Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (28-33)


[28] Τούτων, ὦ ἑταῖρε, ἀναγινωσκομένων μεταξὺ ἱδρώς τέ μοι περιεχεῖτο ὑπ᾽ αἰδοῦς, καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου, χανεῖν μοι τὴν γῆν ηὐχόμην ὁρῶν τοὺς παρόντας γελῶντας ἐφ᾽ ἑκάστῳ καὶ μάλιστα ὅσοι ᾔδεσαν τὸν Ἑτοιμοκλέα, πολιὸν ἄνθρωπον καὶ σεμνὸν εἶναι δοκοῦντα. ἐθαύμαζον οὖν οἷος ὢν διαλάθοι αὐτοὺς ἐξαπατωμένους τῷ πώγωνι καὶ τῇ τοῦ προσώπου ἐντάσει. ὁ γὰρ Ἀρισταίνετος ἐδόκει μοι οὐκ ἀμελείᾳ παριδεῖν αὐτόν, ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ ἂν ἐλπίσας κληθέντα ἐπινεῦσαι οὐδ᾽ ἂν ἐμπαρασχεῖν ἑαυτὸν τοιούτῳ τινί· ὥστε οὐδὲ τὴν ἀρχὴν πειρᾶσθαι ἠξίου. [29] ἐπεὶ δ᾽ οὖν ἐπαύσατό ποτε ὁ οἰκέτης ἀναγινώσκων, τὸ μὲν συμπόσιον ἅπαν εἰς τοὺς ἀμφὶ τὸν Ζήνωνα καὶ Δίφιλον ἀπέβλεπε δεδοικότας καὶ ὠχριῶντας καὶ τῇ ἀπορίᾳ τῶν προσώπων ἐπαληθεύοντας τὰ ὑπὸ τοῦ Ἑτοιμοκλέους κατηγορηθέντα· ὁ Ἀρισταίνετος δὲ ἐτετάρακτο καὶ θορύβου μεστὸς ἦν, ἐκέλευε δ᾽ ὅμως πίνειν ἡμᾶς καὶ ἐπειρᾶτο εὖ διατίθεσθαι τὸ γεγονὸς ὑπομειδιῶν ἅμα, καὶ τὸν οἰκέτην ἀπέπεμψεν εἰπὼν ὅτι ἐπιμελήσεται τούτων. μετ᾽ ὀλίγον δὲ καὶ ὁ Ζήνων ὑπεξανέστη ἀφανῶς, τοῦ παιδαγωγοῦ νεύσαντος ἀπαλλάττεσθαι ὡς κελεύσαντος τοῦ πατρός.
[30] Ὁ Κλεόδημος δὲ καὶ πάλαι τινὸς ἀφορμῆς δεόμενος —ἐβούλετο γὰρ συμπλακῆναι τοῖς Στωϊκοῖς καὶ διερρήγνυτο οὐκ ἔχων ἀρχὴν εὔλογον— τότε οὖν τὸ ἐνδόσιμον παρασχούσης τῆς ἐπιστολῆς, Τοιαῦτα, ἔφη, ἐξεργάζεται ὁ καλὸς Χρύσιππος καὶ Ζήνων ὁ θαυμαστὸς καὶ Κλεάνθης, ῥημάτια δύστηνα καὶ ἐρωτήσεις μόνον καὶ σχήματα φιλοσόφων, τὰ δ᾽ ἄλλα Ἑτοιμοκλεῖς οἱ πλεῖστοι· καὶ αἱ ἐπιστολαὶ ὁρᾶτε ὅπως πρεσβυτικαί, καὶ τὸ τελευταῖον Οἰνεὺς μὲν Ἀρισταίνετος, Ἑτοιμοκλῆς δὲ Ἄρτεμις. Ἡράκλεις, εὔφημα πάντα καὶ ἑορτῇ πρέποντα. [31] Νὴ Δί᾽, εἶπεν ὁ Ἕρμων ὑπερκατακείμενος· ἀκηκόει γάρ, οἶμαι, ὗν τινα ἐσκευάσθαι Ἀρισταινέτῳ ἐς τὸ δεῖπνον, ὥστε