Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (3.7.1-3.12.3)

[3.7.1] Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦ θέρους τούτου Ἀθηναῖοι καὶ περὶ Πελοπόννησον ναῦς ἀπέστειλαν τριάκοντα καὶ Ἀσώπιον τὸν Φορμίωνος στρατηγόν, κελευσάντων Ἀκαρνάνων τῶν Φορμίωνός τινα σφίσι πέμψαι ἢ υἱὸν ἢ ξυγγενῆ ἄρχοντα. [3.7.2] καὶ παραπλέουσαι αἱ νῆες τῆς Λακωνικῆς τὰ ἐπιθαλάσσια χωρία ἐπόρθησαν. [3.7.3] ἔπειτα τὰς μὲν πλείους ἀποπέμπει τῶν νεῶν πάλιν ἐπ᾽ οἴκου ὁ Ἀσώπιος, αὐτὸς δ᾽ ἔχων δώδεκα ἀφικνεῖται ἐς Ναύπακτον, καὶ ὕστερον Ἀκαρνᾶνας ἀναστήσας πανδημεὶ στρατεύει ἐπ᾽ Οἰνιάδας, καὶ ταῖς τε ναυσὶ κατὰ τὸν Ἀχελῷον ἔπλευσε καὶ ὁ κατὰ γῆν στρατὸς ἐδῄου τὴν χώραν. [3.7.4] ὡς δ᾽ οὐ προσεχώρουν, τὸν μὲν πεζὸν ἀφίησιν, αὐτὸς δὲ πλεύσας ἐς Λευκάδα καὶ ἀπόβασιν ἐς Νήρικον ποιησάμενος ἀναχωρῶν διαφθείρεται αὐτός τε καὶ τῆς στρατιᾶς τι μέρος ὑπὸ τῶν αὐτόθεν τε ξυμβοηθησάντων καὶ φρουρῶν τινῶν ὀλίγων. [3.7.5] καὶ ὕστερον ὑποσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀποπλεύσαντες οἱ Ἀθηναῖοι παρὰ τῶν Λευκαδίων ἐκομίσαντο.
[3.8.1] Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πρώτης νεὼς ἐκπεμφθέντες Μυτιληναίων πρέσβεις, ὡς αὐτοῖς οἱ Λακεδαιμόνιοι εἶπον Ὀλυμπίαζε παρεῖναι, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ξύμμαχοι ἀκούσαντες βουλεύσωνται, ἀφικνοῦνται ἐς τὴν Ὀλυμπίαν· ἦν δὲ Ὀλυμπιὰς ᾗ Δωριεὺς Ῥόδιος τὸ δεύτερον ἐνίκα. [3.8.2] καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἑορτὴν κατέστησαν ἐς λόγους, εἶπον τοιάδε.
[3.9.1] «Τὸ μὲν καθεστὸς τοῖς Ἕλλησι νόμιμον, ὦ Λακεδαιμόνιοι καὶ ξύμμαχοι, ἴσμεν· τοὺς γὰρ ἀφισταμένους ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ξυμμαχίαν τὴν πρὶν ἀπολείποντας οἱ δεξάμενοι, καθ᾽ ὅσον μὲν ὠφελοῦνται, ἐν ἡδονῇ ἔχουσι, νομίζοντες δὲ εἶναι προδότας τῶν πρὸ τοῦ φίλων χείρους ἡγοῦνται. [3.9.2] καὶ οὐκ ἄδικος αὕτη ἡ ἀξίωσίς ἐστιν, εἰ τύχοιεν πρὸς ἀλλήλους οἵ τε ἀφιστάμενοι καὶ ἀφ᾽ ὧν διακρίνοιντο ἴσοι μὲν τῇ γνώμῃ ὄντες καὶ εὐνοίᾳ, ἀντίπαλοι δὲ τῇ παρασκευῇ καὶ δυνάμει, πρόφασίς τε ἐπιεικὴς μηδεμία ὑπάρχοι τῆς ἀποστάσεως· ὃ ἡμῖν καὶ Ἀθηναίοις οὐκ ἦν. [3.9.3] μηδέ τῳ χείρους δόξωμεν εἶναι εἰ ἐν τῇ εἰρήνῃ τιμώμενοι ὑπ᾽ αὐτῶν ἐν τοῖς δεινοῖς ἀφιστάμεθα.
