36. Ο παλιάνθρωπος. [36.1] Μια φορά ένας παλιάνθρωπος έβαλε στοίχημα με κάποιον να αποδείξει ότι το μαντείο των Δελφών λέει ψέματα. Που λέτε, όταν έφτασε η καθορισμένη ημερομηνία, ο λεγάμενος πήρε στο χέρι του ένα σπουργιτάκι και το σκέπασε με το πανωφόρι του. Έτσι προετοιμασμένος προσήλθε στο ιερό, στάθηκε απέναντι από τον θεό και του υπέβαλε το ερώτημά του: «Τί είναι αυτό που κρατάω στο χέρι μου — είναι κάτι ζωντανό ή μήπως άψυχο;». Καταλαβαίνετε βέβαια ποιά ήταν η πρόθεσή του: Αν ο Απόλλων έλεγε πως το πλάσμα είναι άψυχο, ο λεχρίτης θα φανέρωνε το σπουργιτάκι ζωντανό· αν πάλι έλεγε πως το πουλάκι ζει και ανασαίνει, αυτός ο σιχαμένος θα το ζούλαγε να σκάσει και μετά θα το παρουσίαζε. Ο θεός φυσικά κατάλαβε το δόλιο σχέδιο του αχρείου και αποκρίθηκε: «Σταμάτα, βρε αθεόφοβε. Από τη δική σου βούληση και μόνο εξαρτάται αν θα πεθάνει ή θα μείνει ζωντανό αυτό που κρατάς στο χέρι». Το δίδαγμα του μύθου: Δεν μπορείς να τα βάλεις με τους θεούς. 37. Ο τυφλός. [37.1] Ήταν ένας άνθρωπος τυφλός, που οποιοδήποτε ζώο και να του έβαζες στα χέρια, εκείνος το άγγιζε και ήταν ικανός να σου πει τί λογής πλάσμα είναι. Μια φορά, λοιπόν, του έδωσαν έναν μικρό λύγκα. Ο τυφλός τον ψηλάφησε και, μη μπορώντας να μαντέψει με σιγουριά, αποφάνθηκε: «Δεν ξέρω τί στο καλό είναι, αν είναι γέννημα λύκου ή αλεπούς ή κανενός άλλου τέτοιου ζώου. Πάντως για ένα είμαι σίγουρος: αυτό το πλάσμα δεν είναι σκόπιμο να το αφήσεις να σιμώσει το κοπάδι με τα πρόβατα». Έτσι συμβαίνει και με τους φαύλους ανθρώπους: Ο χαρακτήρας τους διακρίνεται πολλές φορές ολοκάθαρα από την όψη τους. 38. Ο ξωμάχος και ο λύκος. [38.1] Ήταν μια φορά ένας αγρότης που όργωνε, ώσπου σε κάποια στιγμή έλυσε τα βόδια του από τον ζυγό και τα πήγε να τα ποτίσει. Στο αναμεταξύ, όπως το έφερε η τύχη, πέρασε και πρόσεξε το αλέτρι ο λύκος, καθώς τριγυρνούσε ψόφιος της πείνας και γυρεύοντας τροφή. Στην αρχή, λοιπόν, βάλθηκε να γλείφει γύρω-γύρω τις ζεύγλες των βοδιών, και έτσι, χωρίς να το καταλάβει, έχωσε σιγά-σιγά τον σβέρκο του από κάτω από τον ζυγό. Δεν μπορούσε όμως να σηκώσει το αλέτρι, γι᾽ αυτό κατέληξε να το σέρνει πάνω στο χώμα. Πάνω στην ώρα γύρισε και ο αγρότης, και βλέποντας τον λύκο ξεφώνισε: «Βρε κερατένια σκατόφατσα, που μακάρι να άφηνες τις αρπαγές και τις βρομοδουλειές και να καταγινόσουνα με την καλλιέργεια της γης!». Έτσι συμβαίνει και με τους δόλιους ανθρώπους: Ακόμη και αν διαλαλούν την αρετή τους, κανείς δεν τους πιστεύει, ξέροντας τον χαρακτήρα τους. 39. Το χελιδόνι και τα πουλιά. [39a.1] Τον καιρό που μόλις είχε πρωτοβλαστήσει ο ιξός, το χελιδόνι διαισθάνθηκε τον κίνδυνο που εγκυμονούσε το φυτό αυτό για τα πουλιά. Μια και δυο, λοιπόν, συνάθροισε όλα τα πτηνά και τα συμβούλεψε πρώτα από όλα να κόψουν σύρριζα κάθε βελανιδιά όπου φυτρώνει ιξός. Αν τώρα κάτι τέτοιο αποδεικνυόταν πάνω από τις δικές τους δυνάμεις, το χελιδόνι είχε και δεύτερο σχέδιο: να καταφύγουν στους ανθρώπους και να τους εκλιπαρήσουν να το κάνουν