Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (7.1-7.2)


7. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΤΑΛΟΥ


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[7.1] Τί κλάεις, ὦ Τάνταλε; ἢ τί σεαυτὸν ὀδύρῃ ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Ὅτι, ὦ Μένιππε, ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Οὕτως ἀργὸς εἶ, ὡς μὴ ἐπικύψας πιεῖν ἢ καὶ νὴ Δί᾽ ἀρυσάμενος κοίλῃ τῇ χειρί;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Οὐδὲν ὄφελος, εἰ ἐπικύψαιμι· φεύγει γὰρ τὸ ὕδωρ, ἐπειδὰν προσιόντα αἴσθηταί με· ἢν δέ ποτε καὶ ἀρύσωμαι καὶ προσενέγκω τῷ στόματι, οὐ φθάνω βρέξας ἄκρον τὸ χεῖλος, καὶ διὰ τῶν δακτύλων διαρρυὲν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως αὖθις ἀπολείπει ξηρὰν τὴν χεῖρά μοι.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Τεράστιόν τι πάσχεις, ὦ Τάνταλε. ἀτὰρ εἰπέ μοι, τί δαὶ καὶ δέῃ τοῦ πιεῖν; οὐ γὰρ σῶμα ἔχεις, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο μὲν ἐν Λυδίᾳ που τέθαπται, ὅπερ καὶ πεινῆν καὶ διψῆν ἐδύνατο, σὺ δὲ ἡ ψυχὴ πῶς ἂν ἔτι ἢ διψῴης ἢ πίοις;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Τοῦτ᾽ αὐτὸ ἡ κόλασίς ἐστι, τὸ διψῆν τὴν ψυχὴν ὡς σῶμα οὖσαν.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[7.2] Ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὕτως πιστεύσομεν, ἐπεὶ φῂς κολάζεσθαι τῷ δίψει. τί δ᾽ οὖν σοι τὸ δεινὸν ἔσται; ἢ δέδιας μὴ ἐνδείᾳ τοῦ ποτοῦ ἀποθάνῃς; οὐχ ὁρῶ γὰρ ἄλλον ᾅδην μετὰ τοῦτον ἢ θάνατον ἐντεῦθεν εἰς ἕτερον τόπον.
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Ὀρθῶς μὲν λέγεις· καὶ τοῦτο δ᾽ οὖν μέρος τῆς καταδίκης, τὸ ἐπιθυμεῖν πιεῖν μηδὲν δεόμενον.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ληρεῖς, ὦ Τάνταλε, καὶ ὡς ἀληθῶς ποτοῦ δεῖσθαι δοκεῖς, ἀκράτου γε ἐλλεβόρου νὴ Δία, ὅστις τοὐναντίον τοῖς ὑπὸ τῶν λυττώντων κυνῶν δεδηγμένοις πέπονθας οὐ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ τὴν δίψαν πεφοβημένος.
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Οὐδὲ τὸν ἐλλέβορον, ὦ Μένιππε, ἀναίνομαι πιεῖν, γένοιτό μοι μόνον.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Θάρρει, ὦ Τάνταλε, ὡς οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος πίεται τῶν νεκρῶν· ἀδύνατον γάρ· καίτοι οὐ πάντες ὥσπερ σὺ ἐκ καταδίκης διψῶσι τοῦ ὕδατος αὐτοὺς οὐχ ὑπομένοντος.


7. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΤΑΛΟΥ


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[7.1] Γιατί κλαις, Τάνταλε; Και γιατί στέκεσαι στην άκρη της λίμνης και θρηνολογείς για τον εαυτό σου;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Επειδή, Μένιππε, πεθαίνω από τη δίψα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Είσαι τόσο αργός, ώστε να μην μπορείς να σκύψεις και να πιεις, ή και, μά τον Δία, να πιεις παίρνοντας νερό με τη χούφτα σου;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Δεν ωφελεί σε τίποτε, αν σκύψω. Το νερό απομακρύνεται, μόλις νιώσει ότι πλησιάζω· κι αν ποτέ καταφέρω να πάρω νερό στη χούφτα μου και να το φέρω κοντά στο στόμα μου, δεν προφταίνω να βρέξω την άκρη του χειλιού μου, και το νερό γλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλά μου και, δεν ξέρω πώς, αφήνει πάλι στεγνό το χέρι μου.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αφύσικο μαρτύριο περνάς, Τάνταλε. Πες μου όμως, για ποιό λόγο χρειάζεται να πιεις; Σώμα πια δεν έχεις, αλλά είναι θαμμένο κάπου στη Λυδία εκείνο που μπορούσε και να πεινάει και να διψάει, εσύ όμως, η ψυχή, πώς μπορείς πια είτε να διψάς είτε να πίνεις;
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Αυτό ακριβώς είναι η τιμωρία, το να διψά η ψυχή σαν να είναι σώμα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[7.2] Αυτό βέβαια έτσι ας το πιστέψουμε, μια και λες ότι τιμωρείσαι με τη δίψα. Τί κακό όμως πρόκειται να πάθεις απ᾽ αυτό; Ή φοβάσαι μήπως πεθάνεις από έλλειψη ποτού; Γιατί δεν βλέπω να υπάρχει άλλος Άδης μετά απ᾽ αυτόν ή άλλος θάνατος, που να μας πηγαίνει από δω σε άλλον τόπο.
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Σωστά μιλάς. Ωστόσο και αυτό είναι μέρος της καταδίκης, το να επιθυμώ να πιω, χωρίς να το χρειάζομαι.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Λες ανοησίες, Τάνταλε, και πραγματικά φαίνεται να χρειάζεσαι ποτό, και συγκεκριμένα ανέρωτο ελλέβορο, μά τον Δία, γιατί έχεις πάθει το αντίθετο από εκείνους που τους έχουν δαγκώσει λυσσασμένα σκυλιά, μια και φοβάσαι όχι το νερό, αλλά τη δίψα.
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Ούτε τον ελλέβορο, Μένιππε, δεν έχω αντίρρηση να πιω, μακάρι μόνο να τον είχα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Μην ανησυχείς, Τάνταλε, γιατί ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος νεκρός θα πιει. Είναι αδύνατο, παρόλο που δεν διψούνε όλοι λόγω καταδίκης, όπως εσύ, ώστε το νερό να μην τους ζυγώνει.