Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.106.1-3.109.3)

[3.106.1] Αἱ δ᾽ ἐσχατιαί κως τῆς οἰκεομένης τὰ κάλλιστα ἔλαχον, κατά περ ἡ Ἑλλὰς τὰς ὥρας πολλόν τι κάλλιστα κεκρημένας ἔλαχε. [3.106.2] τοῦτο μὲν γὰρ πρὸς τὴν ἠῶ ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων ἡ Ἰνδική ἐστι, ὥσπερ ὀλίγῳ πρότερον εἴρηκα· ἐν ταύτῃ τοῦτο μὲν τὰ ἔμψυχα, τετράποδά τε καὶ τὰ πετεινά, πολλῷ μέζω ἢ ἐν τοῖσι ἄλλοισι χωρίοισί ἐστι, πάρεξ τῶν ἵππων (οὗτοι δὲ ἑσσοῦνται ὑπὸ τῶν Μηδικῶν, Νησαίων δὲ καλευμένων ἵππων), τοῦτο δὲ χρυσὸς ἄπλετος αὐτόθι ἐστί, ὁ μὲν ὀρυσσόμενος, ὁ δὲ καταφορεύμενος ὑπὸ [τῶν] ποταμῶν, ὁ δὲ ὥσπερ ἐσήμηνα ἁρπαζόμενος. [3.106.3] τὰ δὲ δένδρεα τὰ ἄγρια αὐτόθι φέρει καρπὸν εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀίων· καὶ ἐσθῆτι Ἰνδοὶ ἀπὸ τούτων τῶν δενδρέων χρέωνται. [3.107.1] πρὸς δ᾽ αὖ μεσαμβρίης ἐσχάτη Ἀραβίη τῶν οἰκεομένων χωρέων ἐστί, ἐν δὲ ταύτῃ λιβανωτός τέ ἐστι μούνῃ χωρέων πασέων φυόμενος καὶ σμύρνη καὶ κασίη καὶ κινάμωμον καὶ λήδανον. ταῦτα πάντα πλὴν τῆς σμύρνης δυσπετέως κτῶνται οἱ Ἀράβιοι. [3.107.2] τὸν μέν γε λιβανωτὸν συλλέγουσι τὴν στύρακα θυμιῶντες, τὴν ἐς Ἕλληνας Φοίνικες ἐξάγουσι· ταύτην θυμιῶντες λαμβάνουσι· τὰ γὰρ δένδρεα ταῦτα τὰ λιβανωτοφόρα ὄφιες ὑπόπτεροι, σμικροὶ τὰ μεγάθεα, ποικίλοι τὰ εἴδεα, φυλάσσουσι πλήθεϊ πολλοὶ περὶ δένδρον ἕκαστον, οὗτοι οἵ περ ἐπ᾽ Αἴγυπτον ἐπιστρατεύονται. οὐδενὶ δὲ ἄλλῳ ἀπελαύνονται ἀπὸ τῶν δενδρέων ἢ τῆς στύρακος τῷ καπνῷ. [3.108.1] λέγουσι δὲ καὶ τόδε Ἀράβιοι, ὡς πᾶσα ἂν γῆ ἐπίμπλατο τῶν ὀφίων τούτων, εἰ μὴ γίνεσθαι κατ᾽ αὐτοὺς οἷόν τι κατὰ τὰς ἐχίδνας ἠπιστάμην γίνεσθαι. [3.108.2] καί κως τοῦ θείου ἡ προνοίη, ὥσπερ καὶ οἰκός ἐστι, ἐοῦσα σοφή, ὅσα μὲν [γὰρ] ψυχήν τε δειλὰ καὶ ἐδώδιμα, ταῦτα μὲν πάντα πολύγονα πεποίηκε, ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα, ὅσα δὲ σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ὀλιγόγονα. [3.108.3] τοῦτο μέν, ὅτι ὁ λαγὸς ὑπὸ παντὸς θηρεύεται θηρίου καὶ ὄρνιθος καὶ ἀνθρώπου, οὕτω δή τι πολύγονός ἐστι· ἐπικυΐσκεται μοῦνον πάντων θηρίων, καὶ τὸ μὲν δασὺ τῶν τέκνων ἐν τῇ γαστρί, τὸ δὲ ψιλόν, τὸ δὲ ἄρτι ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, τὸ δὲ ἀναιρέεται. [3.108.4] τοῦτο μὲν δὴ τοιοῦτόν ἐστι, ἡ δὲ δὴ λέαινα, ἐὸν ἰσχυρότατον καὶ θρασύτατον, ἅπαξ ἐν τῷ βίῳ τίκτει ἕν· τίκτουσα γὰρ συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας. τὸ δὲ αἴτιον τούτου τόδε ἐστί· ἐπεὰν ὁ σκύμνος ἐν τῇ μητρὶ ἐὼν ἄρχηται διακινεόμενος, ὁ δὲ ἔχων ὄνυχας θηρίων πολλὸν πάντων ὀξυτάτους ἀμύσσει τὰς μήτρας, αὐξόμενός τε δὴ πολλῷ μᾶλλον ἐσικνέεται καταγράφων· πέλας τε δὴ ὁ τόκος ἐστὶ καὶ τὸ παράπαν λείπεται αὐτέων ὑγιὲς οὐδέν. [3.109.1] ὣς δὲ καὶ αἱ ἔχιδναί τε καὶ οἱ ἐν Ἀραβίοισι ὑπόπτεροι ὄφιες εἰ ἐγίνοντο ὡς ἡ φύσις αὐτοῖσι ὑπάρχει, οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι· νῦν δὲ ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα καὶ ἐν αὐτῇ ᾖ ὁ ἔρσην τῇ ἐκποιήσι, ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει πρὶν [ἂν] διαφάγῃ. [3.109.2] ὁ μὲν δὴ ἔρσην ἀποθνῄσκει τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ, ἡ δὲ θήλεα τίσιν τοιήνδε ἀποτίνει τῷ ἔρσενι· τῷ γονέϊ τιμωρέοντα ἔτι ἐν [τῇ] γαστρὶ ἐόντα τὰ τέκνα διεσθίει τὴν μητέρα, διαφαγόντα δὲ τὴν νηδὺν αὐτῆς οὕτω τὴν ἔκδυσιν ποιέεται. [3.109.3] οἱ δὲ ἄλλοι ὄφιες ἐόντες ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες τίκτουσί τε ᾠὰ καὶ ἐκλέπουσι πολλόν τι χρῆμα τῶν τέκνων. Αἱ μέν νυν ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν [τὴν] γῆν εἰσι, οἱ δὲ ὑπόπτεροι ἐόντες ἀθρόοι εἰσὶ ἐν τῇ Ἀραβίῃ καὶ οὐδαμῇ ἄλλῃ· κατὰ τοῦτο δοκέουσι πολλοὶ εἶναι.

[3.106.1] Κατά κάποιον τρόπο τώρα, στα πέρατα της οικουμένης η τύχη έδωσε τα ωραιότερα πράγματα, όπως ακριβώς στην Ελλάδα έδωσε το ωραιότερο συγκερασμένο κλίμα. [3.106.2] Από τη μια η Ινδία είναι η μακρινότερη κατοικημένη χώρα προς τα ανατολικά, όπως είπα λίγο πριν, και εκεί, πρώτον, τα ζωντανά, τετράποδα και πετούμενα, είναι πολύ μεγαλύτερα παρ᾽ όσο στις άλλες χώρες· εκτός από τα άλογα (αυτά είναι μικρότερα από τα μηδικά, τα λεγόμενα Νησαία άλογα), και δεύτερον, υπάρχει εκεί άφθονο χρυσάφι, που άλλο το βγάζουν σκάβοντας, άλλο το κατεβάζουν τα ποτάμια κι άλλο το αρπάζουν όπως το περιέγραψα, [3.106.3] ενώ τα άγρια δέντρα εκεί βγάζουν για καρπό μαλλί ωραιότερο και καλύτερο από των προβάτων, και πράγματι οι Ινδοί φτιάχνουν ρούχα απ᾽ αυτά τα δέντρα.
