[3.60.1] Τα παρατράβηξα τα σχετικά με τους Σαμίους για τον λόγο ότι οι Σάμιοι έχουν κατασκευάσει τα τρία μεγαλύτερα έργα που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το πρώτο από τα τρία είναι ένα όρυγμα με δύο στόμια, που αρχίζει κάτω από ένα βουνό ψηλό ώς εκατόν πενήντα οργιές. [3.60.2] Το μάκρος του ορύγματος είναι επτά στάδιοι, το ύψος και το πλάτος του οχτώ πόδια. Σε όλο το μάκρος του είναι σκαμμένο άλλο όρυγμα, με βάθος είκοσι πήχες και πλάτος τρία πόδια, και μέσα απ᾽ αυτό περνάει το νερό και φτάνει με σωλήνες στην πόλη ξεκινώντας από μεγάλη πηγή. [3.60.3] Αρχιτέκτονας αυτού του ορύγματος ήταν ο Μεγαρέας Ευπαλίνος, γιος του Ναυστρόφου. Το δεύτερο είναι ο μόλος του λιμανιού, μέσα στη θάλασσα, που έχει βάθος ακόμη και είκοσι οργιές και μάκρος πάνω από δύο σταδίους. [3.60.4] Το τρίτο έργο είναι ένας ναός που έχουν κατασκευάσει, ο μεγαλύτερος απ᾽ όσους ξέρω, που πρώτος του αρχιτέκτονας υπήρξε ο Ροίκος, ο γιος του Φιλέα, ντόπιος. Γι᾽ αυτούς τους λόγους παρατράβηξα κάπως τα σχετικά με τους Σαμίους. [3.61.1] Ωστόσο ο Καμβύσης του Κύρου χρονοτριβούσε στην Αίγυπτο και είχε τρελαθεί εντελώς, οπότε στασιάζουν δύο Μάγοι αδελφοί, που τον ένα τους ο Καμβύσης τον είχε αφήσει διαχειριστή του παλατιού του. Αυτός λοιπόν στασίασε εναντίον του Καμβύση όταν έμαθε για τον θάνατο του Σμέρδη και ότι τον κρατούσαν μυστικόν και ότι λίγοι ήταν οι Πέρσες που ήξεραν το γεγονός, ενώ οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ο Σμέρδις ήταν ακόμη ζωντανός. [3.61.2] Έτσι, ο Μάγος σχεδίαζε τούτη την επιχείρηση για να καταλάβει τη βασιλεία· είχε έναν αδελφό, αυτόν που είπα ότι στασίασε μαζί του, που έμοιαζε εξαιρετικά με τον Σμέρδη του Κύρου, αυτόν που ο Καμβύσης, αν και ήταν αδελφός του, τον είχε σκοτώσει. Και δεν έμοιαζε τούτος μόνο στην εμφάνιση με τον Σμέρδη, αλλά είχε και το ίδιο όνομα, Σμέρδις. [3.61.3] Τον έπεισε λοιπόν τον άνθρωπο ο Μάγος Πατιζείθης ότι θα τα τακτοποιήσει όλα αυτός για λογαριασμό του, και τον έφερε και τον εγκατέστησε στον βασιλικό θρόνο. Και όταν το έκανε αυτό, έστειλε κήρυκες και στους άλλους τόπους, αλλά έστειλε και έναν στην Αίγυπτο για να διακηρύξει στον στρατό ότι στο εξής έπρεπε να υπακούει στον Σμέρδη και όχι στον Καμβύση. [3.62.1] Τα διαλαλούσαν λοιπόν αυτά οι άλλοι κήρυκες, διαλαλούσε κι εκείνος που είχε οριστεί στην Αίγυπτο τα όσα ο Μάγος τον είχε προστάξει, στέκοντας καταμεσής στο στράτευμα (γιατί είχε συναντήσει τον Καμβύση και τον στρατό στα Αγβάτανα της Συρίας). [3.62.2] Τα άκουσε αυτά ο Καμβύσης και νόμισε ότι ο κήρυκας έλεγε την αλήθεια και ότι τον ίδιο τον είχε προδώσει ο Πρηξάσπης (ότι δηλαδή, ενώ τον είχε στείλει για να σκοτώσει τον Σμέρδη, αυτός δεν το έκανε) και