[3.18.1] Την εποχή που οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν στον Ισθμό, οι Μυτιληναίοι με μερικούς μισθοφόρους τους, έκαναν εκστρατεία από στεριά εναντίον της Μήθυμνας, με την ελπίδα ότι θα την κυριέψουν με προδοσία. Αλλά, όταν έκαναν επίθεση και είδαν ότι τα πράγματα δεν προχωρούσαν όπως τα περίμεναν, υποχώρησαν και πήγαν στην Άντισσα, την Πύρρα και την Ερεσό. Αφού στερέωσαν την θέση τους σ᾽ αυτές τις πολιτείες και ενίσχυσαν τα τείχη τους, γύρισαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα στην Λέσβο. [3.18.2] Αλλά όταν αποσύρθηκαν, οι Μηθύμνιοι έκαναν εκστρατεία εναντίον της Άντισσας. Οι Αντισσαίοι, όμως, και μερικοί μισθοφόροι τους έκαναν έξοδο και τους νίκησαν. Σκοτώθηκαν πολλοί και οι άλλοι έφυγαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. [3.18.3] Όταν οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι οι Μυτιληναίοι κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και ότι οι οπλίτες τους δεν ήσαν αρκετοί για να τους κρατούν σε αποκλεισμό, έστειλαν, όταν άρχιζε το φθινόπωρο, χίλιους Αθηναίους οπλίτες με στρατηγό τον Πάχητα του Επικούρου. [3.18.4] Οι οπλίτες αυτοί, που για το ταξίδι κωπηλάτησαν οι ίδιοι, μόλις έφτασαν έχτισαν ένα απλό τείχος γύρω από την Μυτιλήνη και την αποκλείσαν. Σε μερικά οχυρά σημεία έχτισαν πρόσθετους μικρούς πύργους. [3.18.5] Έτσι, η Μυτιλήνη αποκλείστηκε από στεριά και από θάλασσα, ενώ έμπαινε ο χειμώνας. [3.19.1] Οι Αθηναίοι, έχοντας ανάγκη από χρήματα για την πολιορκία, πλήρωσαν οι ίδιοι έκτακτη εισφορά διακόσια τάλαντα κι έστειλαν δώδεκα καράβια με στρατηγούς τον Λυσικλή και τέσσερις άλλους για να εισπράξουν φόρους από τους συμμάχους. [3.19.2] Ο Λυσικλής περιόδευε και εισέπραττε φόρους και προχώρησε από την Μυούντα της Καρίας στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, μέχρι του Σανδίου λόφου. Αλλά του επιτεθήκαν οι Κάρες και οι Αναιίτες. Στην μάχη σκοτώθηκε ο ίδιος και άλλοι πολλοί στρατιώτες. [3.20.1] Τον ίδιο χειμώνα οι Πλαταιείς —πάντα πολιορκημένοι από τους Πελοποννησίους και τους Βοιωτούς— άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα. Δεν μπορούσαν να περιμένουν καμιά βοήθεια απ᾽ την Αθήνα ούτε έβλεπαν άλλο τρόπο σωτηρίας και σκέφτηκαν, με τους πολιορκημένους Αθηναίους, να κάνουν όλοι μαζί έξοδο και να διασπάσουν την πολιορκία περνώντας επάνω από τα τείχη του εχθρού. Το σχέδιο αυτό τους το υποβάλαν ο Θεαίνετος του Τολμίδου που ήταν μάντης και ο Ευπομπίδης του Δαϊμάχου που ήταν στρατηγός. [3.20.2] Αργότερα, όμως, οι μισοί από τους πολιορκημένους δείλιασαν, θεωρώντας πολύ μεγάλο τον κίνδυνο και έτσι έμειναν μόνο διακόσιοι είκοσι που θέλησαν να δοκιμάσουν να κάνουν έξοδο με τον ακόλουθο τρόπο. [3.20.3] Κατασκεύασαν σκάλες που είχαν ύψος όσο και το τείχος του εχθρού. Υπολόγισαν το ύψος απ᾽ τις σειρές τα τούβλα σε μέρος όπου έτυχε το τείχος να μην είναι ασβεστωμένο. Μετρούσαν ταυτόχρονα, πολλοί μαζί, τις σειρές τα τούβλα. Ήταν φυσικό μερικοί να κάνουν λάθος, αλλά και οι περισσότεροι να βρουν το σωστό ύψος, γιατί μετρούσαν τα τούβλα πολλές φορές και από μικρή απόσταση που τους επέτρεπε να βλέπουν καλά το σημείο που ήθελαν. [3.20.4] Έτσι μέτρησαν το ύψος για τις σκάλες, υπολογίζοντας το πάχος των τούβλων. [3.21.1] Το τείχος των Πελοποννησίων ήταν χτισμένο με τον εξής τρόπο. Είχε δύο κυκλικά τείχη. Το ένα προς την Πλάταια και το άλλο, το εξωτερικό, για άμυνα αν τύχαινε να έρθει κανείς να κάνει επίθεση απ᾽ την Αθήνα. