Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (16-17)


ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρότερα τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης· ἐκείνης γὰρ τό γε νῦν ῥέον.
Ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆς Ἀκαδημείας ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃς μεθ᾽ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος. καὶ ταῦτα ὅτι ἀληθῆ, μάρτυρες Ἀθηναῖοι ἅπαντες, οἳ μηδὲ πώποτε νήφοντα Πολέμωνα εἶδον. ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰς τῆς Ἀκαδημείας θύρας ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντας εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Μέθης ἁρπάσασα μετὰ βίας καὶ πρὸς αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν· ὥστε ἀντὶ τοῦ τέως ἐπανθοῦντος αὐτῷ ἐρυθήματος ὠχρὸς ὁ ἄθλιος καὶ ῥικνὸς τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰς ᾠδὰς ἁπάσας ἀπομαθὼν ἄσιτος ἐνίοτε καὶ διψαλέος εἰς μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸς ἐμοῦ ἐπαρθεὶς καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆς.
Εἴρηται σχεδὸν τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης. ἤδη καὶ ὑπὲρ ἐμαυτῆς ἐρῶ, καὶ τὸ ἀπὸ τούτου ἐμοὶ ῥευσάτω.
ΔΙΚΗ
Τί ἄρα πρὸς ταῦτα ἐρεῖ; πλὴν ἀλλ᾽ ἔγχει τὸ ἴσον ἐν τῷ μέρει.
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17] Οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ συνήγορος εἴρηκεν ὑπὲρ τῆς Μέθης, ἢν δὲ κἀμοῦ μετ᾽ εὐνοίας ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡς οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα.
Τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ᾽ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. καὶ ἅ γε ὑπὲρ ἑαυτῆς λέγεσθαι μικρὸν ἔμπροσθεν ᾤετο, ταῦτα ὑπὲρ ἐμοῦ μᾶλλον εἰρῆσθαι νομίσατε· περιῄει γὰρ ἕωθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καὶ γέλως τοῖς ξένοις.
Ἐπεὶ μέντοι γε παρ᾽ ἐμὲ ἧκεν, ἐγὼ μὲν ἔτυχον, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, ἀναπεπταμένων τῶν θυρῶν πρὸς τοὺς παρόντας τῶν ἑταίρων λόγους τινὰς περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης διεξιοῦσα· ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ᾽ ὀλίγον —οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ— ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. καὶ τὸ μὲν ἐρύθημα τὸ ἐκ τῆς Μέθης ἀπήνθει καὶ ἠφανίζετο, ἠρυθρία δὲ κατ᾽ αἰδῶ τῶν δρωμένων· καὶ τέλος ἀποδρὰς ὥσπερ εἶχεν ηὐτομόλησεν παρ᾽ ἐμέ, οὔτε ἐπικαλεσαμένης οὔτε βιασαμένης, ὡς αὕτη φησίν, ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἑκὼν αὐτὸς ἀμείνω ταῦτα εἶναι ὑπολαμβάνων.
Καί μοι ἤδη κάλει αὐτόν, ὅπως καταμάθητε ὃν τρόπον διάκειται πρὸς ἐμοῦ. — τοῦτον, ὦ ἄνδρες δικασταί, παραλαβοῦσα γελοίως ἔχοντα, μήτε φωνὴν ἀφιέναι μήτε ἑστάναι ὑπὸ τοῦ ἀκράτου δυνάμενον, ὑπέστρεψα καὶ ἀνένηψα καὶ ἀντὶ ἀνδραπόδου κόσμιον ἄνδρα καὶ σώφρονα καὶ πολλοῦ ἄξιον τοῖς Ἕλλησιν ἀπέδειξα· καί μοι αὐτός τε χάριν οἶδεν ἐπὶ τούτοις καὶ οἱ προσήκοντες ὑπὲρ αὐτοῦ.
Εἴρηκα· ὑμεῖς δὲ ἤδη σκοπεῖτε ποτέρᾳ ἡμῶν ἄμεινον ἦν αὐτῷ συνεῖναι.