γυρίζοντας τα μάτια του προς τον Πρηξάσπη τού είπε: «Ώστε έτσι, Πρηξάσπη, έκανες αυτό που σου ανέθεσα;» Κι εκείνος του είπε: [3.62.3] «Κύριέ μου, δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα, ότι ο αδελφός σου ο Σμέρδις στασίασε εναντίον σου, ούτε ότι θα έχεις ποτέ από λόγου του μπελάδες, μεγάλους ή μικρούς. Γιατί εγώ ο ίδιος έκανα τα όσα με πρόσταξες και τον έθαψα με τα ίδια μου τα χέρια. [3.62.4] Αν ωστόσο ανασταίνονται οι νεκροί, περίμενε τότε να στασιάσει εναντίον σου και ο Αστυάγης ο Μήδος· αν όμως είναι όλα όπως και πριν, από εκείνον δεν πρόκειται να υπάρξει τίποτε νεότερο. Τώρα λοιπόν μου φαίνεται ότι εκείνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να κυνηγήσουμε τον κήρυκα, να τον πιάσουμε για να τον εξετάσουμε και να τον ρωτήσουμε ποιός τον έστειλε να μας παραγγείλει να υπακούμε στον βασιλιά Σμέρδη». [3.63.1] Μόλις τα είπε αυτά ο Πρηξάσπης (άρεσαν στον Καμβύση), έστρωσαν τον κήρυκα στο κυνήγι, και τον έφεραν πίσω· και μόλις έφτασε, τον ρώτησε ο Πρηξάσπης τα εξής: «Λες, άνθρωπέ μου, ότι έρχεσαι αγγελιαφόρος από τον Σμέρδη, τον γιο του Κύρου. Τώρα όμως πες την αλήθεια και πήγαινε στο καλό: ποιός σου τα πρόσταξε αυτά, ο ίδιος ο Σμέρδις, εμφανίστηκε δηλαδή μπροστά σου, ή μήπως κανένας από τους υπηρέτες του;» [3.63.2] Κι εκείνος απάντησε: «Εγώ τον Σμέρδη, τον γιο του Κύρου, αφότου ο βασιλιάς Καμβύσης κίνησε για την Αίγυπτο, δεν τον ξαναείδα. Τις εντολές αυτές μου τις έδωσε εκείνος ο Μάγος, που ο Καμβύσης τον άφησε επίτροπο στο παλάτι, και μου είπε ότι όλα αυτά πρόσταξε να σας τα πω ο Σμέρδις, ο γιος του Κύρου.» [3.63.3] Τους μίλησε δηλαδή ο κήρυκας χωρίς να ανακατέψει κανένα ψέμα, και ο Καμβύσης είπε: «Εσύ, Πρηξάσπη, σαν τίμιος άνθρωπος, έκανες ό,τι σε πρόσταξα, και άρα δεν είσαι υπεύθυνος· άραγε όμως ποιός από τους Πέρσες να είναι αυτός που σφετερίστηκε το όνομα του Σμέρδη και στασίασε εναντίον μου;» [3.63.4] Κι εκείνος του είπε: «Εμένα, βασιλιά μου, μου φαίνεται ότι καταλαβαίνω πώς έγινε το πράγμα· το πραξικόπημα εναντίον σου το έκαναν οι Μάγοι, αυτός που τον άφησες διαχειριστή του παλατιού, ο Πατιζείθης, και ο αδελφός του ο Σμέρδις». [3.64.1] Στο σημείο αυτό, τον Καμβύση, όταν άκουσε το όνομα του Σμέρδη, τον ξάφνιασε η αλήθεια των λόγων του Πρηξάσπη και του ονείρου που είχε δει στον ύπνο του, όπου κάποιος του είχε αναγγείλει ότι ο Σμέρδις καθισμένος στον βασιλικό θρόνο άγγιζε με το κεφάλι του τον ουρανό. [3.64.2] Κατάλαβε λοιπόν ο Καμβύσης ότι άδικα είχε σκοτώσει τον αδελφό του και βάλθηκε να κλαίει τον Σμέρδη, κι αφού τον έκλαψε, βαθιά λυπημένος για όλην την συμφορά, ανεβαίνει στο άλογό του έχοντας κατά νου να εκστρατεύσει το ταχύτερο στα Σούσα, εναντίον του Μάγου. [3.64.3] Αλλά