οὐκ ἄκαιρον ᾤετο μεμνῆσθαι τοῦ Καλυδωνίου. ἀλλὰ πρὸς τῆς Ἑστίας, ὦ Ἀρισταίνετε, πέμπε ὡς τάχιστα τῶν ἀπαρχῶν, μὴ καὶ φθάσῃ ὁ πρεσβύτης ὑπὸ λιμοῦ ὥσπερ ὁ Μελέαγρος ἀπομαρανθείς. καίτοι οὐδὲν ἂν πάθοι δεινόν· ἀδιάφορα γὰρ ὁ Χρύσιππος τὰ τοιαῦτα ἡγεῖτο εἶναι. [32] Χρυσίππου γὰρ μέμνησθε ὑμεῖς, ἔφη ὁ Ζηνόθεμις ἐπεγείρας ἑαυτὸν καὶ φθεγξάμενος παμμέγεθες, ἢ ἀφ᾽ ἑνὸς ἀνδρὸς οὐκ ἐννόμως φιλοσοφοῦντος, Ἑτοιμοκλέους τοῦ γόητος, μετρεῖτε τὸν Κλεάνθην καὶ Ζήνωνα, σοφοὺς ἄνδρας; τίνες δὴ καὶ ὄντες ὑμεῖς ἐρεῖτε ταῦτα; οὐ σὺ μὲν τῶν Διοσκούρων ἤδη, ὦ Ἕρμων, τοὺς πλοκάμους περικέκαρκας χρυσοῦς ὄντας καὶ δώσεις δίκην παραδοθεὶς τῷ δημίῳ, σὺ δὲ τὴν Σωστράτου γυναῖκα τοῦ μαθητοῦ ἐμοίχευες, ὦ Κλεόδημε, καὶ καταληφθεὶς τὰ αἴσχιστα ἔπαθες; οὐ σιωπήσεσθε οὖν τοιαῦτα συνεπιστάμενοι αὑτοῖς; Ἀλλ᾽ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Κλεόδημος, ὥσπερ σύ, οὐδὲ τοῦ ξένου μαθητοῦ λαβὼν τοὐφόδιον παρακαταθήκας ἔπειτα ὤμοσα κατὰ τῆς Πολιάδος μὴ εἰληφέναι, οὐδ᾽ ἐπὶ τέτταρσι δραχμαῖς δανείζω, οὐδὲ ἄγχω τοὺς μαθητάς, ἢν μὴ κατὰ καιρὸν ἀποδῶσι τοὺς μισθούς. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνο, ἔφη ὁ Ζηνόθεμις, οὐκ ἂν ἔξαρνος γένοιο μὴ οὐχὶ φάρμακον ἀποδόσθαι Κρίτωνι ἐπὶ τὸν πατέρα. [33] καὶ ἅμα, ἔτυχε γὰρ πίνων, ὁπόσον ἔτι λοιπὸν ἐν τῇ κύλικι, περὶ ἥμισυ σχεδόν, κατεσκέδασεν αὐτοῖν. ἀπέλαυσε δὲ καὶ ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως, οὐκ ἀνάξιος ὤν. ὁ μὲν οὖν Ἕρμων ἀπεξύετο ἐκ τῆς κεφαλῆς τὸν ἄκρατον προνενευκὼς καὶ τοὺς παρόντας ἐμαρτύρετο, οἷα ἐπεπόνθει. ὁ Κλεόδημος δέ —οὐ γὰρ εἶχε κύλικα— ἐπιστραφεὶς προσέπτυσέν τε τὸν Ζηνόθεμιν καὶ τῇ ἀριστερᾷ τοῦ πώγωνος λαβόμενος ἔμελλε παίσειν κατὰ κόρρης, καὶ ἀπέκτεινεν ἂν τὸν γέροντα, εἰ μὴ Ἀρισταίνετος ἐπέσχε τὴν χεῖρα καὶ ὑπερβὰς τὸν Ζηνόθεμιν ἐς τὸ μέσον αὐτοῖν κατεκλίθη, ὡς διασταῖεν ὑπὸ διατειχίσματι αὐτῷ εἰρήνην ἄγοντες.


