Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.21.1-1.23.3)
[1.21.1] Χρόνος ὀλίγος διαγίνεται καὶ Χλόη κατήλαυνε τὰς ἀγέλας εἰς τὴν πηγήν, καταλιποῦσα τὸν Δάφνιν φυλλάδα χλωρὰν κόπτοντα τοῖς ἐρίφοις τροφὴν μετὰ τὴν νομήν. [1.21.2] Καὶ οἱ κύνες οἱ τῶν προβάτων ἐπὶ φυλακὴν καὶ τῶν αἰγῶν ἑπόμενοι, οἵα δὴ κυνῶν ἐν ῥινηλασίαις περιεργία, κινούμενον τὸν Δόρκωνα πρὸς τὴν ἐπίθεσιν τῆς κόρης φωράσαντες, πικρὸν μάλα ὑλακτήσαντες ὥρμησαν ὡς ἐπὶ λύκον· καὶ περισχόντες, πρὶν ὅλως ἀναστῆναι δι᾽ ἔκπληξιν, ἔδακνον κατὰ τοῦ δέρματος. [1.21.3] Τέως μὲν οὖν τὸν ἔλεγχον φοβούμενος καὶ ὑπὸ τοῦ δέρματος ἐπισκέποντος φρουρούμενος ἔκειτο σιωπῶν ἐν τῇ λόχμῃ· ἐπεὶ δὲ ἥ τε Χλόη πρὸς τὴν πρώτην θέαν διαταραχθεῖσα τὸν Δάφνιν ἐκάλει βοηθόν, οἵ τε κύνες περισπῶντες τὸ δέρμα τοῦ σώματος ἥπτοντο αὐτοῦ, μέγα οἰμώξας ἱκέτευε βοηθεῖν τὴν κόρην καὶ τὸν Δάφνιν ἤδη παρόντα. [1.21.4] Τοὺς μὲν δὴ κύνας ἀνακαλέσαντες συνήθως ταχέως ἡμέρωσαν, τὸν δὲ Δόρκωνα κατά τε μηρῶν καὶ ὤμων δεδηγμένον ἀγαγόντες ἐπὶ τὴν πηγὴν ἀπένιψαν τὰ δήγματα, ἵνα ἦσαν τῶν ὀδόντων αἱ ἐμβολαί, καὶ διαμασησάμενοι φλοιὸν χλωρὸν πτελέας ἐπέπασαν· [1.21.5] ὑπό τε ἀπειρίας ἐρωτικῶν τολμημάτων ποιμενικὴν παιδιὰν νομίζοντες τὴν ἐπιβολὴν τοῦ δέρματος, οὐδὲν ὀργισθέντες, ἀλλὰ καὶ παραμυθησάμενοι καὶ μέχρι τινὸς χειραγωγήσαντες ἀπέπεμψαν. |
[1.21.1] Ύστερα από λίγη ώρα η Χλόη άφησε τον Δάφνη να κόβει φρέσκες φυλλωσιές, για συμπλήρωμα της βοσκής των μικρών γιδιών, και κατέβασε τα κοπάδια προς την πηγή. [1.21.2] Τα μαντρόσκυλα που ακολουθούσαν τα γιδοπρόβατα και που οσμίζονταν εδώ κι εκεί, καθώς το συνηθίζουν τα σκυλιά, ένιωσαν τον Δόρκωνα που σίμωνε για να ριχτεί στη Χλόη και, παίρνοντάς τον για λύκο, όρμησαν καταπάνω του γαβγίζοντας λυσσασμένα. Εκείνος σάστισε, και πριν προλάβει ν᾽ ανασηκωθεί τον είχαν περικυκλώσει και δαγκάναν τη λυκοπροβιά. [1.21.3] Στην αρχή ο Δόρκων, από ντροπή μην τον καταλάβουν και προστατευμένος από την προβιά, έμεινε πλαγιασμένος κι άφωνος μέσα στους θάμνους. Όταν όμως η Χλόη, πάνω στην πρώτη ταραχή που της προκάλεσε το θέαμα, φώναξε τον Δάφνη για βοήθεια, και συνάμα τα σκυλιά άρχισαν να βγάζουν την προβιά από πάνω του και να ρίχνονται στον ίδιον, έσκουξε δυνατά γυρεύοντας βοήθεια από το κορίτσι κι από τον Δάφνη που μόλις είχε φτάσει. [1.21.4] Εκείνοι φώναξαν τα σκυλιά με το συνηθισμένο τους τρόπο και τα ησύχασαν ευθύς. Κατόπι οδήγησαν τον Δόρκωνα στην πηγή, γιατί είχε δαγκωματιές στα πόδια και στους ώμους, του ᾽πλυναν τις πληγές εκεί όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών και τις σκέπασαν με φρέσκο φλούδι φτελιάς, αφού το μάσησαν. [1.21.5] Καθώς δεν ήξεραν από ερωτικά τερτίπια, νόμισαν ότι το μασκάρεμα με τη λυκοπροβιά δεν ήταν παρά τσοπάνικο χωρατό, και καθόλου δεν του θύμωσαν· ίσα-ίσα τον παρηγόρησαν, τον βοήθησαν να περπατήσει ως λίγο παραπέρα και τέλος τον άφησαν. |