Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.7.1-4.8.3)

[4.7.1] Ταῦτα δὲ διαπραξάμενος ἐς Ζαρίασπα ἀφίκετο· καὶ αὐτοῦ κατέμενεν ἔστε παρελθεῖν τὸ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος. ἐν τούτῳ δὲ ἀφίκοντο παρ᾽ αὐτὸν Φραταφέρνης τε ὁ Παρθυαίων σατράπης καὶ Στασάνωρ ὁ ἐς Ἀρείους ἀποπεμφθεὶς ὡς Ἀρσάκην ξυλληψόμενος, τόν τε Ἀρσάκην δεδεμένον ἄγοντες καὶ Βραζάνην, ὅντινα Βῆσσος τῆς Παρθυαίων σατράπην κατέστησε, καί τινας ἄλλους τῶν τότε ξὺν Βήσσῳ ἀποστάντων. [4.7.2] ἧκον δὲ ἐν τῷ αὐτῷ Ἐπόκιλλος καὶ Μελαμνίδας καὶ Πτολεμαῖος ὁ τῶν Θρᾳκῶν στρατηγὸς ἀπὸ θαλάσσης, οἳ τά τε χρήματα ‹τὰ› ξὺν Μένητι πεμφθέντα καὶ τοὺς ξυμμάχους ὡς ἐπὶ θάλασσαν κατήγαγον. καὶ Ἄσανδρος δὲ ἐν τούτῳ ἧκεν καὶ Νέαρχος, στρατιὰν Ἑλλήνων μισθοφόρων ἄγοντες, καὶ †Βῆσσός τε ὁ Συρίας σατράπης καὶ Ἀσκληπιόδωρος ὁ ὕπαρχος ἀπὸ θαλάσσης, καὶ οὗτοι στρατιὰν ἄγοντες.
[4.7.3] Ἔνθα δὴ ξύλλογον ἐκ τῶν παρόντων ξυναγαγὼν Ἀλέξανδρος παρήγαγεν ἐς αὐτοὺς Βῆσσον· καὶ κατηγορήσας τὴν Δαρείου προδοσίαν τήν τε ῥῖνα Βήσσου ἀποτμηθῆναι καὶ τὰ ὦτα ἄκρα ἐκέλευσεν, αὐτὸν δὲ ἐς Ἐκβάτανα ἄγεσθαι, ὡς ἐκεῖ ἐν τῷ Μήδων τε καὶ Περσῶν ξυλλόγῳ ἀποθανούμενον. [4.7.4] καὶ ἐγὼ οὔτε τὴν ἄγαν ταύτην τιμωρίαν Βήσσου ἐπαινῶ, ἀλλὰ βαρβαρικὴν εἶναι τίθεμαι τῶν ἀκρωτηρίων τὴν λώβην καὶ ὑπαχθῆναι Ἀλέξανδρον ξύμφημι ἐς ζῆλον τοῦ Μηδικοῦ τε καὶ Περσικοῦ πλούτου καὶ τῆς κατὰ τοὺς βαρβάρους βασιλέας οὐκ ἴσης ἐς τοὺς ὑπηκόους ξυνδιαιτήσεως, ἐσθῆτά τε ὅτι Μηδικὴν ἀντὶ τῆς Μακεδονικῆς τε καὶ πατρίου Ἡρακλείδης ὢν μετέλαβεν, οὐδαμῇ ἐπαινῶ, καὶ τὴν κίταριν τὴν Περσικὴν τῶν νενικημένων ἀντὶ ὧν αὐτὸς ὁ νικῶν πάλαι ἐφόρει ἀμεῖψαι οὐκ ἐπῃδέσθη, [4.7.5] οὐδὲν τούτων ἐπαινῶ, ἀλλ᾽ εἴπερ τι ἄλλο, καὶ τὰ Ἀλεξάνδρου μεγάλα πράγματα ἐς τεκμηρίωσιν τίθεμαι ὡς οὔτε τὸ σῶμα ὅτῳ εἴη καρτερόν, οὔτε ὅστις γένει ἐπιφανής, οὔτε κατὰ πόλεμον εἰ δή τις διευτυχοίη ἔτι μᾶλλον ἢ Ἀλέξανδρος, οὐδὲ εἰ τὴν Λιβύην τις πρὸς τῇ Ἀσίᾳ, καθάπερ οὖν ἐπενόει ἐκεῖνος, ἐκπεριπλεύσας κατάσχοι, οὐδὲ εἰ τὴν Εὐρώπην ἐπὶ τῇ Ἀσίᾳ τε καὶ Λιβύῃ τρίτην, τούτων πάντων οὐδέν τι ὄφελος ἐς εὐδαιμονίαν ἀνθρώπου, εἰ μὴ σωφρονεῖν ἐν ταὐτῷ ὑπάρχοι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ τῷ τὰ μεγάλα, ὡς δοκεῖ, πράγματα πράξαντι.
