Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.55-1.58)


Σόλων δὲ ὅρον ἀνθρωπίνου βίου φησὶν ἔτη ἑβδομήκοντα.
Δοκεῖ δὲ καὶ κάλλιστα νομοθετῆσαι· ἐάν τις μὴ τρέφῃ τοὺς γονέας, ἄτιμος ἔστω· ἀλλὰ καὶ ὁ τὰ πατρῷα κατεδηδοκὼς ὁμοίως. καὶ ὁ ἀργὸς ὑπεύθυνος ἔστω παντὶ τῷ βουλομένῳ γράφεσθαι. Λυσίας δ᾽ ἐν τῷ κατὰ Νικίδου Δράκοντά φησι γεγραφέναι τὸν νόμον, Σόλωνα δὲ τεθηκέναι τὸν ἡταιρηκότα εἴργειν τοῦ βήματος. συνέστειλε δὲ καὶ τὰς τιμὰς τῶν ἐν ἀγῶσιν ἀθλητῶν, Ὀλυμπιονίκῃ μὲν τάξας πεντακοσίας δραχμάς, Ἰσθμιονίκῃ δὲ ἑκατόν, καὶ ἀνὰ λόγον ἐπὶ τῶν ἄλλων· ἀπειρόκαλον γὰρ τὸ ἐξαίρειν τὰς τούτων τιμάς, ἀλλὰ μόνων ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων, ὧν καὶ τοὺς υἱοὺς δημοσίᾳ τρέφεσθαι καὶ παιδεύεσθαι.
[1.56] Ὅθεν καὶ ἐζήλουν πολλοὶ καλοὶ κἀγαθοὶ γίνεσθαι κατὰ πόλεμον· ὡς Πολύζηλος, ὡς Κυνέγειρος, ὡς Καλλίμαχος, ὡς σύμπαντες οἱ Μαραθωνομάχαι· ἔτι δ᾽ Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων καὶ Μιλτιάδης καὶ μυρίοι ὅσοι. ἀθληταὶ δὲ καὶ ἀσκούμενοι πολυδάπανοι, καὶ νικῶντες ἐπιζήμιοι καὶ στεφανοῦνται κατὰ τῆς πατρίδος μᾶλλον ἢ κατὰ τῶν ἀνταγωνιστῶν· γέροντές τε γενόμενοι κατὰ τὸν Εὐριπίδην
τρίβωνες ἐκλιπόντες οἴχονται κρόκας.
ὅπερ συνιδὼν ὁ Σόλων μετρίως αὐτοὺς ἀπεδέξατο. κάλλιστον δὲ κἀκεῖνο· τὸν ἐπίτροπον τῇ τῶν ὀρφανῶν μητρὶ μὴ συνοικεῖν, μηδ᾽ ἐπιτροπεύειν, εἰς ὃν ἡ οὐσία ἔρχεται τῶν ὀρφανῶν τελευτησάντων. [1.57] κἀκεῖνο· δακτυλιογλύφῳ μὴ ἐξεῖναι σφραγῖδα φυλάττειν τοῦ πραθέντος δακτυλίου· καὶ ἐὰν ἕνα ὀφθαλμὸν ἔχοντος ἐκκόψῃ τις, ἀντεκκόπτειν τοὺς δύο. ἃ μὴ ἔθου, μὴ ἀνέλῃ· εἰ δὲ μή, θάνατος ἡ ζημία. τῷ ἄρχοντι, ἐὰν μεθύων ληφθῇ, θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν.
Τά τε Ὁμήρου ἐξ ὑποβολῆς γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι, οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον. μᾶλλον οὖν Σόλων Ὅμηρον ἐφώτισεν ἢ Πεισίστρατος, ὥς φησι Διευχίδας ἐν πέμπτῳ Μεγαρικῶν. ἦν δὲ μάλιστα τὰ ἔπη ταυτί· «οἳ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνας εἶχον» καὶ τὰ ἑξῆς.
[1.58] Πρῶτος δὲ Σόλων τὴν τριακάδα ἔνην καὶ νέαν ἐκάλεσεν. καὶ πρῶτος τὴν συναγωγὴν τῶν ἐννέα ἀρχόντων ἐποίησεν εἰς τὸ συνειπεῖν, ὡς Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν δευτέρῳ Περὶ νομοθετῶν. ἀλλὰ καὶ τῆς στάσεως γενομένης οὔτε μετὰ τῶν ἐξ ἄστεως, οὔτε μετὰ τῶν πεδιέων, ἀλλ᾽ οὐδὲ μετὰ τῶν παράλων ἐτάχθη.


