Οι δυο μας, συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε του Αχιλλέα η ψυχή, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
470ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.
Αμέσως με αναγνώρισε του Αιακίδη η ψυχή, ασυναγώνιστου στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου, κι όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
Που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
480κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ᾽ρθουν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου.»
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
490άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.
Όμως αυτά ας τα αφήσουμε, και πες μου κάτι για τον ακριβό μου γιο·
μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους; μήπως όχι;
Μίλα μου όμως και για τον ευγενικό Πηλέα, αν κάτι ξέρεις κι έμαθες·
κρατεί ακόμη την τιμή στους τόσους Μυρμιδόνες;
ή μήπως ατιμάζεται στη Φθία και την Ελλάδα,
καθώς τα γηρατειά τον τσάκισαν και του ᾽κοψαν χέρια και πόδια;
Γιατί δεν είμαι εγώ κοντά να του παρασταθώ, αφού δεν βλέπω
πια το φως του ήλιου· τέτοιος και όπως κάποτε, στης Τροίας τον κάμπο,
500σκότωνα σωρηδόν γενναίους πολεμιστές, να σώσω τους Αργείους.
Αν, όπως ήμουν, έστω λίγο ανέβαινα στο πατρικό μου σπίτι,
κάποιοι, έτσι κι αλλιώς, θα ᾽νιωθαν φρίκη με το μένος μου,
τα ανίκητά μου χέρια, όσοι εκείνον τώρα τον κρατούν
και βίαια του στερούν τη νόμιμη τιμή.»
Στο ερώτημά του εγώ αποκρίθηκα μιλώντας:
«Λυπάμαι, που δεν ξέρω να σου πω κάτι για τον πατέρα σου,
τον ανεπίληπτο Πηλέα· αλλά για το παιδί, τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο,
θα ακούσεις απ᾽ το στόμα μου, όπως το ζήτησες, ακέραιη την αλήθεια.
Μόνος μου, σε καράβι ισόρροπο και κοίλο,
τον έφερα απ᾽ τη Σκύρο στους άλλους Αχαιούς, εκεί
που ωραία αρματωμένοι πολεμούσαν.
510Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζαμε γύρω απ᾽ της Τροίας το κάστρο,
πάντοτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο πρώτος κι η γνώμη του δεν αστοχούσε —
μόνο ο ισόθεος Νέστωρ κι εγώ, νομίζω, υπερτερούσαμε.
Αλλά και στο πεδίο της μάχης, όταν οι Αχαιοί τους Τρώες πολεμούσαμε,
ποτέ δεν ξέμεινε μέσα στο πλήθος, στον σωρό των άλλων·
έτρεχε κι έβγαινε πολύ μπροστά, η ορμή του δεν υποχωρούσε
σε κανένα, και σκότωνε πολλούς στην άγρια μάχη.
Δεν θα μπορούσα ασφαλώς να λογαριάσω εδώ και να τους ονομάσω όλους,
όσους εχθρούς θανάτωσε στον πόλεμο, βοηθώντας τους Αργείους.
Αλλά τι άθλος, όταν τον γιο του Τήλεφου κάτω τον σώριασε,
520με το χαλκό κοντάρι του, τον ήρωα Ευρύπυλο. Και γύρω του να πέφτουν
πλήθος οι σύντροφοι, οι Κήτειοι, νεκροί, για δώρα μιας γυναίκας —
αλήθεια, δεν είδα άλλον ομορφότερο από κείνον, εξόν τον θείο Μέμνονα.
Αλλά κι όταν αργότερα χωθήκαμε σ᾽ εκείνο το άλογο,
που το ᾽χτισε ο Επειός, οι πιο γενναίοι Αργείοι, κι έπεσε πάνω μου
όλη η ευθύνη, πότε θα ανοίξει η κλειστή παγίδα μας, πότε θα κλείσει,
τότε λοιπόν οι άλλοι, των Δαναών οι αρχηγοί κι οι σύμβουλοι,
δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ και τον τρόμο, που τους παρέλυε τα γόνατα.
Εξόν εκείνος, που ούτε μια φορά, ποτέ, τα μάτια μου δεν είδαν
να χλωμιάζει η ωραία του όψη ή να σκουπίζει κάποιο δάκρυ
530στα μάγουλά του· αμέτρητες φορές παρακαλούσε
έξω να πεταχτεί επιτέλους από το άλογο, να πιάσει τη λαβή
του ξίφους του, το χάλκινο βαρύ του δόρυ, γιατί άναβε τον νου του ο πόθος,
το πώς τους Τρώες θα βλάψει.
Αλλά και τότε πια που πήραμε την πόλη του Πριάμου, το ψηλό της κάστρο,
αυτός, αφού μοιράστηκε λεία και έπαθλο λαμπρό, αμέσως
στο καράβι ανέβηκε, απείραχτος· μήτε ποτέ τον βρήκε
χάλκινη αιχμή, μήτε κι από κοντά λαβώθηκε — πράγματα
που συχνά συμβαίνουν την ώρα του πολέμου, όταν, δίχως καμιά διάκριση,
μαίνεται ο Άρης.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, πήρε να απομακρύνεται του Αιακίδη η ψυχή,
που δεν τον έφτανε άλλοτε κανείς στο τρέξιμο,
ανοίγοντας μεγάλο βήμα, προς το ασφοδελό λιβάδι —
540με μια χαρά περήφανη, μ᾽ όσα του ιστόρησα για το λαμπρό του παλληκάρι.
|