[3.107.1] Από την άλλη, η Αραβία είναι η μακρινότερη από τις κατοικημένες χώρες προς τα νότια, και εκεί είναι ο μόνος απ᾽ όλους τους τόπους όπου φυτρώνουν ο λιβανωτός, η σμύρνα, η κασία, η κανέλα και το λάδανο. Όλα αυτά εκτός από τη σμύρνα, οι Άραβες τα μαζεύουν με δυσκολία. [3.107.2] Τον λιβανωτό πάντως τον μαζεύουν καίγοντας θυμίαμα από μοσχολίβανο, αυτό που οι Φοίνικες εξάγουν στην Ελλάδα· μ᾽ αυτό το θυμίαμα παίρνουν τον λιβανωτό· γιατί τα δέντρα αυτά που βγάζουν τον λιβανωτό τα φυλάνε φίδια, μικρά στο μέγεθος, με ποικιλόχρωμη εμφάνιση, και γύρω στο κάθε δέντρο φυλάνε μεγάλο πλήθος από δαύτα, και είναι τα ίδια αυτά που ξεκινούν για να εισβάλουν στην Αίγυπτο. Και με κανέναν άλλον τρόπο δεν μπορεί κανείς να τα διώξει από τα δέντρα παρά μόνο με τον καπνό από μοσχολίβανο.
[3.108.1] Λένε και τούτο ωστόσο οι Άραβες, ότι όλη η γη θα γέμιζε απ᾽ αυτά τα φίδια, αν δεν συνέβαινε και στην περίπτωσή τους ό,τι συμβαίνει, όπως έμαθα, και με τις έχιδνες. [3.108.2] Πράγματι, με τον τρόπο της και όπως είναι λογικό, η θεία πρόνοια, σοφή καθώς είναι, όσα πλάσματα έχουν δειλή ψυχή και τρώγονται, τα έκανε όλα έτσι που να γεννούν πολλά μικρά ώστε να μην εξαλειφθούν με το φάγωμα, ενώ όσα είναι άγρια και επιθετικά, τα έκανε να γεννούν λίγα μικρά. [3.108.3] Και γι᾽ αυτό ακριβώς ο λαγός, που τον κυνηγούν όλοι, ζώα, όρνια και άνθρωποι, γεννάει τόσα πολλά μικρά: απ᾽ όλα τα ζώα είναι το μόνο που γκαστρώνεται όντας γκαστρωμένο, και από τα μικρά του μέσα στην κοιλιά της μάνας άλλο έχει βγάλει τρίχωμα, άλλο είναι γυμνό ακόμη, άλλο μόλις σχηματίζεται μέσα στη μήτρα και άλλο μόλις γονιμοποιείται. [3.108.4] Τέτοιας λογής λοιπόν είναι ο λαγός, ενώ ή λέαινα, εξαιρετικά γερή και άγρια, γεννάει μόνο μια φορά στη ζωή της ένα μικρό: γιατί καθώς γεννάει, βγάζει μαζί με το μικρό και τη μήτρα της. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ο εξής: όταν το λιονταράκι αρχίζει να κουνιέται, μέσα στη μήτρα ακόμη, με τα νύχια του, που είναι τα πιο μυτερά από όλων των ζώων, γρατζουνάει τη μήτρα, και όσο μεγαλώνει, τόσο πιο βαθιά εισχωρεί γρατζουνώντας· όταν λοιπόν πλησιάζει η γέννα, από τη μήτρα δεν έχει μείνει τίποτε γερό.
[3.109.1] Το ίδιο και οι οχιές και τα φτερωτά φίδια των Αράβων: αν γεννιόνταν όπως το ορίζει η φύση τους, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν· τώρα όμως, όταν σμίγουν τα ζευγάρια και ο αρσενικός είναι έτοιμος να εκσπερματίσει, μόλις αφήσει το σπέρμα του, η θηλυκιά τον αδράχνει από τον λαιμό, και όταν τον τσακώσει, δεν του αφήνει τον λαιμό προτού τον κόψει. [3.109.2] Το αρσενικό λοιπόν πεθαίνει με τον παραπάνω τρόπο, αλλά και το θηλυκό τιμωρείται για το αρσενικό με την εξής τιμωρία: εκδικούμενα τον πατέρα τους τα μικρά, μέσα στην κοιλιά της μάνας τους ακόμη, τη μασουλάνε, και με αυτόν τον τρόπο βγαίνουν έξω, αφού τρυπήσουν την κοιλιά τρώγοντάς την. [3.109.3] Τα άλλα φίδια όμως, που δεν είναι βλαβερά για τους ανθρώπους, γεννούν αυγά και εκκολάπτουν άφθονα μικρά. Οι έχιδνες ωστόσο βρίσκονται παντού στη γη, ενώ τα φτερωτά φίδια είναι μαζεμένα στην Αραβία και πουθενά αλλού· γι᾽ αυτό φαίνονται ότι είναι πολλά.