[4.8.1] Ἔνθα δὴ καὶ τὸ Κλείτου τοῦ Δρωπίδου πάθημα καὶ τὴν Ἀλεξάνδρου ἐπ᾽ αὐτῷ ξυμφοράν, εἰ καὶ ὀλίγον ὕστερον ἐπράχθη, οὐκ ἔξω τοῦ καιροῦ ἀφηγήσομαι. εἶναι μὲν γὰρ ἡμέραν ἱερὰν τοῦ Διονύσου Μακεδόσι καὶ θύειν Διονύσῳ ὅσα ἔτη ἐν αὐτῇ Ἀλέξανδρον· [4.8.2] τὸν δὲ τοῦ Διονύσου μὲν ἐν τῷ τότε ἀμελῆσαι λέγουσι, Διοσκούροιν δὲ θῦσαι, ἐξ ὅτου δὴ ἐπιφρασθέντα τοῖν Διοσκούροιν τὴν θυσίαν· πόρρω δὲ τοῦ πότου προϊόντος (καὶ γὰρ καὶ τὰ τῶν πότων ἤδη Ἀλεξάνδρῳ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον νενεωτέριστο) ἀλλ᾽ ἔν γε τῷ πότῳ τότε ὑπὲρ τοῖν Διοσκούροιν λόγους γίγνεσθαι, ὅπως ἐς Δία ἀνηνέχθη αὐτοῖν ἡ γένεσις ἀφαιρεθεῖσα Τυνδάρεω. [4.8.3] καί τινας τῶν παρόντων κολακείᾳ τῇ Ἀλεξάνδρου, οἷοι δὴ ἄνδρες διέφθειράν τε ἀεὶ καὶ οὔποτε παύσονται ἐπιτρίβοντες τὰ τῶν ἀεὶ βασιλέων πράγματα, κατ᾽ οὐδὲν ἀξιοῦν συμβάλλειν Ἀλεξάνδρῳ τε καὶ τοῖς Ἀλεξάνδρου ἔργοις τὸν Πολυδεύκην καὶ τὸν Κάστορα. οἱ δὲ οὐδὲ τοῦ Ἡρακλέους ἀπείχοντο ἐν τῷ πότῳ· ἀλλὰ τὸν φθόνον γὰρ ἐμποδὼν ἵστασθαι τοῖς ζῶσι τὸ μὴ οὐ τὰς δικαίας τιμὰς αὐτοῖς ἐκ τῶν ξυνόντων γίγνεσθαι.

[4.7.1] Αφού τακτοποίησε τα ζητήματα αυτά, έφθασε ο Αλέξανδρος στα Ζαρίασπα και παρέμεινε εκεί ώσπου να περάσει ο βαρύς χειμώνας. Στο μεταξύ ήρθαν στον Αλέξανδρο ο Φραταφέρνης, ο σατράπης των Πάρθων, και ο Στασάνωρ, ο οποίος είχε αποσταλεί στην Αρεία για να συλλάβει τον Αρσάκη. Έφεραν μαζί τους δέσμιους τον Αρσάκη και τον Βραζάνη, τον οποίο διόρισε ο Βήσσος σατράπη των Πάρθων, καθώς και μερικούς άλλους που επαναστάτησαν τότε μαζί με τον Βήσσο. [4.7.2] Συγχρόνως έφθασαν από τη θάλασσα ο Επόκιλλος και ο Μελαμνίδας και ο Πτολεμαίος, ο στρατηγός των Θρακών, οι οποίοι είχαν συνοδεύσει ως τη θάλασσα τα χρήματα που είχαν σταλεί με τον Μένητα και τους συμμάχους. Στο μεταξύ έφθασαν επίσης από τη θάλασσα ο Άσανδρος και ο Νέαρχος και ο Βήσσος, ο σατράπης της Συρίας, και ο Ασκληπιόδωρος, ο ύπαρχος, φέρνοντας και αυτοί στρατό.
