Τώρα ξαπλώθη της νυκτός το σύμπυκνο σκοτάδι
κι ύπνο στον κόσμον έφερε, μόν᾽ όχι του Λεάνδρου.
Αυτός μπροστά στην θάλασσα την πολυκυματούσα
235επρόσμενε το μήνυμα του γάμου του να φέξει,
του λύχνου, του κακόλυχνου την μαρτυριά εκαρτέρα
και της κρυφής του παντρειάς τον καλεστή από πέρα!
Ότ᾽ είδε το λιγόφεγγο σκοτείνιασμα της νύκτας,
τον λύχνον άναψε η Ηρώ και στ᾽ άναμμα του λύχνου
240έφλεξ᾽ ο Έρως την καρδιά του ακράτητου Λεάνδρου.
Έκαιγε ο λύχνος και μαζί κι ο Λέανδρος σωκαίτον.
Στο παραγιάλι άμ᾽ άκουσε την λύσσα των κυμάτων
έτρεμε πρώτα, ερίγησε, μα ᾽πειτα θάρρος πήρε
κι έλεγε της καρδούλας του και την παραμυθούσε.
245«Είναι κι η αγάπη φοβερή κι η θάλασσα τρομάρα·
μόν᾽ είν᾽ η θάλασσα νερό κι είναι φωτιά η αγάπη!
Πάρε, καρδιά μου, την φωτιά και το νερό μην τρέμεις·
έλα να πάμε στην Ηρώ· τί κύματα ξανοίγεις;
Δεν ξέρεις πως η θεά Αφρώ θαλασσογέννητη είναι
250και κυβερνάει τα κύματα και τους δικούς μας πόνους;»
Είπε κι εγδύθη τα λινά από τ᾽ ακριβά του μέλη·
κι αφού με τα δυο χέρια του τα σφίγγει στο κεφάλι,
πήδησε και στην θάλασσα πέταξε το κορμί του·
κι εκεί που ο λύχνος έλαμπεν, ολόισ᾽ αυτός τραβούσεν
255αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι!
Η Ηρώ στον πύργον έστεκε ψηλά φωτοβαστούσα,
και οπόθε αγέρας έπαιρνε κι αγέρας εφυσούσε,
με την ποδιά συχνόσκεπε τον λύχνο, ώσπου στον μώλο
με τα πολλά τα βάσανα ο Λέανδρος εβγήκε.
260Στον πύργο τον ανέβασε κι ευθύς από την πόρτα
τον άνδρα της αγκάλιασε χωρίς να του μιλήσει.
Και σαν ακόμ᾽ αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε,
τον πήγε μες στο νυφικό παρθενοθάλαμό της·
και το κορμί του το ᾽λουσε και μοσχομύρισέ τον
265με λάδι, με ροδόλαδο και του ᾽σβησε την άρμη.
Ακόμ᾽ ανάσαινε, κι αυτή μες στα βαθιά στρωσίδια
στο ταίρι της εχύθηκε και του περιλαλούσε·
«Ανδρούλη μου, είδες κι έπαθες όσα δεν έπαθ᾽ άλλος.
Ανδρούλη μου, είδες κι έπαθες· σε φθάνει πια η αρμύρα,
270σε φτάνει η ψαρομυρωδιά της θάλασσας της μαύρης.
Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους».
|