Ο Σόλωνας, τώρα, είπε πως η ζωή του ανθρώπου κρατάει, κατά μέσον όρο, εβδομήντα χρόνια. Οι νόμοι του θεωρούνται άριστοι. Π.χ.: Όποιος αδιαφορεί για τη διατροφή των γονιών του, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα· το ίδιο και όποιος κατασπαταλάει την πατρική του περιουσία. Επίσης: Τον άνθρωπο που δεν εργάζεται, να μπορεί ο καθένας, αν το θέλει, να τον καταγγείλει. Ο Λυσίας, πάντως, στον λόγο του εναντίον του Νικίδη, λέει ότι αυτός ήταν νόμος του Δράκοντα, ενώ ο Σόλωνας όρισε να μην έχει το δικαίωμα να μιλάει από το βήμα της συνέλευσης του λαού όποιος πρόσφερε για ασέλγεια το σώμα του. Μείωσε, επίσης, τα βραβεία των αθλητών που διακρίνονταν στους αγώνες: για τον Ολυμπιονίκη όρισε πεντακόσιες δραχμές, για τον Ισθμιονίκη εκατό, και το ανάλογο για όλες τις άλλες περιπτώσεις· η εξήγησή του ήταν ότι δεν είναι καθόλου ωραίο να αυξάνονται τα βραβεία αυτών των ανθρώπων, αλλά μόνο εκείνων που πέθαναν στον πόλεμο, που τα παιδιά τους έπρεπε, επίσης, να συντηρούνται και να μορφώνονται με έξοδα της πόλης. [1.56] Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλοί φιλοτιμούνταν πια να διακριθούν στον πόλεμο, όπως διακρίθηκαν ο Πολύζηλος, ο Κυνέγειρος, ο Καλλίμαχος και, γενικά, όλοι οι Μαραθωνομάχοι· και ακόμη όπως ήταν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας, ο Μιλτιάδης και χιλιάδες άλλοι. Αντίθετα, οι αθλητές και τον καιρό που ασκούνται κοστίζουν πολύ, και όταν νικήσουν, είναι μια σκέτη καταστροφή, και το στεφάνι της νίκης το παίρνουν μάλλον σε βάρος της πατρίδας τους παρά σε βάρος των αντιπάλων τους, και όταν γεράσουν, τότε, κατά τον Ευριπίδη, είναι πια τριμμένα πανωφόρια που έχασαν το χνούδι τους. Αυτό ο Σόλωνας το κατάλαβε πολύ καλά, και γι᾽ αυτό τους είχε σε μικρή εκτίμηση. Πολύ ωραίο ήταν και το άλλο: Ο κηδεμόνας να μη συζεί με τη μητέρα των ορφανών, ούτε να γίνεται κηδεμόνας ο άνθρωπος στον οποίον πρόκειται να περιέλθει η περιουσία των ορφανών ύστερα από τον θάνατό τους. [1.57] Και το άλλο επίσης: Αυτός που χαράζει δαχτυλιδόπετρες να μην επιτρέπεται να κρατάει το αποτύπωμα του δαχτυλιδιού που πούλησε. Επίσης: Αν κάποιος βγάλει το μάτι ενός μονόφθαλμου ανθρώπου, η τιμωρία του να είναι να του αφαιρεθούν και τα δύο του μάτια. Μη «σηκώνεις» χρήματα που δεν τα κατέθεσες ο ίδιος· αλλιώς η τιμωρία να είναι ο θάνατος. Άρχοντας που βρέθηκε μεθυσμένος να τιμωρείται με θάνατο. Για τα ποιήματα του Ομήρου όρισε η δημόσια απαγγελία τους να γίνεται κατά ενότητες με τη σειρά, έτσι ώστε ο επόμενος να αρχίζει από εκεί όπου σταμάτησε ο προηγούμενος. Ο Σόλωνας, επομένως, όπως λέει και ο Διευχίδας στο πέμπτο βιβλίο της Μεγαρικής ιστορίας του, έριξε περισσότερο φως στον Όμηρο από ό,τι ο Πεισίστρατος. Ήταν κυρίως οι ακόλουθοι στίχοι: «Αυτοί που ζούσαν στην Αθήνα» και οι παρακάτω στίχοι. [1.58] Πρώτος ο Σόλωνας ονόμασε την τριακοστή μέρα του μήνα «παλιά και καινούργια μέρα». Πρώτος αυτός επίσης, όπως λέει ο Απολλόδωρος στο δεύτερο βιβλίο του έργου του Για τους νομοθέτες, καθιέρωσε τη συνάντηση των εννέα αρχόντων για από κοινού συζήτηση. Αλλά και όταν άρχισε η εμφύλια σύγκρουση, αυτός δεν τάχθηκε ούτε με τους «από την πόλη», ούτε με τους «πεδινούς», αλλ᾽ ούτε και με τους «παραλιακούς».
|