καθώς ανεβαίνει στο άλογο, φεύγει το κουμπί από την άκρη της θήκης του ξίφους του, το ξίφος γυμνώνεται και τον χτυπάει στον μηρό· τραυματισμένος στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου αυτός είχε παλιότερα χτυπήσει τον Άπη, τον θεό των Αιγυπτίων, και επειδή του φάνηκε ότι ήταν άσχημα χτυπημένος, ο Καμβύσης ρώτησε ποιό ήταν το όνομα της πόλης όπου βρίσκονταν. Του είπαν Αγβάτανα. [3.64.4] Ακόμη πιο παλιά λοιπόν του είχε δοθεί από την πόλη Βουτού χρησμός ότι θα τελείωνε τη ζωή του στα Αγβάτανα. Αυτός όμως πίστεψε τότε ότι θα πέθαινε γέρος στα μηδικά Αγβάτανα, όπου είχε όλα τα καλά του, ενώ ο χρησμός μιλούσε ακριβώς για τα Αγβάτανα της Συρίας. [3.64.5] Έτσι, όταν ρώτησε τότε και έμαθε το όνομα της πόλης, συγκλονισμένος τόσο από το κακό που τον είχε βρει με τον Μάγο όσο και από το τραύμα του, ήρθε στα σύγκαλά του, κατάλαβε το νόημα του χρησμού και είπε: «Το πεπρωμένο του Καμβύση, του γιου του Κύρου, είναι να πεθάνει εδώ». [3.65.1] Αυτά μόνο είπε τότε ο Καμβύσης· αλλά ύστερα από καμιά εικοσαριά ημέρες κάλεσε κοντά του τους σημαντικότερους από τους Πέρσες που βρίσκονταν εκεί και τους είπε τα εξής: «Πέρσες, ανάγκη μεγάλη με σφίγγει, το πράγμα που κρύβω περισσότερο απ᾽ όλα, να σας το φανερώσω. [3.65.2] Όταν ήμουν στην Αίγυπτο, είδα στον ύπνο μου όνειρο που άμποτε να μην το έβλεπα· είδα δηλαδή ότι ήρθε από την πατρίδα αγγελιαφόρος και μου ανάγγειλε ότι ο Σμέρδις ήταν καθισμένος στον βασιλικό θρόνο και με το κεφάλι του άγγιζε τον ουρανό. [3.65.3] Φοβήθηκα τότε εγώ μη μου αρπάξει ο αδελφός μου την αρχή, και έπραξα βιαστικά περισσότερο παρά φρόνιμα· γιατί βέβαια στην ανθρώπινη φύση δεν είναι δοσμένο να εμποδίζει το μέλλον να συμβεί, κι εγώ ο αστόχαστος στέλνω στις Σάρδεις τον Πρηξάσπη να σκοτώσει τον Σμέρδη. Και ενώ τόσο μεγάλο κακό είχε γίνει, εγώ περνούσα ξένοιαστα τον καιρό μου, χωρίς διόλου να καθίσω να σκεφτώ μήπως κάποτε, με τον Σμέρδη σκοτωμένο, κανένας άλλος άνθρωπος στασιάσει εναντίον μου. [3.65.4] Στα μελλούμενα έπεσα έξω, σε όλα, τον αδελφό μου τον σκότωσα χωρίς να υπάρχει λόγος, και μολοντούτο έχασα και τη βασιλεία. Γιατί ο Σμέρδις που ο θεός μού προφήτεψε στο όνειρό μου ότι θα στασιάσει, ήταν βέβαια ο Μάγος. [3.65.5] Έτσι λοιπόν το έπραξα το κακό, και τον Σμέρδη, τον γιο του Κύρου, μην τον λογαριάζετε πια ότι υπάρχει για σας· και το βασίλειό σας το κατέχουν οι Μάγοι, αυτός που άφησα διαχειριστή του παλατιού μου κι ο αδελφός του ο Σμέρδις. Αλλά εκείνος που θα έπρεπε το πιο πολύ να με διαφεντέψει σε τούτες τις ατιμίες που παθαίνω από τους Μάγους, είναι σκοτωμένος με θάνατον ανόσιο από τον πιο στενό συγγενή του· [3.65.6] και τώρα όπου εκείνος δεν υπάρχει πια, σ᾽ εσάς, Πέρσες, δεύτερους