[28] Την ώρα που διαβάζονταν αυτά, φίλε μου, εγώ είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα από ντροπή, και ευχόμουν, που λέει ο λόγος, να ανοίξει η γη να με καταπιεί, καθώς έβλεπα τους παρόντες να γελάνε με το καθετί, και ιδιαίτερα όσοι γνώριζαν τον Ετοιμοκλή, έναν γκριζομάλλη άνθρωπο, που τον θεωρούσαν και αξιοσέβαστο. Είχα μείνει λοιπόν έκπληκτος πώς ένας τέτοιος άνθρωπος τούς ξεγέλασε, εξαπατώντας τους με τη γενειάδα και τη σοβαρότητα του προσώπου του. Κατά την εκτίμησή μου βέβαια, ο Αρισταίνετος δεν τον είχε παραλείψει από αμέλεια, αλλά επειδή σε καμιά περίπτωση δεν περίμενε πως θα αποδεχότανε την πρόσκληση, αν τον καλούσε, ούτε πως θα ήταν διαθέσιμος για μια τέτοια εκδήλωση· γι᾽ αυτό και εξαρχής προτίμησε να μη δοκιμάσει καθόλου να τον καλέσει. [29] Όταν λοιπόν κάποτε σταμάτησε επιτέλους ο υπηρέτης να διαβάζει, τα μάτια όλων στο συμπόσιο είχαν στραφεί προς τη μεριά του Ζήνωνα και του Διφίλου, που ήταν φοβισμένοι και είχαν χλωμιάσει και επιβεβαίωναν με την αμηχανία των προσώπων τους τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει ο Ετοιμοκλής. Ο Αρισταίνετος φυσικά είχε ταραχτεί και βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση, μας έλεγε όμως να συνεχίσουμε να πίνουμε και προσπαθούσε μισοχαμογελώντας να διευθετήσει το γεγονός. Τον υπηρέτη τον ξαπέστειλε, λέγοντάς του πως όλα αυτά θα τα φροντίσει. Έπειτα από λίγο και ο Ζήνωνας σηκώθηκε και απομακρύνθηκε διακριτικά, καθώς ο δούλος που τον πηγαινοέφερνε στο σχολείο τού έκανε νόημα να αποσυρθεί, σαν αυτό να αποτελούσε εντολή του πατέρα του. [30] Ο Κλεόδημος όμως, που από ώρα ζητούσε αφορμή —ήθελε να συγκρουστεί με τους στωικούς, και κόντευε να σκάσει που δεν έβρισκε μια εύλογη αιτία για να αρχίσει—, τότε λοιπόν πήρε το σύνθημα από την επιστολή αυτή, και είπε: «Τέτοιου είδους πράγματα καταφέρνει ο λαμπρός Χρύσιππος και ο αξιοθαύμαστος Ζήνωνας και ο Κλεάνθης, ταλαίπωρες λεξούλες και ερωτήσεις μόνο, και εξωτερική εμφάνιση φιλοσόφων, ενώ κατά τα άλλα οι περισσότεροι είναι Ετοιμοκλείς. Και βλέπετε πόσο αντάξια ενός γέροντα ήταν η επιστολή, και το αποκορύφωμα: ο Οινέας είναι ο Αρισταίνετος, κι ο Ετοιμοκλής η Άρτεμη. Ηρακλή μου, όλα είναι καλαίσθητα και ταιριαστά με τη γιορτή». [31] «Ναι, μα τον Δία,» είπε ο Έρμωνας, ξαπλωμένος λίγο πιο πάνω, «θα είχε ακούσει, φαντάζομαι, πως ο Αρισταίνετος είχε ετοιμάσει ένα αγριογούρουνο για το δείπνο, και γι᾽ αυτό έκρινε πως δεν θα ήταν άκαιρο να θυμηθεί τον καλυδώνιο κάπρο. Αλλά, για όνομα της Εστίας, Αρισταίνετε, στείλε του όσο γίνεται γρηγορότερα μερικά από τα πρώτα κομμάτια, μήπως δεν προλάβουμε κι ο γέροντας μαραζώσει από την πείνα, όπως ο Μελέαγρος. Αν και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να πάθει τίποτε κακό· ο Χρύσιππος θεωρούσε «αδιάφορα»τα πράγματα αυτού του είδους». [32] «Εσείς πιάνετε στο στόμα σας τον Χρύσιππο», είπε ο Ζηνόθεμης ανασηκώνοντας το σώμα του και φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη, «ή μήπως από έναν άνθρωπο που δεν είναι γνήσιος φιλόσοφος, τον Ετοιμοκλή τον απατεώνα, θα κρίνετε τον Κλεάνθη και τον Ζήνωνα, σοφούς ανθρώπους; Και ποιοί είστε εσείς που θα τα πείτε αυτά; Εσύ, Έρμωνα, δεν έχεις ήδη κόψει ολόγυρα τις μπούκλες των Διοσκούρων, που ήταν από χρυσάφι, και πρόκειται να τιμωρηθείς, μια και θα σε παραδώσουν στον δήμιο; Κι εσύ, Κλεόδημε, δεν διέπραττες μοιχεία με τη γυναίκα του Σωστράτου του μαθητή σου, κι όταν σε πιάσανε τιμωρήθηκες με τρόπο ατιμωτικό; Δεν θα σωπάσετε λοιπόν, αφού γνωρίζετε τί είδους πράγματα κάνατε εσείς οι ίδιοι;» «Εγώ όμως δεν είμαι προαγωγός της γυναίκας μου, όπως εσύ», είπε ο Κλεόδημος, «ούτε και συνέβη να πάρω ποτέ από τον ξένο μαθητή μου ως εγγύηση τα χρήματα που είχε για τις μετακινήσεις του, κι έπειτα να ορκιστώ στην Πολιούχο πως δεν τα πήρα, ούτε δανείζω με τόκο τέσσερα τοις εκατό τον μήνα, ούτε και στραγγαλίζω τους μαθητές μου, αν δεν μου πληρώσουν τα δίδακτρα στην ώρα τους». «Εκείνο όμως που δεν θα μπορούσες να αρνηθείς», είπε ο Ζηνόθεμης, «είναι πως πούλησες στον Κρίτωνα δηλητήριο για να φαρμακώσει τον πατέρα του». [33] Και ταυτόχρονα —έτυχε βέβαια να πίνει— όσο είχε μείνει ακόμη μέσα στο κρασοπότηρο, σχεδόν γύρω στο μισό, το εκσφενδόνισε επάνω στους δυο τους. Είχε όμως το ίδιο προνόμιο και ο Ίωνας ως γείτονάς τους, κι όχι πως δεν του άξιζε. Ο Έρμωνας λοιπόν, σκυμμένος μπροστά, σκούπιζε το ανέρωτο κρασί απ᾽ το κεφάλι του και καλούσε τους παρόντες να είναι μάρτυρες για όσα είχε πάθει. Ο Κλεόδημος όμως —μια και δεν κρατούσε κρασοπότηρο— γύρισε και έφτυσε τον Ζηνόθεμη, και πιάνοντάς τον με το αριστερό χέρι από τη γενειάδα ετοιμαζόταν να τον χαστουκίσει στο μάγουλο, και θα τον σκότωνε τον γέροντα, αν ο Αρισταίνετος δεν του κρατούσε το χέρι και, περνώντας μπροστά από τον Ζηνόθεμη, δεν ξάπλωνε ανάμεσα σ᾽ αυτούς τους δύο, για να τους διαχωρίσει, βάζοντας μεσότοιχο τον εαυτό του, ώστε να επικρατήσει η ειρήνη.
|