσι που αν άφηναν αυτά τα πρόβατα να τη σέρνουν πίσω τους, θα γέμιζε πληγές καθώς θα τριβόταν στο έδαφος· [3.113.2] όλοι οι βοσκοί ωστόσο ξέρουν κάτι από ξυλουργική: φτιάχνουν δηλαδή καροτσάκια που τα δένουν κάτω από τις ουρές έτσι ώστε το κάθε ζώο έχει την ουρά του δεμένη μ᾽ ένα καροτσάκι. Το άλλο είδος τα πρόβατα έχουν πλατιές ουρές, ώς έναν πήχη πλάτος.
[3.114.1] Εκεί όπου ο νότος κλείνει προς τη μεριά όπου δύει ο ήλιος, εκτείνεται η Αιθιοπία, η πιο μακρινή από τις κατοικημένες χώρες· βγάζει πολύ χρυσάφι, πελώριους ελέφαντες, άγρια δέντρα κάθε λογής, έβενο και ανθρώπους πανύψηλους, πολύ όμορφους και που ζουν πολλά χρόνια.