[4.7.3] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος συγκάλεσε σε συμβούλιο όσους ήταν παρόντες και τους παρουσίασε τον Βήσσο. Τον κατηγόρησε που πρόδωσε τον Δαρείο και διέταξε να κόψουν τη μύτη του Βήσσου και την άκρη των αυτιών του και να τον οδηγήσουν στα Εκβάτανα, για να εκτελεσθεί εκεί στη συνέλευση των Μήδων και των Περσών. [4.7.4] Εγώ όχι μόνον δεν εγκρίνω την αυστηρή αυτή τιμωρία του Βήσσου, αλλά και θεωρώ την αποκοπή άκρων ως βαρβαρικό έθιμο. Συμφωνώ ότι ο Αλέξανδρος παρασύρθηκε από τη μηδική και περσική πολυτέλεια, καθώς και από τη συνήθεια των βάρβαρων βασιλέων να μην ακολουθούν τον ίδιο τρόπο ζωής με τους υπηκόους τους. Δεν εγκρίνω επίσης με κανένα τρόπο ότι, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν απόγονος του Ηρακλή, αντικατέστησε τη μακεδονική και πατροπαράδοτη στολή του με τη μηδική και ότι δεν ντράπηκε να ανταλλάξει με την περσική τιάρα των νικημένων το διάδημα που αυτός, ο νικητής, φορούσε από παλιά. [4.7.5] Από αυτά δεν εγκρίνω τίποτε, αλλά χρησιμοποιώ τα μεγάλα κατορθώματα του Αλεξάνδρου περισσότερο από καθετί άλλο για να αποδείξω ότι ούτε η σωματική ρώμη ενός ανθρώπου ούτε η αριστοκρατική καταγωγή του ούτε αν σημείωνε ο άνθρωπος αυτός συνεχείς πολεμικές επιτυχίες μεγαλύτερες ακόμη και από εκείνες του Αλεξάνδρου ούτε αν κάποιος καταλάβει εκτός από την Ασία και την Αφρική, αφού την περιπλεύσει, όπως ακριβώς σχεδίαζε να κάμει ο Αλέξανδρος, ούτε αν αυτός κάμει την Ευρώπη τρίτη κτήση του εκτός από την Ασία και την Αφρική, δεν θα προκύψει από όλα αυτά κανένα όφελος για την ευτυχία του ανθρώπου εκτός και αν υπάρχει συγχρόνως σωφροσύνη στον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος επέτυχε τόσο μεγάλα, όπως νομίζει, κατορθώματα.
[4.8.1] Δεν κρίνω, λοιπόν, άκαιρο να διηγηθώ στο σημείο αυτό τον φόνο του Κλείτου, του γιου του Δρωπίδη και τη συμφορά που έπαθε γι᾽ αυτό ο Αλέξανδρος, αν και το επεισόδιο συνέβη λίγο αργότερα. Είχαν, λοιπόν, οι Μακεδόνες ορισμένη μέρα του χρόνου αφιερωμένη στον Διόνυσο, κατά την οποίαν ο Αλέξανδρος πρόσφερε κάθε χρόνο θυσίες στον Διόνυσο· [4.8.2] σε εκείνην την περίσταση ωστόσο λένε ότι παραμέλησε τον Διόνυσο και θυσίασε στους Διοσκούρους· για κάποια βέβαια αιτία σκέφθηκε να θυσιάσει στους Διοσκούρους. Ενώ παρατεινόταν το συμπόσιο (γιατί ο Αλέξανδρος είχε πλέον δεχθεί και στα συμπόσια νέες συνήθειες, περισσότερο βαρβαρικές) και διασκέδαζαν, η συζήτηση στράφηκε στους Διοσκούρους, δηλαδή με ποιό τρόπο αποδόθηκε η γέννησή τους στον Δία, αφού αφαιρέθηκε από τον Τυνδάρεω. [4.8.3] Μερικοί παρευρισκόμενοι, για να κολακεύσουν τον Αλέξανδρο —οι άνθρωποι του είδους αυτού κατέστρεφαν πάντοτε βέβαια και ποτέ δεν θα παύσουν να βλάπτουν τα συμφέροντα των εκάστοτε βασιλέων— υποστήριξαν ότι με κανένα τρόπο δεν μπορούν να συγκριθούν ο Πολυδεύκης και ο Κάστορας με τον Αλέξανδρο και τα κατορθώματά του. Άλλοι δεν άφησαν ήσυχο ούτε τον Ηρακλή, όσο διαρκούσε το συμπόσιο, αλλά έλεγαν ότι ο φθόνος γίνεται εμπόδιο στους ζωντανούς να τιμηθούν επάξια από τους συντρόφους τους.