εκείνοι. Αλλιώς, έλεγε, οι άνθρωποι θα εκμεταλλευτούν τις κολλητικές ιδιότητες του ιξού για να τσακώνουν τα πουλιά. Τα άλλα πετούμενα, βέβαια, έβαλαν τα γέλια και χλεύαζαν το χελιδόνι, θεωρώντας τα λόγια του ανοησίες. Τότε αυτό πήγε και προσέπεσε από μόνο του στους ανθρώπους σαν ικέτης· εκείνοι το υποδέχτηκαν μετά χαράς, εκτιμώντας την οξύνοιά του, και το πήραν για συγκάτοικό τους. Νά λοιπόν γιατί τα υπόλοιπα πουλιά ο κόσμος τα κυνηγάει και τα ξεκοκαλίζει, ενώ το χελιδόνι είναι το μόνο που μπορεί άφοβα και φτιάχνει τη φωλιά του ακόμη και μέσα στα σπίτια μας, σαν προστατευόμενός μας. Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι μπορούν να διαβλέπουν το μέλλον, φυσικά παίρνουν μέτρα για να αποφύγουν τους κινδύνους. (Άλλη παραλλαγή). [39b.1] Μια φορά το χελιδόνι συγκάλεσε συνέλευση των πουλιών και τους έβγαλε συμβουλευτικό λόγο. Όπως έλεγε, το καλύτερο είναι να μην έρθουν σε σύγκρουση με τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα να συνάψουν φιλία μαζί τους και να διατηρούν σχέσεις εγκαρδιότητας. Τότε όμως κάποιο άλλο πουλί υποστήριξε ακριβώς τα αντίθετα: «Απεναντίας, είναι πολύ πιο σκόπιμο να τρώμε συστηματικά τα σπόρια του λιναριού, έτσι ώστε το φυτό αυτό να εξαφανιστεί. Τοιουτοτρόπως οι άνθρωποι δεν θα μπορούν πια να φτιάχνουν δίχτυα και να μας πιάνουν». Γι᾽ αυτό λοιπόν το χελιδόνι, χάρη στην εξαίρετη σκέψη του, έχει την άδεια να τριγυρνά στις πόλεις και να γεννάει τα αυγά του μέσα στα σπίτια, δίπλα στους ανθρώπους, που δεν του κάνουν κανένα κακό. Αντίθετα, τα υπόλοιπα πουλιά αποδέχτηκαν να τρώνε τα σπόρια, πιστεύοντας πως τούτα ήσαν η αιτία για όλα τα δεινά τους. Με τέτοια διατροφή, όμως, καταλήγουν να γίνονται παχιά όλο λίπος, και έτσι οι άνθρωποι τα τσακώνουν και τα ξεκοκαλίζουν. Επειδή λοιπόν υπέφεραν τόσο άσχημες συνέπειες από την αμυαλιά τους, άλλαξαν γνώμη και πήραν απόφαση να μην παραμείνουν ανάμεσα στην ανθρωπότητα, αλλά να πετούν στον ουρανό. Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους και σκέφτονται έξυπνα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής, προφυλάγονται από τους κινδύνους. 40. Ο αστρονόμος. [40.1] Ήταν ένας αστρονόμος που είχε συνήθεια να βγαίνει έξω κάθε βράδυ και να παρατηρεί τα αστέρια. Μια φορά, λοιπόν, εκεί που τριγυρνούσε στα περίχωρα της πόλης με την προσοχή του στραμμένη εξ ολοκλήρου προς τον ουρανό, δεν είδε το πηγάδι μπροστά του και έπεσε κατευθείαν μέσα. Έβαλε τότε τις φωνές και βογκούσε, μέχρι που κάποιος περαστικός άκουσε τα κλάματά του και πλησίασε. Όταν όμως έμαθε τί είχε συμβεί, ο διαβάτης φώναξε στον πεσμένο αστρονόμο: «Καλά, μπουμπούνας είσαι; Τόσο πια απορροφήθηκες να κοιτάζεις τα ουράνια, που δεν σου έκοψε να προσέξεις λίγο και τη γη εδώ κάτω;». Αυτός ο μύθος είναι πρόσφορος για ορισμένο είδος ανθρώπων: Εκείνους που αραδιάζουν τις πιο εξωφρενικές αμπελοφιλοσοφίες, ενώ δεν είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας ούτε καν τις κοινές ανθρώπινες δουλειές.
|