τον Αιακό, πολιούχο της ένδοξης πατρίδας του, [στρ. ε]
85και δικό σου, ω Ηρακλή, πολύ πρόθυμο φίλο αδερφό.
Αν άνθρωπος γεύεται κάτι από άνθρωπο,
μπορεί να πούμε πως γείτονας
που μ᾽ όλη αγαπά την καρδιά του το γείτονα,
είν᾽ ευτυχία που αξίζει ό,τι πεις.
Κι αν το κρατούσαν αυτό κι οι θεοί,
90στη γειτονιά σου, ω εσύ δαμαστή των Γιγάντων, θενά ᾽θελε
κι ο Σωγένης να ζει ευτυχισμένα
και την απαλή του ψυχή καλουργώντας,
προς χαρά του πατέρα του, πάντα να κάθεται
στων προγόνων τον πλούσιο θεοφύλαχτο δρόμο.
Γιατ᾽ έχει, σα να ᾽ταν τετράζυγων αρμάτων τιμόνια, [αντ. ε]
στα δικά σου τεμένη το σπίτι του ανάμεσα
καθώς έρχετ᾽ απ᾽ το ένα το χέρι κι απ᾽ τ᾽ άλλο.
Μα ω μακάριε, είναι εσένα στο χέρι σου
95και της Ήρας τον άντρα να φέρνεις στη γνώμη σου
και τη γλαυκομάτα παρθένα
και μπορείς των ανθρώπων να δίνεις βοήθεια
στις σκληρότερες ανάγκες των συχνά.
Είθε στους δυο των, πατέρα και γιό,
συνταιριάζοντας νιότη κι αδρά γερατειά,
της ζωής των να υφαίνεις τα νήματα
σ᾽ απαρασάλευτη μέσα ευτυχία
100και τα παιδιά των παιδιώ τωνε να ᾽χουνε πάντα
την τωρινή την τιμή και καλύτερη ακόμα κατόπι. [επωδ. ε]
Όσο για μένα, η καρδιά μου ποτέ δε θα πει
πως το Νεοπτόλεμο μ᾽ άπρεπα ξέσυρα λόγια.
Μα είναι φτώχεια κανείς να γυρνά
τρεις και τέσσερις στα ίδια φορές,
105σαν το μωρόλογο που όλο κι αυτό κοπανά
στα παιδόπουλα «ο Κόρινθος, γιός του Διός».
|