7. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΤΑΛΟΥ ΜΕΝΙΠΠΟΣ [7.1] Γιατί κλαις, Τάνταλε; Και γιατί στέκεσαι στην άκρη της λίμνης και θρηνολογείς για τον εαυτό σου; ΤΑΝΤΑΛΟΣ Επειδή, Μένιππε, πεθαίνω από τη δίψα. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Είσαι τόσο αργός, ώστε να μην μπορείς να σκύψεις και να πιεις, ή και, μά τον Δία, να πιεις παίρνοντας νερό με τη χούφτα σου; ΤΑΝΤΑΛΟΣ Δεν ωφελεί σε τίποτε, αν σκύψω. Το νερό απομακρύνεται, μόλις νιώσει ότι πλησιάζω· κι αν ποτέ καταφέρω να πάρω νερό στη χούφτα μου και να το φέρω κοντά στο στόμα μου, δεν προφταίνω να βρέξω την άκρη του χειλιού μου, και το νερό γλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλά μου και, δεν ξέρω πώς, αφήνει πάλι στεγνό το χέρι μου. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Αφύσικο μαρτύριο περνάς, Τάνταλε. Πες μου όμως, για ποιό λόγο χρειάζεται να πιεις; Σώμα πια δεν έχεις, αλλά είναι θαμμένο κάπου στη Λυδία εκείνο που μπορούσε και να πεινάει και να διψάει, εσύ όμως, η ψυχή, πώς μπορείς πια είτε να διψάς είτε να πίνεις; ΤΑΝΤΑΛΟΣ Αυτό ακριβώς είναι η τιμωρία, το να διψά η ψυχή σαν να είναι σώμα. ΜΕΝΙΠΠΟΣ [7.2] Αυτό βέβαια έτσι ας το πιστέψουμε, μια και λες ότι τιμωρείσαι με τη δίψα. Τί κακό όμως πρόκειται να πάθεις απ᾽ αυτό; Ή φοβάσαι μήπως πεθάνεις από έλλειψη ποτού; Γιατί δεν βλέπω να υπάρχει άλλος Άδης μετά απ᾽ αυτόν ή άλλος θάνατος, που να μας πηγαίνει από δω σε άλλον τόπο. ΤΑΝΤΑΛΟΣ Σωστά μιλάς. Ωστόσο και αυτό είναι μέρος της καταδίκης, το να επιθυμώ να πιω, χωρίς να το χρειάζομαι. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Λες ανοησίες, Τάνταλε, και πραγματικά φαίνεται να χρειάζεσαι ποτό, και συγκεκριμένα ανέρωτο ελλέβορο, μά τον Δία, γιατί έχεις πάθει το αντίθετο από εκείνους που τους έχουν δαγκώσει λυσσασμένα σκυλιά, μια και φοβάσαι όχι το νερό, αλλά τη δίψα. ΤΑΝΤΑΛΟΣ Ούτε τον ελλέβορο, Μένιππε, δεν έχω αντίρρηση να πιω, μακάρι μόνο να τον είχα. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Μην ανησυχείς, Τάνταλε, γιατί ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος νεκρός θα πιει. Είναι αδύνατο, παρόλο που δεν διψούνε όλοι λόγω καταδίκης, όπως εσύ, ώστε το νερό να μην τους ζυγώνει.
|