Εδώ το πείσμα κι ο θυμός κι η λύσσα ανακατεύει
τα φοβερά στρατέματα, κι ο φόνος κυριεύει·
495πλιο δεν ψηφάν το θάνατο, διψάν το αίμα ακράτο,
και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο.
Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη,
και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι·
οπίσω οχ τ᾽ αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει,
500στην κατοικιά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει.
Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη
οχ το ποδάρι το δεξί, δυο τρεις φορές το στρίφει·
τον κωλοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του,
μες στο νερό κρατώντας τον, ώς να σβηστεί η πνοή του.
505Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπει,
καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθεί, ως πρέπει·
τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση,
και παγωμένον παρευτύς τον έκαμε να πέσει.
Βογκούσης πάλι ο ακράτητος με τ᾽ αγριωμένο βλέμμα
510τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· «τρέμα·
τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ»· και πριν να τ᾽ αποσώσει,
απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώσει·
με χούφτα λάσπες νερουλές που αδραχτικά σηκώνει,
του χριει τη μούρη ολάκερη, τα μάτια τού θαμπώνει.
515Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη
χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν᾽ αναμείνει
προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει,
και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει.
Μόν᾽ ο Σκουτζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται,
520στον Κομματά με μάνιωμα ακράτηγο απολνιέται·
το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό τού χώνει,
και με βρισιές και χλευασμούς ακόμα τον μαλώνει·
πλατιά πληγή τού άνοιξε στην απαλή κοιλιά του,
και έρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ᾽ άντερά του.
525Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη,
Βογκούση τον περήφανο, που βιάζεται και θέλει
μα πάρει τον κατήφορο μ᾽ ελπίδα να βουτήσει
και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν᾽ απαντήσει.
Μόν᾽ κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακώνει,
530με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελειώνει·
Ο Ψωμοφάγος βασιλιάς οπού σε πάσα τάξη
μικρούς, μεγάλους έκαμε, καθένας να τρομάξει,
το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του,
και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του·
535μόν᾽ έσφαλε το ρίξιμο και δεν τον ευτυχάει,
και στην πατούσα ξώδερμα τον χαμογρατζουνάει.
Ξεφεύγει ο Φουσκομάγουλος του χάρου το δρεπάνι,
και προς τη λίμνη ογλήγορος τη στράτα τότε πιάνει.
Ο Ψωμοφάγος άσειστος στο ό,τι μελετάει,
540με βιαστικά πατήματα κατόπι του ακλουθάει·
μηδέ η καρδιά του το ᾽στρεγε να τον απαρατήσει
χωρίς νεκρόν να τον ιδεί, το αίμα να του χύσει.
Τότε ο Πρασάτος άξαφνα οχ το πλευρό τούς βγαίνει,
στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μόν᾽ δεν τον πιτυχαίνει·
545τι ο βασιλιάς επρόφτακε, και τ᾽ άρμα οπίσω αμπώχνει
κρυμμένος στην ασπίδα του, και το κακό αποδιώχνει·
σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει,
στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρώνοντας πηδάει.
Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ᾽ ακουσμένο
550ήταν κι έν᾽ άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρωμένο,
του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθεια παλληκάρι
οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρη·
ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του,
κι ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντρειά του.
555Σε όχτη απάνω στέκοντας γυρτός κι ακουμπημένος
στο τρομερό κοντάρι του, κι από θυμό αναμμένος,
αυτός ατός του υπόσχονταν, αβοήθητος, μονάτος
των Μπακακάδων τη φυλή να σβήσει κατά κράτος.
Κι ώς τόσο άγριος γένεται, κι ώς τόσο φοβερίζει,
560που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει.
Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελειώσει,
τι είχε καρδιά και δύναμη να τ᾽ αποκατορθώσει,
αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων
του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον
565τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να ελεήσει,
στους αποδέλοιπους θεούς παρόμοια να μιλήσει
δυο τρεις φορές ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι,
τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ᾽ άλλη·
|