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο τείχη ήταν δεκαέξι πόδια [3.21.2] και σ᾽ αυτόν τον χώρο είχαν χτίσει σπίτια για τις μονάδες της φρουράς. Ήσαν χτισμένα συνέχεια με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται σαν ένα τείχος παχύ, που είχε πολεμίστρες κι από τις δυο μεριές. [3.21.3] Κάθε δέκα πολεμίστρες είχαν χτίσει ψηλούς πύργους που είχαν φάρδος ίσο με το φάρδος του τείχους και το έπιαναν από μέσα έως έξω. Έτσι, δεν μπορούσε κανείς να τους παρακάμψει, αλλά οι φύλακες περνούσαν από άνοιγμα που ήταν στη μέση του κάθε πύργου. [3.21.4] Τις νύχτες, όταν ήταν κρύο και βροχή, οι φρουροί άφηναν τις πολεμίστρες και πήγαιναν στους πύργους που είχαν στέγη και ήσαν σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλον. Έτσι ήταν χτισμένο το τείχος που έζωνε τους Πλαταιείς. [3.22.1] Τα ετοίμασαν όλα και περίμεναν μια νύχτα βροχερή με αέρα και χωρίς φεγγάρι κι έκαναν έξοδο με αρχηγούς εκείνους που τους είχαν συμβουλέψει να την επιχειρήσουν. Πρώτα διαβήκαν το χαντάκι που έζωνε την πολιτεία γύρω από το τείχος τους, κι έφτασαν στο εχθρικό τείχος, χωρίς να τους καταλάβουν οι φρουροί που δεν τους είδαν, επειδή ήταν σκοτάδι, ούτε τους άκουσαν γιατί ο αέρας κι η βροχή σκέπαζαν τον κρότο που κάναν. [3.22.2] Άλλωστε βάδιζαν σε αρκετή απόσταση ο ένας από τον άλλον, ώστε να μην χτυπούν τα όπλα τους μεταξύ τους και προδοθούν απ᾽ τον κρότο. Είχαν μόνο ελαφρύ οπλισμό και φορούσαν παπούτσι μόνο στο αριστερό πόδι για να μην γλιστρούν στη λάσπη. [3.22.3] Πρώτοι ήσαν εκείνοι που κουβαλούσαν τις σκάλες. Ξέροντας πως οι πολεμίστρες ήσαν αφύλαχτες, έστησαν τις σκάλες σε μέρος ανάμεσα σε δύο πύργους κι ανέβηκαν δώδεκα ψιλοί, οπλισμένοι μ᾽ ελαφρύ θώρακα και κοντοσπάθι. Αρχηγός τους ήταν ο Αμμέας του Κοροίβου, που ανέβηκε πρώτος. Τον ακολούθησαν οι άλλοι που χωρίστηκαν έξι και έξι και προχώρησαν στους δύο πύργους δεξιά κι αριστερά. Μετά ανέβηκαν κι άλλοι ψιλοί με μικρά ακόντια. Για ν᾽ ανεβαίνουν πιο εύκολα είχαν δώσει τις ασπίδες τους σε άλλους που ανέβαιναν πίσω τους και θα τους τις δίναν την στιγμή που θ᾽ αντιμετώπιζαν τον εχθρό. [3.22.4] Είχαν κιόλας ανέβει αρκετοί, όταν οι φρουροί από τους πύργους τούς κατάλαβαν. Ένας από τους Πλαταιείς, προσπαθώντας να στηριχθεί σε μια πολεμίστρα, ξεκόλλησε ένα κεραμίδι που έπεσε με μεγάλο κρότο. [3.22.5] Σηκώθηκαν αμέσως φωνές και οι φρουροί έτρεξαν στις θέσεις τους. Ήταν νύχτα σκοτεινή και χειμωνιάτικη και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Την ίδια στιγμή οι Πλαταιείς που είχαν μείνει μέσα στην πόλη έκαναν κι αυτοί επίθεση στο τείχος των Πελοποννησίων, στο αντίθετο ακριβώς μέρος από εκείνο όπου ανέβαιναν οι άλλοι, ώστε ν᾽ αποσπάσουν την προσοχή των πολιορκητών [3.22.6] που τα είχαν χαμένα κι έμεναν ακίνητοι στη θέση τους, χωρίς να τολμούν να μετακινηθούν από εκεί που ήσαν για να βοηθήσουν σε άλλο μέρος. [3.22.7] Τριακόσιοι από τους πολιορκητές, που είχαν διαταγή να είναι πάντα έτοιμοι για να τρέξουν να βοηθήσουν όπου θα χρειαζόταν, προχώρησαν έξω από το τείχος προς το σημείο όπου ακούγονταν φωνές. Ταυτόχρονα οι πολιορκητές ύψωσαν φωτεινά σήματα για να μηνύσουν στην Θήβα ότι γινόταν συμπλοκή. [3.22.8] Αλλά και οι Πλαταιείς που είχαν μείνει μέσα στην πολιτεία ύψωσαν κι