Έπαψε εκείνος να μιλά, κι οι άλλοι όλοι έμειναν βουβοί
κι αμίλητοι, σαν μαγεμένοι κάτω απ᾽ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου η Αρήτη, λευκή κι ωραία, έσπασε τη σιωπή μιλώντας:
«Φαίακες, πώς σας φαίνεται ο ξένος άντρας,
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ισόρροπο μυαλό;
Είναι δικός μου ξένος, όμως κι εσείς, έχει ο καθένας μέρος
στην τιμή της πόλης· γι᾽ αυτό προτείνω, μη βιαστείτε,
μην τον αφήσετε να φύγει, μη λυπηθείτε τα μεγάλα δώρα,
340τώρα στην ώρα της ανάγκης του· έτσι κι αλλιώς κρύβουν τα σπίτια σας
πολλά αγαθά, με των θεών τη χάρη.»
Τότε στη μέση μπήκε να μιλήσει ο τίμιος γέροντας Εχένηος —
ήταν ο γεροντότερος ανάμεσα στους άλλους Φαίακες:
«Φίλοι, λέω πως δεν πέφτουν έξω απ᾽ τους δικούς μας τους σκοπούς,
απ᾽ τη δική μας γνώμη, όσα η βασίλισσα μας είπε· πρέπει να συμφωνήσετε.
Ωστόσο είναι ο Αλκίνοος εδώ, κι αυτός κρατεί τον λόγο και την πράξη.»
Αμέσως πήρε ο Αλκίνοος τον λόγο λέγοντας:
«Ό,τι ακούσατε θα γίνει· όσο τουλάχιστον θα ᾽μαι ζωντανός
και βασιλιάς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί.
350Ας κάνει όμως λίγη υπομονή ο ξένος, μόλο που τόσο επιθυμεί
τον νόστο του· ας μείνει ως αύριο, ώστε κι εγώ
να αποτελειώσω την υπόθεση των δώρων· ο γυρισμός του εξάλλου
είναι η φροντίδα σας, και πιο πολύ δική μου,
αφού εγώ κρατώ τη δύναμη αυτής της χώρας.»
Του ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πανέξυπνος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ᾽ όλον τον λαό σου,
ακόμη κι αν θα λέγατε να μείνω εδώ ώσπου να κλείσει χρόνος,
να μου ετοιμάσετε τον γυρισμό, να μου χαρίσετε δώρα λαμπρά,
μετά χαράς θα το δεχόμουν· το κέρδος θα ᾽ταν μεγαλύτερο,
να φτάσω στη γλυκιά πατρίδα με γεμάτα χέρια·
360θα με τιμούσαν τότε περισσότερο, θα μ᾽ αγαπούσαν πιο πολύ,
όλοι που θα με δουν να επιστρέφω στην Ιθάκη.»
Πήρε ο Αλκίνοος ξανά τον λόγο, με φώναξε με το όνομά μου:
«Ω Οδυσσέα, μ᾽ όλα όσα βλέπουμε μπροστά μας,
κανείς δεν θα μπορούσε να σε πάρει για απατεώνα ή ψεύτη,
όπως πολλοί που βόσκουν πάνω σ᾽ αυτή τη μαύρη γη,
άνθρωποι σκορπισμένοι που ψέματα σκαρώνουν
όσα δεν βάζει ο νους του ανθρώπου.
Εσένα ωστόσο και τα λόγια σου έχουν μορφή και το μυαλό σου λάμπει·
ξέρεις την τέχνη να ιστορείς, σαν αοιδός με άρτια γνώση,
και των Αργείων τα βάσανα και τα δικά σου
πάθη τα λυπητερά.
370Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, εξήγησε με κάθε ακρίβεια,
ανίσως είδες εκεί κάτω κάποιους απ᾽ τους ισόθεους εταίρους,
όσοι στην Τροία βρέθηκαν μαζί σου κι όσους τούς βρήκε ο θάνατος.
Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. Πες μου
λοιπόν τα θαυμαστά σου έργα· κι εγώ θα ᾽μενα ξάγρυπνος,
ώσπου να ξημερώσει η θεία Αυγή, αν δέχεσαι κι εσύ, μέσα στο σπίτι μου
να μου ιστορήσεις τα δικά σου πάθη.»
Του ανταπάντησε μιλώντας ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ᾽ όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
380την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν᾽ ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν· μπορώ κι άλλες πικρότερες
να σου ομολογήσω ιστορίες, τα πένθη των εταίρων μου που χάθηκαν
μετά· ενώ στην Τροία ξέφυγαν την ταραχή της μάχης και τους στεναγμούς,
επήγαν του χαμού στον δρόμο της επιστροφής —
κι όλα για χάρη μιας ολέθριας γυναίκας.
|