Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (11.225-11.280)


225Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες
ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια,
ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
αἱ δ᾽ ἀμφ᾽ αἷμα κελαινὸν ἀολλέες ἠγερέθοντο,
αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην.
230 ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή·
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ
οὐκ εἴων πιέειν ἅμα πάσας αἷμα κελαινόν.
αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, ἠδὲ ἑκάστη
ὃν γόνον ἐξαγόρευεν· ἐγὼ δ᾽ ἐρέεινον ἁπάσας.
235Ἔνθ᾽ ἦ τοι πρώτην Τυρὼ ἴδον εὐπατέρειαν,
ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο·
ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ᾽ Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολὺ κάλλιστος ποταμῶν ἐπὶ γαῖαν ἵησι,
240 καί ῥ᾽ ἐπ᾽ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα.
τῷ δ᾽ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος·
πορφύρεον δ᾽ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δὲ θεὸν θνητήν τε γυναῖκα.
245 λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, κατὰ δ᾽ ὕπνον ἔχευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐτέλεσσε θεὸς φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ᾽ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ
250 ἀθανάτων· σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε.
νῦν δ᾽ ἔρχευ πρὸς δῶμα, καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀνομήνῃς·
αὐτὰρ ἐγώ τοί εἰμι Ποσειδάων ἐνοσίχθων.»
Ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καὶ Νηλῆα,
255 τὼ κρατερὼ θεράποντε Διὸς μεγάλοιο γενέσθην
ἀμφοτέρω· Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
τοὺς δ᾽ ἑτέρους Κρηθῆϊ τέκεν βασίλεια γυναικῶν.
Αἴσονά τ᾽ ἠδὲ Φέρητ᾽ Ἀμυθάονά θ᾽ ἱππιοχάρμην.
260Τὴν δὲ μέτ᾽ Ἀντιόπην ἴδον, Ἀσωποῖο θύγατρα,
ἣ δὴ καὶ Διὸς εὔχετ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι,
καί ῥ᾽ ἔτεκεν δύο παῖδ᾽, Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε,
οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο
πύργωσάν τ᾽, ἐπεὶ οὐ μὲν ἀπύργωτόν γ᾽ ἐδύναντο
265 ναιέμεν εὐρύχορον Θήβην, κρατερώ περ ἐόντε.
Τὴν δὲ μετ᾽ Ἀλκμήνην ἴδον, Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν,
ἥ ῥ᾽ Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα
γείνατ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα·
καὶ Μεγάρην, Κρείοντος ὑπερθύμοιο θύγατρα,
270 τὴν ἔχεν Ἀμφιτρύωνος υἱὸς μένος αἰὲν ἀτειρής.
Μητέρα τ᾽ Οἰδιπόδαο ἴδον, καλὴν Ἐπικάστην,
ἣ μέγα ἔργον ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο,
γημαμένη ᾧ υἷϊ· ὁ δ᾽ ὃν πατέρ᾽ ἐξεναρίξας
γῆμεν· ἄφαρ δ᾽ ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν.
275 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς·
ἡ δ᾽ ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο,
ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ᾽ ὑψηλοῖο μελάθρου,
ᾧ ἄχεϊ σχομένη· τῷ δ᾽ ἄλγεα κάλλιπ᾽ ὀπίσσω
280 πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσι.


Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά
πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα — η φημισμένη Περσεφόνη
τις παρότρυνε· όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες
διάσημων ηρώων.
Εκείνες γύρω από το μαύρο αίμα σμάρι συναθροίστηκαν,
κι αναρωτήθηκα εγώ πώς να τις ξεχωρίσω και καθεμιά να τη ρωτήσω.
230Κι όπως το συλλογίστηκα, αυτή η απόφαση μου φάνηκε η καλύτερη·
το κοφτερό σπαθί τραβώντας από το σφιχτό μερί μου,
δεν άφησα να πιουν το μαύρο αίμα όλες μαζί.
Έτσι, με τη σειρά, η μια πίσω απ᾽ την άλλη πίνοντας αίμα,
το γένος της εξιστορούσε, κι εγώ τις ρώτησα όλες.