[28] Την ώρα που διαβάζονταν αυτά, φίλε μου, εγώ είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα από ντροπή, και ευχόμουν, που λέει ο λόγος, να ανοίξει η γη να με καταπιεί, καθώς έβλεπα τους παρόντες να γελάνε με το καθετί, και ιδιαίτερα όσοι γνώριζαν τον Ετοιμοκλή, έναν γκριζομάλλη άνθρωπο, που τον θεωρούσαν και αξιοσέβαστο. Είχα μείνει λοιπόν έκπληκτος πώς ένας τέτοιος άνθρωπος τούς ξεγέλασε, εξαπατώντας τους με τη γενειάδα και τη σοβαρότητα του προσώπου του. Κατά την εκτίμησή μου βέβαια, ο Αρισταίνετος δεν τον είχε παραλείψει από αμέλεια, αλλά επειδή σε καμιά περίπτωση δεν περίμενε πως θα αποδεχότανε την πρόσκληση, αν τον καλούσε, ούτε πως θα ήταν διαθέσιμος για μια τέτοια εκδήλωση· γι᾽ αυτό και εξαρχής προτίμησε να μη δοκιμάσει καθόλου να τον καλέσει. [29] Όταν λοιπόν κάποτε σταμάτησε επιτέλους ο υπηρέτης να διαβάζει, τα μάτια όλων στο συμπόσιο είχαν στραφεί προς τη μεριά του Ζήνωνα και του Διφίλου, που ήταν φοβισμένοι και είχαν χλωμιάσει και επιβεβαίωναν με την αμηχανία των προσώπων τους τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει ο Ετοιμοκλής. Ο Αρισταίνετος φυσικά είχε ταραχτεί και βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση, μας έλεγε όμως να συνεχίσουμε να πίνουμε και προσπαθούσε μισοχαμογελώντας να διευθετήσει το γεγονός. Τον υπηρέτη τον ξαπέστειλε, λέγοντάς του πως όλα αυτά θα τα φροντίσει. Έπειτα από λίγο και ο Ζήνωνας σηκώθηκε και απομακρύνθηκε διακριτικά, καθώς ο δούλος που τον πηγαινοέφερνε στο σχολείο τού έκανε νόημα να αποσυρθεί, σαν αυτό να αποτελούσε εντολή του πατέρα του.
[30] Ο Κλεόδημος όμως, που από ώρα ζητούσε αφορμή —ήθελε να συγκρουστεί με τους στωικούς, και κόντευε να σκάσει που δεν έβρισκε μια εύλογη αιτία για να αρχίσει—, τότε λοιπόν πήρε το σύνθημα από την επιστολή αυτή, και είπε: «Τέτοιου είδους πράγματα καταφέρνει ο λαμπρός Χρύσιππος και ο αξιοθαύμαστος Ζήνωνας και ο Κλεάνθης, ταλαίπωρες λεξούλες και ερωτήσεις μόνο, και εξωτερική εμφάνιση φιλοσόφων, ενώ κατά τα άλλα οι περισσότεροι είναι Ετοιμοκλείς. Και βλέπετε πόσο αντάξια ενός γέροντα ήταν η επιστολή, και το αποκορύφωμα: ο Οινέας είναι ο Αρισταίνετος, κι ο Ετοιμοκλής η Άρτεμη. Ηρακλή μου, όλα είναι καλαίσθητα και ταιριαστά με τη γιορτή». [31] «Ναι, μα τον Δία,» είπε ο Έρμωνας, ξαπλωμένος λίγο πιο πάνω, «θα είχε ακούσει, φαντάζομαι, πως ο Αρισταίνετος είχε ετοιμάσει ένα αγριογούρουνο για το δείπνο, και γι᾽ αυτό έκρινε πως δεν θα ήταν άκαιρο