Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (5.1-5.40)

ΕΠΙΝΙΚΟΣ V

‹ΤΩΙ ΑΥΤΩΙ (= ΙΕΡΩΝΙ)

ΚΕΛΗΤΙ ΟΛΥΜΠΙΑ›


Εὔμοιρε [Σ]υρακ[οσίω]ν [στρ. α]
ἱπποδινήτων στρατα[γ]έ,
γνώσῃ μὲν [ἰ]οστεφάνων
Μοισᾶν γλυκ[ύ]δωρον ἄγαλμα, τῶν γε νῦν
5 αἴ τις ἐπιχθονίων,
ὀρθῶς· φρένα δ᾽ εὐθύδικ[ο]ν
ἀτρέμ᾽ ἀμπαύσας μεριμνᾶν
δεῦρ᾽ ‹ἄγ᾽› ἄθρησον νώῳ·
ἦ σὺν Χαρίτεσσι βαθυζώνοις ὑφάνας
10ὕμνον ἀπὸ ζαθέας
νάσου ξένος ὑμετέραν
ἐς κλυτὰν πέμπει πώλιν,
χρυσάμπυκος Οὐρανίας
κλεινὸς θεράπων· ἐθέλει {δὲ}
15γᾶρυν ἐκ στηθέων χέων

αἰνεῖν Ἱέρωνα. βαθὺν [αντ. α]
δ᾽ αἰθέρα ξουθαῖσι τάμνων
ὑψοῦ πτερύγεσσι ταχεί-
αις αἰετὸς εὐρυάνακτος ἄγγελος
20 Ζηνὸς ἐρισφαράγου
θαρσεῖ κρατερᾷ πίσυνος
ἰσχύϊ, πτάσσοντι δ᾽ ὄρνι-
χες λιγύφθογγοι φώβῳ·
οὔ νιν κορυφαὶ μεγάλας ἴσχουσι γαίας,
25οὐδ᾽ ἁλὸς ἀκαμάτας
δυσπαίπαλα κύματα· νω-
μᾷ δ᾽ ἐν ἀτρύτῳ χάει
λεπτώτριχα σὺν ζεφύρου πνοι-
αῖσιν ἔθειραν ἀρί-
30γνωτος {μετ᾽} ἀνθρώποις ἰδεῖν·

τὼς νῦν καὶ ‹ἐ›μοὶ μυρία πάντᾳ κέλευθος [επωδ. α]
ὑμετέραν ἀρετὰν
ὑμνεῖν, κυανοπλοκάμου θ᾽ ἕκατι Νίκας
χαλκεοστέρνου τ᾽ Ἄρηος,
35 Δεινομένευς ἀγέρωχοι
παῖδες· εὖ ἔρδων δὲ μὴ κάμοι θεώς.
ξανθώτριχα μὲν Φερένικον
Ἀλφεὸν παρ᾽ εὐρυδίναν
πῶλον ἀελλοδρώμαν
40εἶδε νικάσαντα χρυσώπαχυς Ἀώς,

ΕΠΙΝΙΚΟΣ V

ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ,

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ


Καλότυχε [στρ. α]
των αλογοστροβίλιστων Συρακουσίων στρατάρχη,
όσο κανείς στον κόσμο τώρα,
σωστά θα νιώθεις ένα δώρο
γλυκιάς χαράς, δώρο Μουσών
μενεξεδοστεφάνωτων· λύσε απαλά απ᾽ τις έγνοιες
τη σκέψη σου, που ορθό φυλάει το δίκιο,
και γύρνα κατά δω το νου·
φίλος σου ξένος, δουλευτής
10της Ουρανίας της χρυσομαν-
τιλούσας —κι οι βαθύζωνες
οι Χάριτες τον βοήθησαν— ύμνο ύφανε· τον στέλνει
απ᾽ το νησί του το ιερό στην ξακουστή σας πόλη,
και με λαλιά, απ᾽ τα στήθια του χυμένη, λαχταρά
τον Ιέρωνα να υμνήσει.

Κατάβαθα [αντ. α]
στον ουρανό, με καστανές γοργές ο αητός φτερούγες
χιμά, του Δία μαντατοφόρος, του Δία με την πλατιά εξουσία,
του αφέντη της βροντής· χιμά
20μ᾽ εμπιστοσύνη στην τρανή του δύναμη· τα λάλα
τότε πουλιά ζαρώνουν απ᾽ το φόβο·
δεν του είναι μπόδιο της πλατιάς
στεριάς ψηλές βουνοκορφές
κι ούτε της αγαλήνευτης
θάλασσας τ᾽ άγρια κύματα·
μέσα στο ακαταμέτρητο ο αητός το χάος ορμάει,
του κεφαλιού και του λαιμού τα πούπουλα ανεμίζουν
με του Ζέφυρου τις πνοές, κι όπου φανεί, απ᾽ τη γη
30τον ξεχωρίζουν όλοι.

Και μπροστά σ᾽ εμένα τώρα δώθε κείθε, [επωδ. α]
μύριοι δρόμοι είν᾽ ανοιχτοί, του Δεινομένη
γιοι αφεντάνθρωποι, να υμνώ
την αντρεία σας, που είναι σκέπη της η Νίκη
η σκοτεινοπλεξουδάτη,
μα και ο Άρης ο χαλκόστερνος· κι ο θεός
πάντ᾽ ακούραστα ας χαρίζει τ᾽ αγαθά του.
Το Φερένικο, ξανθό και θυελλοδρόμο,
να νικά η Αυγή τον είδε η χρυσοχέρα
40στον πλατύ κοντά Αλφειό, και στην Πυθώ,
γη αγιασμένη.