Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (230-271)


230Λειχοπίναξ δ᾽ ἔκτεινεν ἀμύμονα Βορβοροκοίτην,
ἔγχει ἐπαΐξας· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
Πρασσαῖος δὲ ἰδὼν ποδὸς εἵλκυσε νεκρὸν ἐόντα,
ἐν λίμνῃ δ᾽ ἀπέπνιξε κρατήσας χειρὶ τένοντα.
Ψιχάρπαξ δ᾽ ἤμυν᾽ ἑτάρου περὶ τεθνειῶτος
235καὶ βάλε Πρασσαῖον κατὰ νηδύος ἐς μέσον ἧπαρ,
πῖπτε δέ οἱ πρόσθεν, ψυχὴ δ᾽ Ἀϊδόσδε βεβήκει.
Κραμβοβάτης δὲ ἰδὼν πηλοῦ δράκα ῥίψεν ἐπ᾽ αὐτόν,
καὶ τὸ μέτωπον ἔχρισε καὶ ἐξετύφλου παρὰ μικρόν.
ὠργίσθη δ᾽ ἄρ᾽ ἐκεῖνος, ἑλὼν δ᾽ ἄρα χειρὶ παχείῃ
240κείμενον ἐν δαπέδῳ λίθον ὄβριμον, ἄχθος ἀρούρης,
τῷ βάλε Κραμβοβάτην ὑπὸ γούνατα· πᾶσα δ᾽ ἐκλάσθη
κνήμη δεξιτερή, πέσε δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
Κραυγασίδης δ᾽ ἤμυνε καὶ αὖθις βαῖνεν ἐπ᾽ αὐτόν,
τύψε δέ οἱ μέσσην κατὰ γαστέρα· πᾶς δέ οἱ εἴσω
245ὀξύσχοινος ἔδυνε, χαμαὶ δ᾽ ἔκχυντο ἅπαντα
ἔγκατ᾽ ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ·
Τρωγλοδύτης δ᾽ ὡς εἶδεν ἐπ᾽ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς·
ἥλατο δ᾽ ἐς τάφρους, ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον.
250Τρωξάρτης δ᾽ ἔβαλεν Φυσίγναθον ἐς ποδὸς ἄκρον,
ἔσχατος δ᾽ ἐκ λίμνης ἀνεδύσετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς.
Πρασσαῖος δ᾽ ὡς εἶδεν ἔθ᾽ ἡμίπνουν προπεσόντα,
ἦλθε διὰ προμάχων καὶ ἀκόντισεν ὀξύσχοινον·
οὐδ᾽ ἔρρηξε σάκος, σχέτο δ᾽ αὐτοῦ δουρὸς ἀκωκή·
255οὐδ᾽ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον
δῖος Ὀριγανίων, μιμούμενος αὐτὸν Ἄρηα,
ὃς μόνος ἐν βατράχοισιν ἀρίστευεν καθ᾽ ὅμιλον·
ὥρμησεν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ὡς ἴδεν οὐχ ὑπέμεινεν
ἥρωας κρατερούς, ἀλλ᾽ ἔδυνε βένθεσι λίμνης
260Ἦν δέ τις ἐν μυσὶ παῖς Μεριδάρπαξ ἔξοχος ἄλλων,
Κναίσωνος φίλος υἱὸς ἀμύμονος ἀρτεπιβούλου·
οἴκαδ᾽ ἴεν, πολέμου δὲ μετασχεῖν παῖδ᾽ ἐκέλευεν·
οὗτος ἀναρπάξαι βατράχων γενεὴν ἐπαπείλει·
ἀγχοῦ δ᾽ ἕστηκεν μενεαίνων ἶφι μάχεσθαι
265καὶ ῥήξας καρύοιο μέσην ῥάχιν εἰς δύο μοίρας
φράγδην ἀμφοτέροισι κενώμασι χεῖρας ἔθηκεν·
οἱ δὲ τάχος δείσαντες ἔβαν πάντες κατὰ λίμνην·
καί νύ κεν ἐξετέλεσσεν ἐπεὶ μέγα οἱ σθένος ἦεν,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
270καὶ τότ᾽ ἀπολλυμένους βατράχους ᾤκτειρε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη τοίην ἐφθέγξατο φωνήν·


230Όμως κι ο Πιατογλύφτης σκότωσε τον άξιο Λασποσπίτι
με το κοντάρι ορμώντας· σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Τον είδε ο Πρασομούρης, του άδραξε το πόδι, μες στη λίμνη
τον σέρνει, το λαιμό πατώντας του μες στα νερά τον πνίγει.
