Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (7.1-7.8)

Ζ. ΛΑΛΙΑΣ


[7.1] [Ἡ δὲ λαλιά, εἴ τις αὐτὴν ὁρίζεσθαι βούλοιτο, εἶναι ἂν δόξειεν ἀκρασία τοῦ λόγου,] [7.2] ὁ δὲ λάλος τοιοῦτός τις, οἷος τῷ ἐντυγχάνοντι εἰπεῖν, ἂν ὁτιοῦν πρὸς αὐτὸν φθέγξηται, ὅτι οὐθὲν λέγει καὶ ὅτι αὐτὸς πάντα οἶδεν καὶ, ἂν ἀκούῃ αὐτοῦ, μαθήσεται· καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβαλεῖν εἴπας «Σὺ μὴ ἐπιλάθῃ, ὃ μέλλεις λέγειν», καὶ «Εὖ γε, ὅτι με ὑπέμνησας», καὶ «Τὸ λαλεῖν ὡς χρήσιμόν που», καὶ «Ὃ παρέλιπον», καὶ «Ταχύ γε συνῆκας τὸ πρᾶγμα», καὶ «Πάλαι σε παρετήρουν, εἰ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐμοὶ κατενεχθήσῃ»· καὶ ἑτέρας ἀρχὰς τοιαύτας πορίσασθαι, ὥστε μηδὲ ἀναπνεῦσαι τὸν ἐντυγχάνοντα.
[7.3] καὶ ὅταν γε τοὺς καθ᾽ ἕνα ἀπογυιώσῃ, δεινὸς καὶ ἐπὶ τοὺς ἀθρόους [καὶ] συνεστηκότας πορευθῆναι καὶ φυγεῖν ποιῆσαι μεταξὺ χρηματίζοντας. [7.4] καὶ εἰς τὰ διδασκαλεῖα δὲ καὶ εἰς τὰς παλαίστρας εἰσιὼν κωλύειν τοὺς παῖδας προμανθάνειν, τοσαῦτα [καὶ] προσλαλῶν τοῖς παιδοτρίβαις καὶ διδασκάλοις.
[7.5] καὶ τοὺς ἀπιέναι φάσκοντας δεινὸς προπέμψαι καὶ ἀποκαταστῆσαι εἰς τὰς οἰκίας. [7.6] καὶ πυθομένοις ‹τὰ ἀπὸ› τῆς ἐκκλησίας ἀπαγγέλλειν, προσδιηγήσασθαι δὲ καὶ τὴν ἐπ᾽ Ἀριστοφῶντός ποτε γενομένην τοῦ ῥήτορος μάχην καὶ τὴν ‹ἐν› Λακεδαιμονίοις ἐπὶ Λυσάνδρου, καὶ οὕς ποτε λόγους αὐτὸς εἴπας εὐδοκίμησεν ἐν τῷ δήμῳ, καὶ κατὰ τῶν πληθῶν γε ἅμα διηγούμενος κατηγορίαν παρεμβαλεῖν, ὥστε τοὺς ἀκούοντας ἤτοι ἐπιλαβέσθαι ἢ νυστάξαι ἢ μεταξὺ καταλείποντας ἀπαλλάττεσθαι.
[7.7] καὶ συνδικάζων δὲ κωλῦσαι κρῖναι καὶ συνθεωρῶν θεάσασθαι καὶ συνδειπνῶν φαγεῖν, καὶ λέγειν ὅτι «Χαλεπὸν μοί ἐστι σιωπᾶν» καὶ ὡς ἐν ὑγρῷ ἐστιν ἡ γλῶττα καὶ ὅτι οὐκ ἂν σιωπήσειεν, οὐδ᾽ εἰ τῶν χελιδόνων δόξειεν εἶναι λαλίστερος.
[7.8] καὶ σκωπτόμενος ὑπομεῖναι καὶ ὑπὸ τῶν αὑτοῦ παιδίων, ὅταν αὐτὸν ἤδη καθεύδειν βουλόμενον κωλύῃ λέγοντα «Πάππα, λάλει τι ἡμῖν, ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ».

