Ραψωδία μ Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου
Άφησε τότε το καράβι τις ροές του ωκεάνειου ποταμού,
έσχιζε πια το πελαγίσιο κύμα στ᾽ ανοιχτά περάσματα,
κι έφτασε πάλι στο νησί της Αίας, όπου τα σπίτια κι οι χοροί
της Χαραυγής, οι ανατολές του Ηλίου.
Εκεί αράξαμε και σύραμε στην αμμουδιά το πλοίο,
ύστερα βγήκαμε κι εμείς στο περιγιάλι·
εκεί μας πήρε ο ύπνος, προσμένοντας το θείο ξημέρωμα.
Κι όταν, χαράζοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
τότε κι εγώ παράγγειλα να παν οι σύντροφοι
10στα δώματα της Κίρκης, να φέρουν τον νεκρό Ελπήνορα.
Κόψαμε αμέσως κούτσουρα, κι εκεί στην πιο περίβλεπτη άκρη της ακτής
τελούμε την ταφή περίλυποι, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Όταν το σώμα του νεκρού κι ο οπλισμός του κάηκαν στην πυρά,
τύμβο υψώσαμε, στήσαμε πάνω του μια στήλη λίθινη
και στην κορφή του μπήξαμε εκείνο το αρμοστό κουπί του.
Εμείς φροντίζαμε καταπώς πρέπει όλα να γίνουν, αλλά κι η Κίρκη
δεν αγνόησε τον γυρισμό μας απ᾽ τον Άδη· έφτασε
με σπουδή μεγάλη στολισμένη, μαζί της και θεραπαινίδες,
φέρνοντας ψωμί και κρέας, κόκκινο κρασί σαν φλόγα.
20Στάθηκε τότε μεταξύ μας κι έτσι μας μίλησε η ωραία θεά:
«Παράτολμοι, εσείς που ζώντες κατεβήκατε στον Άδη·
οι πεθαμένοι δυο φορές, όταν οι άλλοι μια φορά πεθαίνουν.
Αλλά χαρείτε τώρα το φαΐ, πιείτε κρασί,
όσο κρατεί η μέρα αυτή· αύριο πάλι, με της αυγής το χάραμα,
ανοίγεστε στο πέλαγο. Τον δρόμο σας εγώ θα δείξω,
ένα προς ένα τα σημάδια φανερώνοντας, να μην πονέσετε
παραδομένοι σε παγίδες θλιβερές της θάλασσας ή της στεριάς,
και ζήσετε μια νέα συμφορά.»
Έτσι μας μίλησε, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή μας.
Όσο λοιπόν κρατούσε η μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,
30στρωθήκαμε χορταίνοντας άφθονο κρέας, πίνοντας γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έγειρε στη δύση κι έπεσε γύρω μας πυκνό σκοτάδι,
οι άλλοι εκεί στο πλοίο κοιμήθηκαν, πλάι στις πρυμάτσες.
Εμένα όμως με πήρε η Κίρκη από το χέρι, με τράβηξε
παράμερα απ᾽ τους καλούς συντρόφους, μ᾽ έβαλε κάπου ν᾽ ακουμπήσω,
πλάγιασε δίπλα μου κι αυτή, κι άρχισε να ρωτά το καθετί.
Εγώ της εξιστόρησα τα πάντα, με σειρά και τάξη,
οπότε ξαναμίλησε η δεσποσύνη Κίρκη:
«Τα περασμένα πέρασαν και πάνε, άκουσε όμως τώρα
κι εγώ τι έχω να σου πω — μπορεί κι ένας θεός
αργότερα να σ᾽ το θυμίσει.
Θα φτάσεις πρώτα στις Σειρήνες, αυτές που καταθέλγουν
40όλους τους θνητούς, όποιος βρεθεί στα μέρη τους.
Αν κάποιος πλησιάσει ανύποπτος κι ακούσει των Σειρήνων
τη φωνή, δεν γίνεται να τον χαρούν ξανά στον γυρισμό του
γυναίκες και μικρά παιδιά· τον θέλγουν οι Σειρήνες
με το οξύφωνο τραγούδι τους,
σ᾽ ένα λιβάδι καθισμένες, γύρω σωρός τα κόκαλα,
σάρκες ανθρώπων σαπισμένες, φαγωμένα δέρματα.
Σε συμβουλεύω να τις προσπεράσεις· όσο για τους συντρόφους σου,
γλυκό κερί σαν μέλι μάλαξε και βούλωσε μ᾽ αυτό τ᾽ αφτιά τους,
ώστε κανείς από τους άλλους να μην το ακούσει το τραγούδι τους.
Μόνος εσύ μπορείς να τις ακούσεις, αν το θελήσεις·
θα πρέπει ωστόσο, εκεί στο πλοίο που θα φεύγει γρήγορα,
50χέρια και πόδια να σε δέσουν, όρθιο πάνω στο κατάρτι,
με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του· κι έτσι να ακούσεις, να απολαύσεις
των Σειρήνων τη φωνή.
Κι αν τους συντρόφους σου παρακαλείς, αν τους φωνάζεις να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμη πιο σφιχτά, με περισσότερα σχοινιά θα πρέπει να σε δέσουν.
Έπειτα, όταν οι σύντροφοι θα προσπεράσουν τις Σειρήνες,
τα υπόλοιπα δεν πρόκειται να σου τα πω καταλεπτώς,
ποιος δρόμος απ᾽ τους δυο σού μέλλεται· θα πρέπει μόνος σου
να το σκεφτείς καλά. Θα σου μιλήσω ωστόσο αμφίβολα,
και για τη μια και για την άλλη οδό.
Στην από δω μεριά δυο βράχοι κατακόρυφοι αντικρίζονται,
όπου μουγκρίζει αφρίζοντας της Αμφιτρίτης, με τα σκοτεινά της μάτια,
60το μεγάλο κύμα.
Πλαγκτές τις ονομάζουν οι μακάριοι θεοί τις Πέτρες·
καθώς σαλεύουν ασταμάτητα, δεν γίνεται να τις διαβεί
πουλί πετάμενο, μήτε τα φοβισμένα αγριοπερίστερα, αυτά που φέρνουν
αμβροσία στον πατέρα Δία· κάποιο κάθε φορά το κόβει
ο βράχος σαν μαχαίρι, αμέσως όμως το αναπληρώνει μ᾽ άλλο περιστέρι
ο Ζευς, να μη χαλάσει ο αριθμός.
Όποιο κι αν βρέθηκε πλεούμενο, δεν ξέφυγε ποτέ από κει·
μαδέρια καραβιών, σώματα ανδρών, όλα τα παρασύρει
το θαλάσσιο κύμα, τα καταπίνει ολέθρια η φλογισμένη δίνη.
Ένα μονάχα καράβι πελαγίσιο πέρασε και γλίτωσε·
70η Αργώ, που όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν,
γυρίζοντας από τη γη του Αιήτη. Όμως κι αυτή θα τη συνέθλιβαν
οι βράχοι, αν δεν μεσολαβούσε η Ήρα για να προσπεράσει —
ο Ιάσων ήταν η μεγάλη αγάπη της.
|