[3.10.1] «Περὶ γὰρ τοῦ δικαίου καὶ ἀρετῆς πρῶτον ἄλλως τε καὶ ξυμμαχίας δεόμενοι τοὺς λόγους ποιησόμεθα, εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην οὔτε κοινωνίαν πόλεσιν ἐς οὐδέν, εἰ μὴ μετ᾽ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιντο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν· ἐν γὰρ τῷ διαλλάσσοντι τῆς γνώμης καὶ αἱ διαφοραὶ τῶν ἔργων καθίστανται. [3.10.2] ἡμῖν δὲ καὶ Ἀθηναίοις ξυμμαχία ἐγένετο πρῶτον ἀπολιπόντων μὲν ὑμῶν ἐκ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου, παραμεινάντων δὲ ἐκείνων πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων. [3.10.3] ξύμμαχοι μέντοι ἐγενόμεθα οὐκ ἐπὶ καταδουλώσει τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίοις, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐλευθερώσει ἀπὸ τοῦ Μήδου τοῖς Ἕλλησιν. [3.10.4] καὶ μέχρι μὲν ἀπὸ τοῦ ἴσου ἡγοῦντο, προθύμως εἱπόμεθα· ἐπειδὴ δὲ ἑωρῶμεν αὐτοὺς τὴν μὲν τοῦ Μήδου ἔχθραν ἀνιέντας, τὴν δὲ τῶν ξυμμάχων δούλωσιν ἐπαγομένους, οὐκ ἀδεεῖς ἔτι ἦμεν. [3.10.5] ἀδύνατοι δὲ ὄντες καθ᾽ ἓν γενόμενοι διὰ πολυψηφίαν ἀμύνασθαι οἱ ξύμμαχοι ἐδουλώθησαν πλὴν ἡμῶν καὶ Χίων· ἡμεῖς δὲ αὐτόνομοι δὴ ὄντες καὶ ἐλεύθεροι τῷ ὀνόματι ξυνεστρατεύσαμεν. [3.10.6] καὶ πιστοὺς οὐκέτι εἴχομεν ἡγεμόνας Ἀθηναίους, παραδείγμασι τοῖς προγιγνομένοις χρώμενοι· οὐ γὰρ εἰκὸς ἦν αὐτοὺς οὓς μὲν μεθ᾽ ἡμῶν ἐνσπόνδους ἐποιήσαντο καταστρέψασθαι, τοὺς δὲ ὑπολοίπους, εἴ ποτε ἄρα ἐδυνήθησαν, μὴ δρᾶσαι τοῦτο. [3.11.1] καὶ εἰ μὲν αὐτόνομοι ἔτι ἦμεν ἅπαντες, βεβαιότεροι ἂν ἡμῖν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν· ὑποχειρίους δὲ ἔχοντες τοὺς πλείους, ἡμῖν δὲ ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμιλοῦντες, χαλεπώτερον εἰκότως ἔμελλον οἴσειν καὶ πρὸς τὸ πλέον ἤδη εἶκον τοῦ ἡμετέρου ἔτι μόνου ἀντισουμένου, ἄλλως τε καὶ ὅσῳ δυνατώτεροι αὐτοὶ αὑτῶν ἐγίγνοντο καὶ ἡμεῖς ἐρημότεροι. [3.11.2] τὸ δὲ ἀντίπαλον δέος μόνον πιστὸν ἐς ξυμμαχίαν· ὁ γὰρ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προύχων ἂν ἐπελθεῖν ἀποτρέπεται. [3.11.3] αὐτόνομοί τε ἐλείφθημεν οὐ δι᾽ ἄλλο τι ἢ ὅσον αὐτοῖς ἐς τὴν ἀρχὴν εὐπρεπείᾳ τε λόγου καὶ γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος τὰ πράγματα ἐφαίνετο καταληπτά. [3.11.4] ἅμα μὲν γὰρ μαρτυρίῳ ἐχρῶντο μὴ ἂν τούς γε ἰσοψήφους ἄκοντας, εἰ μή τι ἠδίκουν οἷς ἐπῇσαν, ξυστρατεύειν· ἐν τῷ αὐτῷ δὲ καὶ τὰ κράτιστα ἐπί τε τοὺς ὑποδεεστέρους πρώτους ξυνεπῆγον καὶ τὰ τελευταῖα λιπόντες