στη σειρά απ᾽ όσους μου απομένουν, μου είναι άκρα ανάγκη ν᾽ αφήσω εντολές για το τί θέλω να γίνει για λογαριασμό μου καθώς τελειώνω τη ζωή μου, και σας εξορκίζω για τα παρακάτω επικαλούμενος τους βασιλικούς θεούς, όλους σας και προπαντός τους Αχαιμενίδες όσοι είναι παρόντες: μην αφήσετε την ηγεμονία να πέσει πάλι στα χέρια των Μήδων, αλλά αν την πήραν και την κρατούν με δόλο, τότε με δόλο κι εσείς να τους την αφαιρέσετε, κι αν πάλι την απόκτησαν με βία, τότε κι εσείς μ᾽ όλη τη δύναμή σας να τους την πάρετε πίσω με τη βία· [3.65.7] και αν τα κάνετε αυτά, άμποτε η γη να σας δίνει καρπό και να γεννούν οι γυναίκες και τα κοπάδια σας και να είστε παντοτινά ελεύθεροι· αν όμως δεν πάρετε πίσω την εξουσία κι ούτε προσπαθήσετε να την πάρετε, τότε σας αφήνω κατάρα να σας βρουν τα αντίθετα από τούτα, κι από πάνω όλους τους Πέρσες, έναν–έναν, να τους έβρει τέλος σαν αυτό που βρήκε εμένα». Αυτά είπε ο Καμβύσης και βάλθηκε να κλαίει για την τόση συμφορά του. [3.66.1] Οι Πέρσες, μόλις είδαν τον βασιλιά τους να βάζει τα κλάματα, έπιασαν να κουρελιάζουν τα ρούχα που φορούσαν και να θρηνούν με την ψυχή τους. [3.66.2] Ύστερα απ᾽ αυτά, το κόκαλο γαγγραίνιασε και ο μηρός σάπισε γρήγορα, και έτσι πέθανε ο Καμβύσης του Κύρου, αφού είχε βασιλεύσει επτά χρόνια και πέντε μήνες συνολικά, και ήταν άκληρος εντελώς από παιδιά, αγόρια και κορίτσια. [3.66.3] Ωστόσο, οι Πέρσες που ήταν εκεί, στο βάθος δεν τον πίστεψαν καθόλου ότι στην εξουσία είχαν ανέβει οι Μάγοι· πίστεψαν ότι τα σχετικά με τον θάνατο του Σμέρδη ο Καμβύσης τα είπε με πανουργία, για να ξεσηκώσει όλη την Περσία σε πόλεμο εναντίον του. [3.67.1] Πίστεψαν λοιπόν οι Πέρσες ότι είχε αναρριχηθεί στο θρόνο ο Σμέρδις του Κύρου· και άλλωστε και ο Πρηξάσπης αρνιόταν πέρα για πέρα ότι είχε σκοτώσει τον Σμέρδη: ήταν κάθε άλλο παρά ακίνδυνο γι᾽ αυτόν, με πεθαμένο τον Καμβύση, να πει ότι είχε ξεκάνει με τα ίδια του τα χέρια τον γιο του Κύρου. [3.67.2] Όσο για τον Μάγο, μετά τον θάνατο του Καμβύση, παριστάνοντας τον συνονόματό του Σμέρδη, τον γιο του Κύρου, βασίλευσε ανέμελος επτά μήνες, όσο υπολειπόταν δηλαδή για να συμπληρώσει οκτώ χρόνια ο Καμβύσης· [3.67.3] και τους μήνες αυτούς έκανε σε όλους τους υπηκόους του τόσο μεγάλες ευεργεσίες ώστε όταν πέθανε, τον επιθύμησαν όλοι στην Ασία, εκτός από τους ίδιους τους Πέρσες. Έστειλε δηλαδή ο Μάγος αγγελιαφόρους σε όλα τα έθνη που εξουσίαζε και τους έκανε γνωστό ότι για τρία χρόνια είχαν απαλλαγή από στρατό και φόρους. [3.68.1] Την ανακοίνωση αυτή ωστόσο την έκανε ο Μάγος μόλις ανέβηκε στην εξουσία· αλλά τον όγδοο μήνα αποκαλύφθηκε με τον ακόλουθο τρόπο: ο Οτάνης ήταν γιος του Φαρνάσπη και από τους πρώτους ανάμεσα στους Πέρσες στη