αυτοί πολλούς πυρσούς που είχαν ετοιμάσει από πριν γι᾽ αυτόν τον σκοπό, ώστε να μπερδέψουν τα σημάδια κι έτσι η Θήβα, νομίζοντας πως κάτι άλλο συμβαίνει, να μην στείλει αμέσως βοήθεια. Εκείνοι που επιχειρούσαν την έξοδο, θα μπορούσαν έτσι να διαφύγουν και να φτάσουν σε ασφαλισμένο μέρος. [3.23.1] Στο μεταξύ οι πρώτοι από τους Πλαταιείς που επιχειρούσαν την έξοδο, σκότωσαν τους φύλακες των δύο πύργων και τους κυρίεψαν. Έβαλαν φρουρούς στις διόδους των δύο πύργων, ώστε να μην μπορεί κανείς απ᾽ τους εχθρούς να περάσει. Από εκεί έβαλαν σκάλες κι ανέβασαν πολλούς στρατιώτες στο απάνω μέρος των πύργων από όπου αυτοί αποκρούαν τους εχθρούς χτυπώντας τους κι από κάτω κι από πάνω. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, έστησαν πολλές σκάλες κι αφού γκρέμισαν μερικές πολεμίστρες, περνούσαν πάνω από το τείχος, μεταξύ των δύο πύργων. [3.23.2] Ο κάθε στρατιώτης που περνούσε στεκόταν στην άκρη της τάφρου και τόξευε ή ακόντιζε όσους εχθρούς προσπαθούσαν επάνω στο τείχος να εμποδίσουν τους συντρόφους τους να κατέβουν. [3.23.3] Όταν όλοι διάβηκαν, εκείνοι που κρατούσαν τους πύργους κατέβηκαν με μεγάλη δυσκολία και προχώρησαν προς την τάφρο. Εκείνη την στιγμή τους έκαναν επίθεση οι τριακόσιοι που κρατούσαν αναμμένες δάδες. [3.23.4] Οι Πλαταιείς στέκονταν στην άκρη της τάφρου, μέσα στο σκοτάδι, και τους έβλεπαν καλύτερα. Σκοπεύοντας τ᾽ απροστάτευτα μέρη του κορμιού, τους έριχναν βέλη κι ακόντια, ενώ οι ίδιοι δεν διακρίνονταν καλά εξαιτίας των δαυλών. Έφτασαν και οι τελευταίοι Πλαταιείς που κατόρθωσαν με δυσκολία και μετά από σκληρό αγώνα να διαβούν την τάφρο. [3.23.5] Ο πάγος που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια της τάφρου δεν ήταν αρκετά στερεός για να βαδίσει κανείς επάνω και είχε αρχίσει να λιώνει, όπως γίνεται όταν από βοριάς γυρίσει λεβάντες. Εκείνη τη νύχτα με τον άνεμο που φυσούσε είχε πέσει πολύ χιονόνερο και το νερό, μέσα στην τάφρο, είχε υψωθεί πολύ, τόσο που μόλις περίσσευε το κεφάλι τους καθώς περνούσαν. Αλλ᾽ αν κατόρθωσαν να ξεφύγουν το πέτυχαν χάρη στην πολύ μεγάλη κακοκαιρία. [3.24.1] Από την τάφρο οι Πλαταιείς όρμησαν όλοι μαζί προς τον δρόμο που οδηγεί στην Θήβα, έχοντας δεξιά τους το ηρώο του Ανδροκράτους. Πήραν τον δρόμο αυτόν ξέροντας πως κανείς δεν θα υποπτευόταν ότι ακολουθούσαν κατεύθυνση που οδηγούσε σε εχθρικό μέρος. Έβλεπαν, ταυτόχρονα, τους Πελοποννησίους που, με δάδες, άρχιζαν την καταδίωξη παίρνοντας τον δρόμο που, απ᾽ τον Κιθαιρώνα και τις Δρυός Κεφαλές, οδηγεί στην Αθήνα. [3.24.2] Οι Πλαταιείς προχώρησαν έξι έως επτά στάδια προς την Θήβα κι έπειτα άλλαξαν απότομα πορεία και πήραν δρόμο προς τις Ερυθρές και τις Υσιές. Έπιασαν το βουνό κι από κει πήγαν στην Αθήνα, όπου έφτασαν διακόσιοι δώδεκα. Όσοι έκαναν την έξοδο ήσαν λίγο περισσότεροι, αλλά μερικοί γύρισαν στην πόλη προτού διαβούν το τείχος κι ένας τοξότης πιάστηκε αιχμάλωτος στην έξω τάφρο. [3.24.3] Οι Πελοποννήσιοι σταμάτησαν την καταδίωξη και γύρισαν πίσω, ενώ οι Πλαταιείς που είχαν μείνει στην πόλη, μη ξέροντας τί είχε γίνει και μαθαίνοντας από τους λίγους που γύρισαν πίσω ότι κανείς δεν είχε σωθεί, έστειλαν κήρυκα, όταν ξημέρωσε, και ζήτησαν ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς. Αλλά όταν έμαθαν την αλήθεια απόσυραν τον κήρυκά τους. Έτσι, λοιπόν, σώθηκαν όσοι από τους Πλαταιείς διάβηκαν το τείχος. |