τοῦ ἄλλου περιῃρημένου ἀσθενέστερα ἔμελλον ἕξειν. [3.11.5] εἰ δὲ ἀφ᾽ ἡμῶν ἤρξαντο, ἐχόντων ἔτι τῶν πάντων αὐτῶν τε ἰσχὺν καὶ πρὸς ὅτι χρὴ στῆναι, οὐκ ἂν ὁμοίως ἐχειρώσαντο. [3.11.6] τό τε ναυτικὸν ἡμῶν παρεῖχέ τινα φόβον μή ποτε καθ᾽ ἓν γενόμενον ἢ ὑμῖν ἢ ἄλλῳ τῳ προσθέμενον κίνδυνον σφίσι παράσχῃ. [3.11.7] τὰ δὲ καὶ ἀπὸ θεραπείας τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων περιεγιγνόμεθα. [3.11.8] οὐ μέντοι ἐπὶ πολύ γ᾽ ἂν ἐδοκοῦμεν δυνηθῆναι, εἰ μὴ ὁ πόλεμος ὅδε κατέστη, παραδείγμασι χρώμενοι τοῖς ἐς τοὺς ἄλλους. [3.12.1] τίς οὖν αὕτη ἢ φιλία ἐγίγνετο ἢ ἐλευθερία πιστή, ἐν ᾗ παρὰ γνώμην ἀλλήλους ὑπεδεχόμεθα, καὶ οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν· ὅ τε τοῖς ἄλλοις μάλιστα εὔνοια πίστιν βεβαιοῖ, ἡμῖν τοῦτο ὁ φόβος ἐχυρὸν παρεῖχε, δέει τε τὸ πλέον ἢ φιλίᾳ κατεχόμενοι ξύμμαχοι ἦμεν· καὶ ὁποτέροις θᾶσσον παράσχοι ἀσφάλεια θάρσος, οὗτοι πρότεροί τι καὶ παραβήσεσθαι ἔμελλον. [3.12.2] ὥστε εἴ τῳ δοκοῦμεν ἀδικεῖν προαποστάντες διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν, αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἴ τι αὐτῶν ἔσται, οὐκ ὀρθῶς σκοπεῖ. [3.12.3] εἰ γὰρ δυνατοὶ ἦμεν ἐκ τοῦ ἴσου καὶ ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι, τί ἔδει ἡμᾶς ἐκ τοῦ ὁμοίου ἐπ᾽ ἐκείνοις εἶναι; ἐπ᾽ ἐκείνοις δὲ ὄντος αἰεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν καὶ ἐφ᾽ ἡμῖν εἶναι δεῖ τὸ προαμύνασθαι.

[3.7.1] Το καλοκαίρι εκείνο και τον ίδιο περίπου καιρό οι Αθηναίοι έστειλαν γύρω από την Πελοπόννησο τριάντα καράβια με στρατηγό τον Ασώπιο του Φορμίωνος. Οι Ακαρνάνες τούς είχαν ζητήσει να τους στείλουν για αρχηγό έναν γιο ή συγγενή του Φορμίωνος. [3.7.2] Ο στόλος, παραπλέοντας την Λακωνική, λεηλάτησε τις παραλίες [3.7.3] κι έπειτα ο Ασώπιος έστειλε πίσω τα περισσότερα καράβια και πήγε με δώδεκα πολεμικά στην Ναύπακτο. Μετά κάλεσε τους Ακαρνάνες σε γενική επιστράτευση και άρχισε εκστρατεία εναντίον των Οινιάδων. Μπήκε στον Αχελώο ποταμό με τον στόλο του, ενώ ο στρατός λεηλατούσε τον τόπο. [3.7.4] Αλλά οι Οινιάδες δεν έστεργαν να υποταχθούν και ο Ασώπιος απόλυσε τον στρατό, πήρε τον στόλο και πήγε στην Λευκάδα όπου έκανε απόβαση στο Νήρικο. Αλλά καθώς γύριζε στα καράβια του, οι κάτοικοι, με την βοήθεια λίγων φρουρών που ήσαν εκεί, τον σκότωσαν τον ίδιο και μερικούς από τους στρατιώτες του. [3.7.5] Οι Αθηναίοι ζήτησαν εκεχειρία από τους Λευκαδίτες, σήκωσαν τους νεκρούς τους κι έφυγαν.