Νεκρό το φίλο του ο Ψιχουλάρπαγας διαφέντευε, και ρίχνει
235του Πρασομούρη στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι·
μπροστά του εκείνος εσωριάστηκε, στον Άδη πάει η ψυχή του.
Τους είδε ο Λαχανάς κι αδράχνοντας μια φούχτα λάσπη ρίχνει
στον Ψιχουλάρπαγα, στα μούτρα του, πώς δεν στραβώθη, αλήθεια!
Φρένιασε τότε εκείνος κι άδραξε με το χοντρό του χέρι
240κοτρόνα ασήκωτη, που κείτονταν βαριά στο χώμα απάνω,
τη σφεντονάει, χτυπά στα γόνατα το Λαχανά, του σπάζει
το πόδι το δεξί κι ανάσκελα στη σκόνη αυτός σωριάστη.
Όμως ευθύς απάνω του όρμησε για γδικιωμό ο Σκουξιάρης,
χτυπάει, στον αφαλό τον πέτυχε· κι όλο του το κοντάρι
245χώθηκε στην κοιλιά και χύθηκαν στη γη τα σπλάχνα του όλα
γύρω από το κοντάρι, ως το ᾽σερνε με το χοντρό του χέρι.
Τον είδε ο Τρυποφράκτης που έστεκε στου ποταμού τις όχθες,
και κούτσα κούτσα από τον πόλεμο το σκάζει· στα χαντάκια
πηδάει και τρομαγμένος πάσκιζε του χάρου να ξεφύγει.
250Στερνά απ᾽ τη λίμνη ο Φουσκομάγουλος προβάλλει τρομαγμένος.
Τον είδε ο Ψωμοφάγος, του ᾽ριξε, στο πόδι τον πληγώνει.
Τον βλέπει ο Πρασομούρης που έπεφτε λιπόθυμος, και τρέχει
μπροστά, το σουβλερό κοντάρι του στον Ψωμοφάγο ρίχνει·
μα δεν τρυπάει η ασπίδα, κράτησε του κονταριού τη μύτη·
255μήτε το φουντωτό τετράχυτρο χωρίς ψεγάδι κράνος
ο έξοχος Ριγανάτος πέτυχε, που φάνταζε ο ίδιος ο Άρης,
το πρώτο μες στο βατραχόστρατο παράξιο παλικάρι.
Κι ο Ψωμοφάγος πάλι χύμηξε· κι ο ρήγας των βατράχων
στους γαύρους μαχητές δεν άντεξε, βαθιά στη λίμνη εχώθη.
260Μέσα στους ποντικούς ξεχώριζεν ο Κομματάς, λεβέντης,
γιος του Ροκάνα του αψεγάδιαστου, του Ψωμοκυνηγάρη·
στο σπίτι ο κύρης παρακάλεσε το γιο να μπει στη μάχη·
κι αυτός μ᾽ αφανισμό φοβέριζε το γένος των βατράχων.
Μ᾽ αντρειά περίσσια ομπρός τους στάθηκε διψώντας άγρια μάχη.
265Στη μέση ένα καρύδι χώρισε, το κάνει δυο κομμάτια
και τ᾽ άδεια τσόφλια του τα φόρεσε γι᾽ αρματωσιά στα χέρια.
Τρόμαξαν τα βατράχια κι όλα τους γοργά στη λίμνη τρέχουν.
Και σίγουρα θα τα ξεκλήριζε, περίσσια η δύναμή του,
αν των θεών ευθύς δεν το ᾽νιωθε κι ανθρώπων ο πατέρας.