7. Ο ΠΟΛΥΛΟΓΑΣ


[7.1] [Η πολυλογία, αν θα ήθελε κανείς να την ορίσει, θα φαινόταν ότι είναι η ανικανότητα ελέγχου του λόγου,] [7.2] ενώ ο πολυλογάς το είδος του ανθρώπου που λέει σ᾽ εκείνον, τον οποίο τυχόν θα συναντήσει, ότι του μιλά ανόητα, οτιδήποτε και αν του πει ο άλλος, και ότι ο ίδιος τα ξέρει όλα και ότι, αν τον ακούσει, θα καταλάβει. Και ενώ στο μεταξύ ο άλλος προσπαθεί να του απαντήσει, αυτός προσθέτει ένα «Μην ξεχάσεις αυτό που πρόκειται να πεις» και «Εύγε, που μου το θύμισες» και «Είναι χρήσιμο να μπορείς να μιλάς» και «Αυτό το ξέχασα» και «Γρήγορα μπήκες στο νόημα» και «Από ώρα περιμένω να δω αν θα συμφωνήσεις μαζί μου». Και προσπαθεί να βρει για τον εαυτό του και άλλες τέτοιες εισαγωγικές φράσεις, ώστε ο άνθρωπος που τον συναντά να μην μπορεί ούτε καν να πάρει μια ανάσα.
[7.3] Κι όταν αποτελειώσει τα μεμονωμένα άτομα, είναι ικανός να βαδίσει ακόμη και εναντίον ενός συγκεντρωμένου πλήθους ανθρώπων και να τους τρέψει σε φυγή την ώρα που συζητούν τις υποθέσεις τους. [7.4] Εισέρχεται στα διδασκαλεία και τις παλαίστρες και προκαλεί κωλύματα στο μάθημα των παιδιών. Τόσα πολλά λέει στους γυμναστές και τους δασκάλους!
[7.5] Όσους του λένε ότι πρέπει να φύγουν είναι ικανός να τους συνοδεύσει μέχρι να επιστρέψουν στα σπίτια τους. [7.6] Και αφηγείται, σ᾽ αυτούς που τον ρωτούν, όσα συνέβησαν στην Εκκλησία του Δήμου, προσθέτει όμως στην αφήγησή του ακόμη και τη διαμάχη που συνέβη κάποτε την εποχή του Αριστοφώντα του ρήτορα και αυτή που συνέβη στη Σπάρτη την εποχή του Λύσανδρου, καθώς και με ποιές αγορεύσεις διακρίθηκε ο ίδιος ενώπιον του λαού στο παρελθόν· και παρεμβάλλει ταυτόχρονα στη διήγησή του μομφή κατά του πλήθους, με αποτέλεσμα οι ακροατές του είτε να τον διακόπτουν ή να νυστάζουν ή να φεύγουν εγκαταλείποντάς τον στη μέση του λόγου του.
[7.7] Όταν δικάζει μαζί με άλλους, τους εμποδίζει να καταλήξουν σε μια απόφαση. Όταν βλέπει μαζί με άλλους θέατρο, τους εμποδίζει να το παρακολουθήσουν. Όταν δειπνεί με κόσμο, τους εμποδίζει να φάνε, λέγοντας ότι «είναι δύσκολο για μένα να σιωπώ» και ότι η γλώσσα του τρέχει νεράκι και ότι δε θα μπορούσε να μείνει σιωπηλός, ακόμα κι αν τους φανεί πιο φλύαρος κι από τα χελιδόνια.
[7.8] Κι ανέχεται να τον πειράζουν ακόμη και τα παιδιά του, όταν —και ενώ αυτός θέλει πια να κοιμηθεί— εκείνα δεν τον αφήνουν, λέγοντας «Μπαμπάκα, πες μας κάτι, για να μας πάρει ο ύπνος».