Αφού λοιπόν τις σκόρπισε η Περσεφόνη αγνή,
κάθε ψυχή κι αλλού, τις τρυφερές γυναίκες,
ήλθε του Αγαμέμνονα η ψυχή, γιου του Ατρέα,
λυπημένη· γύρω της συναθροίστηκαν κι άλλες ψυχές, όσοι
στο αρχοντικό του Αιγίσθου έπεσαν μαζί του
κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος.
390Μόλις εκείνος ήπιε από το μαύρο αίμα, αμέσως με αναγνώρισε,
πήρε να κλαίει σπαραχτικά, το δάκρυ του έτρεχε ποτάμι,
απλώνοντας τα χέρια του, ποθούσε να μ᾽ αγγίξει·
όμως δεν μπόρεσε, γιατί του είχε λείψει η δύναμη,
εκείνη η ρώμη που άλλοτε στήριζε τα ευλύγιστά του μέλη.
Κι όπως τον είδα, δάκρυσα, πλημμύρισε η ψυχή μου έλεος,
τον φώναξα με το όνομα και πέταξαν
τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Ατρείδη τιμημένε, ω Αγαμέμνονα, με τον λαό και τον στρατό σου,
ποια μοίρα να σε δάμασε, ποιος ανελέητος θάνατος;
Μήπως σε τσάκισε ο Ποσειδώνας στα καράβια σου,
400σ᾽ άρπαξε θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς;
μήπως σε χάλασαν εχθροί επάνω στη στεριά,
που γύρεψες να κόψεις βόδια, ή όμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ή πολεμώντας για μια πόλη τειχισμένη; ή για γυναίκες;»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μου αποκρίθηκε με το όνομά μου:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
όχι, μήτε ο Ποσειδώνας στα καράβια μου με τσάκισε,
με θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς,
μήτε κι εχθροί με χάλασαν κάπου σε μια στεριά·
ο Αίγισθος συντέλεσε τη μοίρα του θανάτου μου,
410αυτός με σκότωσε, μαζί κι η δολερή γυναίκα μου· ενώ με κάλεσε
στο σπίτι να δειπνήσω, μ᾽ έσφαξε σαν το βόδι στο παχνί.
Εκεί με βρήκε ο θάνατος, οικτρότατος· και γύρω οι σύντροφοί μου
σκοτωμένοι, ένας πάνω στον άλλο, σάμπως γουρούνια μ᾽ άσπρα δόντια
που σφάζονται στο αρχοντικό κάποιου με δύναμη και πλούτη,
σε γάμο, γλέντι συντροφικό, γιορτή μεγάλη.
Είδες εσύ και ξέρεις από φονικό, όπου οι νεκροί σωριάζονται,
μονομαχώντας ένας με τον άλλο ή πολεμώντας σ᾽ άγρια μάχη.
Αν όμως τα ᾽βλεπες εκείνα, τότε θα σπάραζε η καρδιά σου πιο πολύ·
που γύρω στον κρατήρα, σε κατάφορτα τραπέζια, βρεθήκαμε
420νεκροί μες στο παλάτι, κι άχνιζε στο πάτωμα παντού το αίμα μας ζεστό.
Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου,
της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα
πλάι και πάνω μου· κι εγώ, τα χέρια υψώνοντας, κάτω στο δάπεδο
σφάδαζα και χτυπιόμουν, ώσπου ξεψύχησα με το σπαθί στο στήθος.
Κι όμως εκείνη η σκύλα με παράτησε· δεν θέλησε, καν τη στιγμή
που πήγαινα στον Άδη, τα μάτια να μου τα σφαλίσει με τα χέρια της,
το στόμα να μου κλείσει.
Ω ναι, στον κόσμο τίποτε δεν είναι πιο σκληρό κι απάνθρωπο
απ᾽ τη γυναίκα που έβαλε μες στο μυαλό της τέτοιες πράξεις,
όπως αυτή, που το μελέτησε το ανόσιο έργο,
430σφάζοντας άντρα που τη στεφανώθηκε. Κι ας έλεγα ο ταλαίπωρος,
θα με απαντήσουν παιδιά και δούλες με αγαλλίαση,
όταν γυρίσω στην πατρίδα μου· εκείνη υφαίνοντας στον νου της
ό,τι μπορούσε πιο φριχτό, βούτηξε η ίδια στην ντροπή, ντρόπιασε
όμως μια για πάντα κι όλο το θηλυκό το γένος, τις μελλούμενες γυναίκες,
έστω κι αν κάποια αποδειχτεί κάποτε φρόνιμη.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ πήρα τον λόγο λέγοντας:
«Αλίμονο, πόσο το γένος του Ατρέα ο Δίας, που το μάτι του
βλέπει μακριά, το μίσησε εξαρχής θανάσιμα με τις βουλές των γυναικών·
ενώ εμείς αφανιζόμασταν τόσοι για μιαν Ελένη,
εσένα η Κλυταιμνήστρα σ᾽ έπλεκε στον δόλο της, κι ας ήσουνα μακριά.»
440Στα λόγια μου αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Γι᾽ αυτό λοιπόν κι εσύ μην έχεις στη γυναίκα σου μεγάλη εμπιστοσύνη,
να μην της φανερώνεις όλη σου τη σκέψη, ό,τι καλό γεννήσει ο νους σου·
λίγα να ομολογείς, τα πιο πολλά καλύτερα να τα κρατείς κρυφά.
Κι όμως εσένα δεν σ᾽ απειλεί, Οδυσσέα, φόνος απ᾽ τη γυναίκα σου·
είναι, και με το παραπάνω, φρόνιμη, και γνωστικά στοχάζεται
του Ικάριου η κόρη, η συνετή κι έξυπνη Πηνελόπη.
Θυμάμαι, την αφήσαμε νέα και νιόνυμφη, όταν εμείς
κινούσαμε στον πόλεμο· είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου,
νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους —
450καλότυχος, γιατί μπροστά του θα τον βρει ο πατέρας του γυρίζοντας,
αλλά κι εκείνος θα πέσει στην αγκάλη του πατέρα του,
όπως το θέλει η καλή περίσταση. Μόνο εμένα
η γυναίκα μου δεν μ᾽ άφησε να τον χαρούν τα μάτια μου
τον γιο μου· πρόλαβε και με σκότωσε.
Έχω όμως κι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά·
κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πια.
Και τώρα απάντησέ μου, λέγοντας όλη την αλήθεια·
ανίσως κάπου ζωντανός ακόμη ακούγεται κι ο γιος μου,
ή στον Ορχομενό ή και στην Πύλο την αμμουδερή,
460μπορεί στη Σπάρτη την ευρύχωρη, στο πλάι του Μενελάου —
λέω πως δεν πέθανε ο Ορέστης μου πάνω στη γη.»
Στο ερώτημά του εγώ ανταπάντησα μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ατρείδη, τέτοια μη ρωτάς· δεν ξέρω αλήθεια τίποτε,
αν ζει εκείνος ή αν πέθανε· κακό όποιος βγάζει από το στόμα του
λόγια του ανέμου.»
|