γενιά και στον πλούτο· [3.68.2] και αυτός ο Οτάνης πρώτος υποπτεύθηκε ότι ο Μάγος δεν ήταν ο Σμέρδις του Κύρου αλλά αυτός που ήταν, πράγμα που το συμπέρανε από τον λόγο ότι ο Μάγος δεν έβγαινε από το ανάκτορο και δεν καλούσε σε ακρόαση κανέναν από τους σημαίνοντες Πέρσες. [3.68.3] Όταν λοιπόν τον υποπτεύθηκε ο Οτάνης έκανε το εξής: ο Καμβύσης είχε γυναίκα την κόρη του, Φαιδυμία τ᾽ όνομά της, και την ίδια την είχε ύστερα και ο Μάγος και ζούσε μαζί της, όπως και με όλες τις άλλες γυναίκες του Καμβύση. Έστειλε λοιπόν μήνυμα ο Οτάνης στην κόρη του αυτή και τη ρώτησε με ποιόν κοιμόταν, με τον Σμέρδη, τον γιο του Κύρου, ή μήπως με κανέναν άλλο άντρα; [3.68.4] Εκείνη ωστόσο του απάντησε στο μήνυμά του και του είπε ότι δεν ξέρει, γιατί τον Σμέρδη του Κύρου δεν τον είχε δει ποτέ της, και ούτε ξέρει ποιός είναι αυτός που ζει μαζί της. Ο Οτάνης τής μήνυσε για δεύτερη φορά: «Αν δεν γνωρίζεις εσύ τον Σμέρδη του Κύρου, τότε ρώτα την Άτοσσα να μάθεις ποιός είναι αυτός που κοντά του ζείτε και εκείνη και εσύ — δεν μπορεί να μην ξέρει τον αδελφό της». Στο μήνυμα αυτό η κόρη απαντάει: [3.68.5] «Ούτε με την Άτοσσα μπορώ να κουβεντιάσω ούτε καμιάν άλλη μπορώ να δω από τις γυναίκες που κατοικούν εδώ· γιατί αυτός ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, μόλις παρέλαβε την βασιλεία, μας σκόρπισε άλλην εδώ κι άλλην εκεί». [3.69.1] Όταν τ᾽ άκουσε αυτό ο Οτάνης, το πράγμα έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο γι᾽ αυτόν. Στέλνει τότε τρίτη παραγγελιά στην κόρη του λέγοντάς της τα εξής: [3.69.2] «Είσαι, κόρη μου, από καλή γενιά και πρέπει να αναλάβεις όποιον κίνδυνο σε προστάξει ο πατέρας σου να αντιμετωπίσεις· γιατί αν αυτός δεν είναι ο Σμέρδις του Κύρου αλλά εκείνος που εγώ υποπτεύομαι ότι είναι, τότε δεν πρέπει ανενόχλητος να κοιμάται μαζί σου και να κατέχει την εξουσία στην Περσία, αλλά πρέπει να τιμωρηθεί. [3.69.3] Γι᾽ αυτό λοιπόν κάνε το εξής: όταν θα πλαγιάσει μαζί σου και θα καταλάβεις ότι τον πήρε ο ύπνος, ψαχούλεψέ του τα αυτιά· και αν αποδειχτεί ότι έχει αυτιά, τότε να ξέρεις ότι ζεις κοντά στον Σμέρδη του Κύρου· αν όμως δεν έχει, τότε ζεις με τον Μάγο τον Σμέρδη». [3.69.4] Σε τούτα η Φαιδυμία πάλι απαντά και λέει ότι θα διατρέξει μεγάλον κίνδυνο αν το κάνει αυτό· γιατί αν εκείνος αποδειχτεί ότι δεν έχει αυτιά και την πιάσει να τον ψαχουλεύει, τότε είναι βέβαιο ότι θα την ξεπαστρέψει· παρ᾽ όλα αυτά, θα το κάνει. [3.69.5] Έτσι λοιπόν η κόρη υποσχέθηκε να φέρει σε πέρας τη δουλειά για λογαριασμό του πατέρα της, ενώ εκείνου του Μάγου του Σμέρδη, για κάποια τέλος πάντων αιτία όχι ασήμαντη, ο Κύρος ο γιος του Καμβύση, όταν ήταν βασιλιάς, του είχε κόψει τα αυτιά. [3.69.6] Έτσι λοιπόν αυτή η Φαιδυμία βάλθηκε να εκτελέσει τα όσα είχε υποσχεθεί στον πατέρα της, και όταν ήρθε η σειρά της να πάει κοντά στον Μάγο (γιατί οι γυναίκες των Περσών σμίγουν μαζί τους εκ περιτροπής), πήγε κοντά του και πλάγιασε, κι όταν αυτόν τον πήρε για καλά ο ύπνος, του ψαχούλεψε τα αυτιά. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είχε αυτιά, και γι᾽ αυτό, μόλις ξημέρωσε, μήνυσε αμέσως στον πατέρα της το τί είχε γίνει. [3.70.1] Τότε ο Οτάνης έπιασε τον Ασπαθίνη και τον Γωβρύα, που ήταν από τους πρώτους Πέρσες και που τους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, και τους αφηγήθηκε όλο το περιστατικό· αυτοί το είχαν βέβαια υποπτευθεί και οι ίδιοι ότι έτσι ήταν τα πράγματα, αλλά όταν ο Οτάνης τούς έκανε λόγο, πείσθηκαν. [3.70.2] Και αποφάσισαν να προσηλυτίσουν ο καθένας τους από έναν Πέρση, όποιον εμπιστεύονταν περισσότερο. Φέρνουν λοιπόν ο Οτάνης τον Ινταφρένη, ο Γωβρύας τον Μεγάβυξο και ο Ασπαθίνης τον Υδάρνη. [3.70.3] Και όταν αυτοί έγιναν έξι, φτάνει στα Σούσα και ο Δαρείος, ο γιος του Υστάσπη, ερχόμενος από την Περσία, όπου ο πατέρας του ήταν διοικητής. Όταν λοιπόν έφτασε ο Δαρείος, οι έξι Πέρσες αποφάσισαν να τον προσηλυτίσουν και αυτόν. [3.71.1] Μαζεύτηκαν τότε αυτοί οι επτά και έδωσαν ο ένας στον άλλο υπόσχεση για πίστη και συζήτησαν. Και όταν ήρθε η σειρά του Δαρείου να εκφράσει την άποψή του, τους είπε τα εξής: [3.71.2] «Θαρρούσα ότι ήμουν ο μόνος που τα ήξερε, ότι δηλαδή βασιλιάς είναι ο Μάγος και ότι ο Σμέρδις του Κύρου έχει πεθάνει· και γι᾽ αυτό ακριβώς ήρθα βιαστικά, για να οργανώσω τον θάνατο του Μάγου. Αφού όμως τυχαίνει να τα ξέρετε κι εσείς και να μην είμαι μόνος, νομίζω ότι πρέπει να δράσουμε αμέσως και να μην αναβάλουμε, γιατί αυτό δεν θα ήταν καλό». [3.71.3] Στα λόγια αυτά ο Οτάνης απάντησε: «Γιε του Υστάσπη, είσαι παιδί γενναίου πατέρα, και καταπώς φαίνεται δεν υστερείς καθόλου και ο ίδιος από τον πατέρα σου· αλλά την επιχείρηση αυτή μην τη βιάζεις έτσι απερίσκεπτα, μόνο πάρ᾽ την πιο σοβαρά· πρέπει δηλαδή πρώτα να γίνουμε περισσότεροι και ύστερα να δράσουμε». [3.71.4] Στα λόγια αυτά ο Δαρείος απαντάει: «Κύριοι που είστε παρόντες, αν ακολουθήσετε τον τρόπο που είπε ο Οτάνης, να το ξέρετε ότι θα χαθείτε κακήν κακώς· γιατί κάποιος, επιζητώντας όφελος για τον εαυτό του, θα τα προφτάσει στον Μάγο. [3.71.5] Οφείλετε λοιπόν οπωσδήποτε να πάρετε οι ίδιοι τη δουλειά απάνω σας και να τη φέρετε μόνοι σας σε πέρας· επειδή όμως αποφασίσατε να την κοινολογήσετε και σε άλλους και μου την εμπιστευτήκατε κι εμένα, να έχετε υπόψη σας ότι αν δεν ενεργήσουμε σήμερα και αφήσουμε τη σημερινή ημέρα να πάει χαμένη, άλλος δεν θα με προφτάσει για να γίνει κατήγορός σας παρά εγώ ο ίδιος θα τα καταγγείλω