ΑΚΑΔΗΜΙΑ
[16] Ακούστε, ω άνδρες δικασταί, πρώτα τη συνηγορία της Μέθης. Για λογαριασμό της τρέχει τώρα το νερό: Εγώ η Ακαδημία τής έχω κάμει μεγάλη αδικία: της επήρα τον Πολέμωνα, τον μόνο φίλο της, που της ήταν τόσο πιστός, ώστε καμιά πράξη της δεν θεωρούσε αισχρή. Από το πρωί ως το βράδυ, γλεντοκοπούσε καταμεσής στην αγορά μαζί με τραγουδίστριες τύφλα στο μεθύσι και με στεφάνι στο κεφάλι. Μάρτυρες όλοι οι Αθηναίοι, ότι ούτε μια φορά δεν είδαν τον Πολέμωνα ξεμέθυστο. Και σαν έτυχε ο κακόμοιρος, μια μέρα, να γλεντά απέξω από την πόρτα της Ακαδημίας, όπως το ᾽κανε δα και στις πόρτες όλου του κόσμου, βγαίνει αυτή η κυρά και τον αρπάζει από τα χέρια της Μέθης, τον μπάζει μέσα με το στανιό, του πετάει τα στεφάνια απ᾽ το κεφάλι, τον αναγκάζει να πίνει μόνο νερό, και τον μαθαίνει να είναι πάντα ξεμέθυστος και να λέει κάτι δύσκολα κι αχρεία λόγια, που είναι γεμάτα έγνοια και σκοτούρες. Και το είδες μονομιάς το παλληκάρι, από ροδοκόκκινο, να γίνει χλωμό και να ζαρώσει το κορμί του, και να ξεχάσει ο φτωχός όλα τα τραγούδια του, να μένει πολλές φορές νηστικός και διψασμένος, και να κάθεται τα βράδια να λέει όλες εκείνες τις φλυαρίες, που διδάσκω εγώ η Ακαδημία. Και το χειρότερο απ᾽ όλα, άρχισε να κοροϊδεύει τη Μέθη τώρα που του σήκωσα εγώ τα μυαλά, και λέει ένα σωρό κακά εναντίον της. Αυτά είχα να πω υπέρ της Μέθης. Τώρα θα πω και υπέρ του εαυτού μου, και παρακαλώ να ρίξετε τώρα για μένα το νερό.
ΔΙΚΗ
Τί έχει λοιπόν ν᾽ αποκριθεί σ᾽ όλ᾽ αυτά; Αλλ᾽ ας είναι, ρίξε το ίδιο νερό άλλη μια φορά.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ
[17] Πολύ λογικά, ω άνδρες δικασταί, είναι τα επιχειρήματα που έφερε η συνήγορος της Μέθης. Αν τώρα μ᾽ ακούετε κι εμένα μ᾽ ευμένεια, θα ιδείτε ότι σε τίποτα εγώ δεν την αδίκησα. Γιατί αυτός ο Πολέμων, που λέει πως είναι δικός της, δεν είναι πλασμένος φαύλος και μέθυσος, αλλά φρόνιμος και όμοιος μ᾽ έμενα. Αυτή όμως τον είχε αρπάξει από μικρό και τρυφερό παιδί, και με τη βοήθεια της Ηδονής, που είναι πάντα συνένοχός της, τον έριξε στη διαφθορά, στα γλέντια και στις γυναίκες, σε σημείο που έχασε πια ο νέος κάθε ντροπή. Κι αυτά που έλεγε πριν, τάχα για υπεράσπισή της, είναι ειπωμένα μάλλον για υπεράσπιση δική μου. Γιατί, αλήθεια, έτρεχε ο άθλιος μες στις αγορές από την αυγή με στεφάνια στο κεφάλι και οργίαζε και γλεντούσε, προσβάλλοντας και τους προγόνους του και τους συμπολίτες του κι εξευτελίζοντας όλους μας στα μάτια των ξένων. Την ώρα λοιπόν που ήρθε στο σπίτι μου, έτυχε να μιλώ στους συντρόφους μου, καθώς το συνηθίζω, με ορθάνοιχτες τις πόρτες, για την αρετή και τη σωφροσύνη. Αυτός μπαίνει μέσα και αρχίζει τις φωνές και τα σφυρίγματα, πολεμώντας να φέρει σύγχυση και ταραχή στη συντροφιά μας. Εμείς όμως δεν του εδώσαμε σημασία, και σιγά σιγά κι αυτός, ακούοντας τα λόγια μου —δεν ήταν, βλέπετε, και τύφλα στο μεθύσι— αρχίζει να ξεμεθά. Βγάζει τα στεφάνια από το κεφάλι, προστάζει την αυλήτρια να πάψει, κι αισθάνεται ξαφνικά ντροπή για την πορφύρα που φορούσε. Τότε, σα να ξυπνούσε από ύπνο βαθύ, βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τα χάλια του, κι η κοκκινάδα του μεθυσιού του γίνεται σιγά σιγά κοκκινάδα ντροπής. Τέλος, χωρίς δισταγμό πια, πέφτει στην αγκαλιά μου, χωρίς να τον προσκαλέσω εγώ, ούτε και να τον αναγκάσω, καθώς λέει αυτή, αλλά μόνος του και μ᾽ όλη του την προθυμία, γιατί βρήκε τη διδασκαλία μου προτιμότερη. Φωνάξετέ τον, να ιδείτε μόνοι σας, ω άνδρες δικασταί, πώς τον έχω διορθώσει. Τον πήρα μεθυσμένο, να μη μπορεί να βγάλει λέξη, μήτε και όρθιος να μπορεί να σταθεί στα πόδια του, και του γύρισα τα μυαλά, και από ανδράποδο που ήταν, τον έκαμα άνθρωπο σεμνό, μυαλωμένο και χρήσιμο στην κοινωνία. Κι ο ίδιος κι οι συγγενείς του μου χρωστάν ευγνωμοσύνη. Αυτά είχα να πω. Κρίνετε τώρα, ποιά από τις δυο μας πρέπει να συναναστρέφεται ο νέος.