[3.8.1] Οι πρέσβεις της Μυτιλήνης που είχαν σταλεί με το πρώτο καράβι, πήγαν στην Ολυμπία όπου οι Λακεδαιμόνιοι τους είχαν καλέσει να πάνε για να τους ακούσουν όλοι οι σύμμαχοι. Στους Ολυμπιακούς εκείνους αγώνες νίκησε για δεύτερη φορά ο Ρόδιος Δωριεύς. [3.8.2] Όταν τέλειωσαν οι γιορτές έγινε συνέλευση και οι πρέσβεις της Μυτιλήνης είπαν, περίπου, τα ακόλουθα:
[3.9.1] «Λακεδαιμόνιοι και Σύμμαχοι. Ξέρομε καλά ποιές είναι, ανάμεσα στους Έλληνες, οι καθιερωμένες συνήθειες. Όταν μια πολιτεία, σε καιρό πολέμου, εγκαταλείψει τους πρώην συμμάχους της, τότε οι νέοι σύμμαχοί της, που την δέχονται, αισθάνονται ικανοποίηση κατά το μέτρο που ωφελούνται απ᾽ αυτήν, αλλά και την περιφρονούν γιατί θεωρούν ότι πρόδωσε τους πρώην φίλους της. [3.9.2] Και η κρίση αυτή δεν είναι, βέβαια, άδικη, όταν μεταξύ εκείνων που αποστατούν και των συμμάχων τους υπάρχουν αμοιβαία καλά αισθήματα κι εκτίμηση και ισορροπία δυνάμεων και όταν δεν υπάρχει εύλογη αιτία αποστασίας. Αλλά εμείς δεν είχαμε τέτοιες σχέσεις με τους Αθηναίους [3.9.3] και κανείς ας μην μας περιφρονήσει αν, ενώ μας τιμούσαν σε καιρό ειρήνης, τώρα τους εγκαταλείπομε την ώρα του κινδύνου.
[3.10.1] »Αφού ερχόμαστε να σας ζητήσομε την συμμαχία σας, θα σας μιλήσομε, πρώτα για το δίκαιό μας και για την ακεραιότητά μας, επειδή ξέρομε ότι, ούτε μεταξύ ατόμων ούτε μεταξύ πολιτειών μπορεί να δημιουργηθεί σταθερή φιλία αν δεν βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση και στην κοινή νοοτροπία. Από την διαφορά στις αντιλήψεις προέρχεται και η διαφορά στην δράση. [3.10.2] Γίναμε για πρώτη φορά σύμμαχοι των Αθηναίων όταν σεις αποσυρθήκατε από τον μηδικό πόλεμο, ενώ εκείνοι έμειναν στη θέση τους για να τον τελειώσουν. [3.10.3] Δεν γίναμε, λοιπόν, σύμμαχοι με τους Αθηναίους για να υποδουλώσομε τους Έλληνες στην Αθήνα, αλλά για να απελευθερώσομε όλους τους Έλληνες από τους Μήδους. [3.10.4] Και όσο ασκούσαν την αρχηγία με ισονομία, τους ακολουθούσαμε πρόθυμα. Όταν όμως καταλάβαμε ότι η έχθρα τους εναντίον των Μήδων χαλαρωνόταν και ότι άρχισαν να επιδιώκουν την υποδούλωση των συμμάχων τους, αρχίσαμε ν᾽ ανησυχούμε. [3.10.5] Ήταν όμως αδύνατον οι πολυάριθμοι σύμμαχοι να συμφωνούν στην ψήφο τους για ν᾽ αντισταθούν και υποδουλώθηκαν όλοι εκτός από εμάς και τους Χίους. Εμείς, φαινομενικά ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, αναγκαστήκαμε να πάρομε μέρος στις εκστρατείες τους, [3.10.6] αλλά βλέποντας τα όσα γίνονταν δεν τους θεωρούσαμε πια σαν αρχηγούς στους οποίους μπορούσαμε να έχομε εμπιστοσύνη, γιατί ήταν απίθανο οι ίδιοι αυτοί που είχαν υποτάξει εκείνους με τους οποίους είχαν κάνει, όπως και μαζί μας, συμμαχία, να μην επιχειρήσουν να κάνουν το ίδιο με όσους έμεναν ελεύθεροι, αν τους παρουσιαζόταν ευκαιρία.