όλα στον Μάγο». [3.72.1] Όταν ο Οτάνης είδε ότι ο Δαρείος επείγεται, του απαντάει με τούτα τα λόγια: «Αφού μας εξαναγκάζεις να βιαστούμε και δεν επιτρέπεις αναβολή, εμπρός τότε, εξήγησέ μας με ποιόν τρόπο θα μπούμε στα ανάκτορα για να τους ριχτούμε: γιατί θα το ξέρεις βέβαια κι εσύ, κι αν δεν τις έχεις δει θα τις έχει ακουστά, ότι εδώ κι εκεί υπάρχουν φρουρές· αυτές πώς θα τις περάσουμε;» [3.72.2] Ο Δαρείος απαντάει με τα εξής: «Οτάνη, είναι πολλά εκείνα που δεν είναι δυνατόν να φανερωθούν με τα λόγια αλλά με τα έργα· κι άλλα πάλι, που με τα λόγια είναι κατορθωτά αλλά που απ᾽ αυτά δεν βγαίνει κανένα σπουδαίο έργο. Πρέπει ωστόσο να ξέρετε ότι τις φρουρές που έχουν εγκαταστήσει δεν είναι δύσκολο να τις περάσουμε. [3.72.3] Πρώτα πρώτα επειδή εμάς, που είμαστε αυτοί που είμαστε, δεν υπάρχει κανένας που δεν θα μας αφήσει να περάσουμε, άλλος επειδή μας σέβεται, άλλος επειδή μας φοβάται· έπειτα, εγώ ο ίδιος έχω πρώτης τάξεως πρόσχημα για να μπούμε: θα πω ότι μόλις έφτασα από την Περσία και θέλω να μεταδώσω στον βασιλιά μήνυμα από τον πατέρα μου. [3.72.4] Γιατί όπου χρειάζεται να πούμε κανένα ψέμα, πρέπει να το λέμε. Επειδή το ίδιο επιδιώκουμε και όσοι λέμε ψέματα και όσοι λέμε αλήθεια. Οι πρώτοι λένε ψέματα όταν πρόκειται με τα ψέματα να πείσουν και να κερδίσουν κάτι, οι δεύτεροι λένε αλήθεια για ν᾽ αποσπάσουν με την αλήθεια κέρδος και να τους εμπιστεύεται ο άλλος περισσότερο. Έτσι, τα μέσα που χρησιμοποιούμε δεν είναι τα ίδια, αλλά ο σκοπός είναι ο ίδιος. [3.72.5] Αλλιώς, αν ήταν δηλαδή να μην κερδίζουμε τίποτα, όμοια ο αληθινός θα έλεγε ψέματα, και ο ψεύτης θα έλεγε την αλήθεια. Ώστε λοιπόν, όποιος από τους φρουρούς των πυλών μάς αφήσει να περάσουμε με τη θέλησή του, τόσο το καλύτερο για δαύτον αποκεί και πέρα· όποιος όμως δοκιμάσει να μας αντισταθεί, θα του δείξουμε αμέσως ότι είναι εχθρός μας και θα μπούμε μέσα με τη βία να κάνουμε τη δουλειά μας». [3.73.1] Ύστερα απ᾽ αυτά λέει ο Γωβρύας: «Φίλοι και κύριοι, πότε θα έχουμε καλύτερη ευκαιρία να ανακτήσουμε την αρχή, είτε, αν δεν κατορθώσουμε να την πάρουμε πίσω, να πεθάνουμε, αν όχι τώρα, όπου, Πέρσες εμάς, μας κυβερνάει κάποιος που είναι Μήδος και Μάγος και δεν έχει ούτε αυτιά; [3.73.2] Όσοι από εσάς βρισκόσασταν κοντά στον Καμβύση τότε με την αρρώστια του, δεν μπορεί παρά να θυμόσαστε την κατάρα που άφησε πεθαίνοντας στους Πέρσες αν δεν προσπαθούσαν να ανακτήσουν την αρχή· τότε δεν τα πιστέψαμε αυτά παρά νομίσαμε ότι ο Καμβύσης τα έλεγε για να μας εξαπατήσει. [3.73.3] Τώρα όμως ψηφίζω ν᾽ ακούσουμε τον Δαρείο και να μη διαλυθεί τούτη η σύσκεψη παρά μόνο για να βαδίσουμε κατευθείαν εναντίον του Μάγου». Αυτά είπε ο Γωβρύας και όλοι συναίνεσαν στα λόγια του. |