Πρώτη αντικρίζω την Τυρώ, από πατέρα ευγενικό·
είπε πως είναι του Σαλμωνέα η θυγατέρα, που κανένα ψεγάδι
δεν του βρίσκεις· καυχήθηκε πως έγινε γυναίκα του Κρηθέα,
που υπήρξε γιος του Αιόλου.
Αυτή λοιπόν κάποτε ερωτεύτηκε τον ποταμό Ενιπέα
(θείο ποτάμι, το ωραιότερο απ᾽ όσα τρέχουνε στη γη),
γι᾽ αυτό κατέβαινε συχνά στα πάγκαλα νερά του.
240Εκεί μια μέρα, με την όψη του Ενιπέα, ο Ποσειδώνας,
που τη γη σαλεύει, μαζί της πλάγιασε στις εκβολές του ποταμού
που στροβιλίζονται· όπου ένα κύμα πορφυρό, λες κι ήταν όρος,
κυρτώθηκε και τους περίζωσε, κρύβοντας τον θεό
και τη θνητή γυναίκα.
Έτσι, της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη, αφού πρώτα τη βύθισε
στον ύπνο· κι όταν τα έργα της αγάπης ο θεός συντέλεσε,
της πιάνει τρυφερά το χέρι και την προσφώνησε μιλώντας:
«Χαρά, γυναίκα, ο έρωτάς μου· κι όπως ο χρόνος θα κυλά,
σου μέλλεται να ξεγεννήσεις τέκνα λαμπρά, γιατί δεν μένουν άκαρπα
των αθανάτων τ᾽ αγκαλιάσματα· δική σου από κει και πέρα
250η φροντίδα της ανατροφής τους.
Και τώρα πήγαινε στο σπίτι, αλλά να μην προδώσεις τ᾽ όνομά μου·
είμαι εγώ, ο κοσμοσείστης Ποσειδών, που πλάγιασα μαζί σου.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς βυθίστηκε κάτω απ᾽ το κύμα
της θαλάσσης. Εκείνη γκαστρωμένη γέννησε στην ώρα της·
φέρνει στον κόσμο τον Πελία και τον Νηλέα — δυο γιους γενναίους,
που υπηρέτησαν κι οι δυο τον Δία. Ο ένας, ο Πελίας, κατοικούσε απλόχωρα
στην Ιωλκό με τα πολλά βοσκήματα· στην Πύλο την αμμουδερή ο Νηλέας.
Οι άλλοι γιοι της, της βασιλικής γυναίκας, ήσαν απ᾽ τον Κρηθέα·
Αίσων και Φέρης, ο Αμυθάων, μαχητής περίλαμπρος με το άλογό του.
260Είδα μετά την Αντιόπη, κόρη του Ασωπού·
καυχιόταν πως κοιμήθηκε στου Δία την αγκάλη
και γέννησε μαζί του τους δυο γιους, Ζήθο κι Αμφίονα,
που πρώτοι θεμελίωσαν τη Θήβα την επτάπυλη και την επύργωσαν
με τείχη, γιατί δεν ήταν φρόνιμο να κατοικούν
πόλη ατείχιστη, τη Θήβα απλόχωρη, όση κι αν είχαν δύναμη.
Είδα και την Αλκμήνη, γυναίκα του Αμφιτρύωνα,
μάνα του Ηρακλή, θρασύ κι ατρόμητου σαν το λιοντάρι,
όταν ο μέγας Ζευς την πήρε στην αγκάλη του.
Είδα και τη Μεγάρη, του κραταιού Κρέοντα θυγατέρα —
270αυτήν την πήρε ταίρι του ο γιος του Αμφιτρύωνα, ακάματος κι αδάμαστος.
Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της τον γιο· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, κι ο κόσμος βούιξε.
Παρ᾽ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φριχτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε,
δένοντας το μακρύ σχοινί απ᾽ την ψηλή οροφή της κάμαρής της —
η απελπισία την έπνιξε.
Άφησε ωστόσο και σ᾽ εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς,
280όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω του οι Ερινύες της μητέρας.