Ο Σόλωνας, τώρα, είπε πως η ζωή του ανθρώπου κρατάει, κατά μέσον όρο, εβδομήντα χρόνια. Οι νόμοι του θεωρούνται άριστοι. Π.χ.: Όποιος αδιαφορεί για τη διατροφή των γονιών του, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα· το ίδιο και όποιος κατασπαταλάει την πατρική του περιουσία. Επίσης: Τον άνθρωπο που δεν εργάζεται, να μπορεί ο καθένας, αν το θέλει, να τον καταγγείλει. Ο Λυσίας, πάντως, στον λόγο του εναντίον του Νικίδη, λέει ότι αυτός ήταν νόμος του Δράκοντα, ενώ ο Σόλωνας όρισε να μην έχει το δικαίωμα να μιλάει από το βήμα της συνέλευσης του λαού όποιος πρόσφερε για ασέλγεια το σώμα του. Μείωσε, επίσης, τα βραβεία των αθλητών που διακρίνονταν στους αγώνες: για τον Ολυμπιονίκη όρισε πεντακόσιες δραχμές, για τον Ισθμιονίκη εκατό, και το ανάλογο για όλες τις άλλες περιπτώσεις· η εξήγησή του ήταν ότι δεν είναι καθόλου ωραίο να αυξάνονται τα βραβεία αυτών των ανθρώπων, αλλά μόνο εκείνων που πέθαναν στον πόλεμο, που τα παιδιά τους έπρεπε, επίσης, να συντηρούνται και να μορφώνονται με έξοδα της πόλης.
[1.56] Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλοί φιλοτιμούνταν πια να διακριθούν στον πόλεμο, όπως διακρίθηκαν ο Πολύζηλος, ο Κυνέγειρος, ο Καλλίμαχος και, γενικά, όλοι οι Μαραθωνομάχοι· και ακόμη όπως ήταν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας, ο Μιλτιάδης και χιλιάδες άλλοι. Αντίθετα, οι αθλητές και τον καιρό που ασκούνται κοστίζουν πολύ, και όταν νικήσουν, είναι μια σκέτη καταστροφή, και το στεφάνι της νίκης το παίρνουν μάλλον σε βάρος της πατρίδας τους παρά σε βάρος των αντιπάλων τους, και όταν γεράσουν, τότε, κατά τον Ευριπίδη, είναι πια
τριμμένα πανωφόρια που έχασαν το χνούδι τους.
Αυτό ο Σόλωνας το κατάλαβε πολύ καλά, και γι᾽ αυτό τους είχε σε μικρή εκτίμηση. Πολύ ωραίο ήταν και το άλλο: Ο κηδεμόνας να μη συζεί με τη μητέρα των ορφανών, ούτε να γίνεται κηδεμόνας ο άνθρωπος στον οποίον πρόκειται να περιέλθει η περιουσία των ορφανών ύστερα από τον θάνατό τους. [1.57] Και το άλλο επίσης: Αυτός που χαράζει δαχτυλιδόπετρες να μην επιτρέπεται να κρατάει το αποτύπωμα του δαχτυλιδιού που πούλησε. Επίσης: Αν κάποιος βγάλει το μάτι ενός μονόφθαλμου ανθρώπου, η τιμωρία του να είναι να του αφαιρεθούν και τα δύο του μάτια. Μη «σηκώνεις» χρήματα που δεν τα κατέθεσες ο ίδιος· αλλιώς η τιμωρία να είναι ο θάνατος. Άρχοντας που βρέθηκε μεθυσμένος να τιμωρείται με θάνατο.
Για τα ποιήματα του Ομήρου όρισε η δημόσια απαγγελία τους να γίνεται κατά ενότητες με τη σειρά, έτσι ώστε ο επόμενος να αρχίζει από εκεί όπου σταμάτησε ο προηγούμενος. Ο Σόλωνας, επομένως, όπως λέει και ο Διευχίδας στο πέμπτο βιβλίο της Μεγαρικής ιστορίας του, έριξε περισσότερο φως στον Όμηρο από ό,τι ο Πεισίστρατος. Ήταν κυρίως οι ακόλουθοι στίχοι: «Αυτοί που ζούσαν στην Αθήνα» και οι παρακάτω στίχοι.
[1.58] Πρώτος ο Σόλωνας ονόμασε την τριακοστή μέρα του μήνα «παλιά και καινούργια μέρα». Πρώτος αυτός επίσης, όπως λέει ο Απολλόδωρος στο δεύτερο βιβλίο του έργου του Για τους νομοθέτες, καθιέρωσε τη συνάντηση των εννέα αρχόντων για από κοινού συζήτηση. Αλλά και όταν άρχισε η εμφύλια σύγκρουση, αυτός δεν τάχθηκε ούτε με τους «από την πόλη», ούτε με τους «πεδινούς», αλλ᾽ ούτε και με τους «παραλιακούς».