[3.11.1] »Και αν όλοι οι σύμμαχοι είχαμε εξακολουθήσει να είμαστε ανεξάρτητοι, τότε θα είχαμε κάποια περισσότερη βεβαιότητα ότι οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν ν᾽ ανατρέψουν τη βάση των σχέσεών μας. Αλλά ενώ είχαν υποτάξει τους περισσότερους συμμάχους, μαζί μας εξακολουθούσαν να έχουν σχέσεις ισότιμες και ήταν φυσικό να τους είναι δύσκολο ν᾽ ανέχονται να είμαστε, εμείς μόνοι, ανεξάρτητοι μέσα στην γενική υποταγή. Άλλωστε, όσο εκείνοι γίνονταν ισχυρότεροι, τόσο αύξανε η απομόνωσή μας. [3.11.2] Ο αμοιβαίος φόβος είναι η μόνη ασφαλής βάση μιας συμμαχίας γιατί, αν θέλει κανείς να την παραβιάσει, τον συγκρατεί η σκέψη ότι δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να επιβληθεί. [3.11.3] Αν μας άφηναν, άλλωστε, αυτόνομους δεν το έκαναν από άλλο λόγο παρά μόνο επειδή πίστευαν ότι μπορούσαν ν᾽ απλώνουν την δύναμή τους περισσότερο με εφόδους ωραίων επιχειρημάτων παρά με στρατιωτικές επιχειρήσεις. [3.11.4] Εμάς μας χρησιμοποιούσαν σαν παράδειγμα για ν᾽ αποδείχνουν ότι σύμμαχοι που είχαν ίση ψήφο δεν θα είχαν ποτέ πάρει μέρος στις αθηναϊκές εκστρατείες, αν εκείνοι εναντίον των οποίων αποφασιζόταν η εκστρατεία δεν είχαν αδικήσει τους συμμάχους. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποίησαν πρώτα τους δυνατούς συμμάχους εναντίον των αδυνάτων, αφήνοντας τελευταίους τους ισχυρούς, βέβαιοι ότι αυτοί θα είχαν τότε πια βρεθεί σε ασθενή θέση, μετά την γενική υποταγή των άλλων. [3.11.5] Αν είχαν αρχίσει από μας όταν οι άλλοι σύμμαχοι είχαν ακόμα ο καθένας τη δύναμή του άθικτη και μπορούσαν να βρουν και αλλού βοήθεια, δεν θα είχαν επιβληθεί τόσο εύκολα, [3.11.6] γιατί το ναυτικό μας τους δημιουργούσε τον φόβο μήπως ενωθεί είτε με το δικό σας, είτε με άλλης πολιτείας και γίνει κίνδυνος γι᾽ αυτούς. [3.11.7] Πρέπει να πούμε ότι μπορέσαμε να κρατήσομε τη θέση μας επειδή κάναμε συνεχώς πολλές περιποιήσεις και στους Αθηναίους και στους άρχοντές τους. [3.11.8] Αλλά έχοντας το παράδειγμα των άλλων, δεν νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να διατηρήσομε πολύν καιρό την ανεξαρτησία μας αν δεν ξεσπούσε ο πόλεμος ο σημερινός.
[3.12.1] »Τί είδους φιλία, λοιπόν, τί είδους ελευθερία ήταν αυτή, όταν υποβλέπαμε ο ένας τον άλλον; Εκείνοι, από φόβο, μας κολάκευαν σε καιρό πολέμου κι εμείς κάναμε το ίδιο σε καιρό ειρήνης. Τον δεσμό που μεταξύ άλλων συμμάχων τον δημιουργεί η φιλία, τον δημιουργούσε μεταξύ μας ο φόβος. Μέναμε σύμμαχοι πολύ περισσότερο από φόβο παρά από συμπάθεια. Όποιος από τους δύο θα αισθανόταν ότι μπορούσε ακίνδυνα να παραβιάσει την συμμαχία, εκείνος και θα την καταπατούσε πρώτος. [3.12.2] Γι᾽ αυτό και σφάλλει κανείς αν νομίζει ότι είχαμε άδικο εμείς να τους προλάβομε επαναστατώντας, προτού εκείνοι μας χτυπήσουν, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μας. [3.12.3] Αν είχαμε κι εμείς όσες δυνάμεις έχουν εκείνοι, τότε θα μπορούσαμε να περιμένομε να μας επιτεθούν για να τους αντεπιτεθούμε. Αλλ᾽ αφού εκείνοι ήσαν σε θέση ν᾽ αναλάβουν κάθε στιγμή την πρωτοβουλία, έπρεπε εμείς να προλάβομε για να σωθούμε.