270Σαν είδε τους βατράχους που έσβηναν, σπλαχνίστη ο γιος του Κρόνου,
κι αργοκουνώντας το κεφάλι του τα λόγια τούτα κρένει:


Εδώ το πείσμα κι ο θυμός κι η λύσσα ανακατεύει
τα φοβερά στρατέματα, κι ο φόνος κυριεύει·
495πλιο δεν ψηφάν το θάνατο, διψάν το αίμα ακράτο,
και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο.
Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη,
και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι·
οπίσω οχ τ᾽ αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει,
500στην κατοικιά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει.
Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη
οχ το ποδάρι το δεξί, δυο τρεις φορές το στρίφει·
τον κωλοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του,
μες στο νερό κρατώντας τον, ώς να σβηστεί η πνοή του.
505Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπει,
καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθεί, ως πρέπει·
τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση,
και παγωμένον παρευτύς τον έκαμε να πέσει.
Βογκούσης πάλι ο ακράτητος με τ᾽ αγριωμένο βλέμμα
510τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· «τρέμα·
τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ»· και πριν να τ᾽ αποσώσει,
απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώσει·
με χούφτα λάσπες νερουλές που αδραχτικά σηκώνει,
του χριει τη μούρη ολάκερη, τα μάτια τού θαμπώνει.
515Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη
χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν᾽ αναμείνει
προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει,
και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει.
Μόν᾽ ο Σκουτζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται,
520στον Κομματά με μάνιωμα ακράτηγο απολνιέται·
το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό τού χώνει,
και με βρισιές και χλευασμούς ακόμα τον μαλώνει·
πλατιά πληγή τού άνοιξε στην απαλή κοιλιά του,
και έρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ᾽ άντερά του.
525Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη,
Βογκούση τον περήφανο, που βιάζεται και θέλει
μα πάρει τον κατήφορο μ᾽ ελπίδα να βουτήσει
και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν᾽ απαντήσει.
Μόν᾽ κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακώνει,
530με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελειώνει·
Ο Ψωμοφάγος βασιλιάς οπού σε πάσα τάξη
μικρούς, μεγάλους έκαμε, καθένας να τρομάξει,
το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του,
και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του·
535μόν᾽ έσφαλε το ρίξιμο και δεν τον ευτυχάει,
και στην πατούσα ξώδερμα τον χαμογρατζουνάει.
Ξεφεύγει ο Φουσκομάγουλος του χάρου το δρεπάνι,
και προς τη λίμνη ογλήγορος τη στράτα τότε πιάνει.
Ο Ψωμοφάγος άσειστος στο ό,τι μελετάει,
540με βιαστικά πατήματα κατόπι του ακλουθάει·
μηδέ η καρδιά του το ᾽στρεγε να τον απαρατήσει
χωρίς νεκρόν να τον ιδεί, το αίμα να του χύσει.
Τότε ο Πρασάτος άξαφνα οχ το πλευρό τούς βγαίνει,
στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μόν᾽ δεν τον πιτυχαίνει·
545τι ο βασιλιάς επρόφτακε, και τ᾽ άρμα οπίσω αμπώχνει
κρυμμένος στην ασπίδα του, και το κακό αποδιώχνει·
σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει,
στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρώνοντας πηδάει.
Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ᾽ ακουσμένο
550ήταν κι έν᾽ άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρωμένο,
του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθεια παλληκάρι
οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρη·
ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του,
κι ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντρειά του.
555Σε όχτη απάνω στέκοντας γυρτός κι ακουμπημένος
στο τρομερό κοντάρι του, κι από θυμό αναμμένος,
αυτός ατός του υπόσχονταν, αβοήθητος, μονάτος
των Μπακακάδων τη φυλή να σβήσει κατά κράτος.
Κι ώς τόσο άγριος γένεται, κι ώς τόσο φοβερίζει,
560που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει.
Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελειώσει,
τι είχε καρδιά και δύναμη να τ᾽ αποκατορθώσει,
αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων
του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον
565τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να ελεήσει,
στους αποδέλοιπους θεούς παρόμοια να μιλήσει
δυο τρεις φορές ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι,
τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ᾽ άλλη·