να θυμηθεί τον καλυδώνιο κάπρο. Αλλά, για όνομα της Εστίας, Αρισταίνετε, στείλε του όσο γίνεται γρηγορότερα μερικά από τα πρώτα κομμάτια, μήπως δεν προλάβουμε κι ο γέροντας μαραζώσει από την πείνα, όπως ο Μελέαγρος. Αν και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να πάθει τίποτε κακό· ο Χρύσιππος θεωρούσε «αδιάφορα»τα πράγματα αυτού του είδους». [32] «Εσείς πιάνετε στο στόμα σας τον Χρύσιππο», είπε ο Ζηνόθεμης ανασηκώνοντας το σώμα του και φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη, «ή μήπως από έναν άνθρωπο που δεν είναι γνήσιος φιλόσοφος, τον Ετοιμοκλή τον απατεώνα, θα κρίνετε τον Κλεάνθη και τον Ζήνωνα, σοφούς ανθρώπους; Και ποιοί είστε εσείς που θα τα πείτε αυτά; Εσύ, Έρμωνα, δεν έχεις ήδη κόψει ολόγυρα τις μπούκλες των Διοσκούρων, που ήταν από χρυσάφι, και πρόκειται να τιμωρηθείς, μια και θα σε παραδώσουν στον δήμιο; Κι εσύ, Κλεόδημε, δεν διέπραττες μοιχεία με τη γυναίκα του Σωστράτου του μαθητή σου, κι όταν σε πιάσανε τιμωρήθηκες με τρόπο ατιμωτικό; Δεν θα σωπάσετε λοιπόν, αφού γνωρίζετε τί είδους πράγματα κάνατε εσείς οι ίδιοι;» «Εγώ όμως δεν είμαι προαγωγός της γυναίκας μου, όπως εσύ», είπε ο Κλεόδημος, «ούτε και συνέβη να πάρω ποτέ από τον ξένο μαθητή μου ως εγγύηση τα χρήματα που είχε για τις μετακινήσεις του, κι έπειτα να ορκιστώ στην Πολιούχο πως δεν τα πήρα, ούτε δανείζω με τόκο τέσσερα τοις εκατό τον μήνα, ούτε και στραγγαλίζω τους μαθητές μου, αν δεν μου πληρώσουν τα δίδακτρα στην ώρα τους». «Εκείνο όμως που δεν θα μπορούσες να αρνηθείς», είπε ο Ζηνόθεμης, «είναι πως πούλησες στον Κρίτωνα δηλητήριο για να φαρμακώσει τον πατέρα του». [33] Και ταυτόχρονα —έτυχε βέβαια να πίνει— όσο είχε μείνει ακόμη μέσα στο κρασοπότηρο, σχεδόν γύρω στο μισό, το εκσφενδόνισε επάνω στους δυο τους. Είχε όμως το ίδιο προνόμιο και ο Ίωνας ως γείτονάς τους, κι όχι πως δεν του άξιζε. Ο Έρμωνας λοιπόν, σκυμμένος μπροστά, σκούπιζε το ανέρωτο κρασί απ᾽ το κεφάλι του και καλούσε τους παρόντες να είναι μάρτυρες για όσα είχε πάθει. Ο Κλεόδημος όμως —μια και δεν κρατούσε κρασοπότηρο— γύρισε και έφτυσε τον Ζηνόθεμη, και πιάνοντάς τον με το αριστερό χέρι από τη γενειάδα ετοιμαζόταν να τον χαστουκίσει στο μάγουλο, και θα τον σκότωνε τον γέροντα, αν ο Αρισταίνετος δεν του κρατούσε το χέρι και, περνώντας μπροστά από τον Ζηνόθεμη, δεν ξάπλωνε ανάμεσα σ᾽ αυτούς τους δύο, για να τους διαχωρίσει, βάζοντας μεσότοιχο τον εαυτό του, ώστε να επικρατήσει η ειρήνη.