Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (248-277)


ΚΡ. τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε;
ΦΥ. οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν
250πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ
καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη
τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν.
ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος
δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν.
255ὃ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ,
λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις.
σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν
ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος ἐξεφαίνετο.
λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί,
260φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο
πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν.
εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος,
κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι.
ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν,
265καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν
τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι
τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ.
τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον,
λέγει τις εἷς, ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα
270νεῦσαι φόβῳ προύτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν
οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς
πράξαιμεν. ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον
σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον.
καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα
275πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν.
πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι·
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν.


ΚΡΕ. Τί λες; ποιός άντρας είχε αυτή την τόλμη;
ΦΥΛ. Δεν ξέρω, γιατί εκεί δεν ήταν ούτε
250σκάμμα απ᾽ αξίνα ούτε φτυαριά από τσάπα,
μα τραχιά πέτρα η γης χωρίς σκισμάδα
και μήτε χάραμα τροχού απ᾽ αμάξι,
μα ίχνος όποιος να το ᾽καμε κανένα
δεν άφησε· κι έτσι, καθώς ο πρώτος
φύλακας της ημέρας μάς φωνάζει
κι εμείς να δούμε, θάμα αξήγητο
βρέθηκε μπρος μας: ο νεκρός καθόλου
δε φαίνονταν, όχι ενταφιασμένος
βέβαια μες στη γη, μα ψιλό χώμα
σαν από κάποιο που ᾽θελε απ᾽ το μίασμα
να γλιτώσει, τον σκέπαζε από πάνω·
μα ούτε αγριμιού σημάδια ούτε σκύλου
που να ᾽ρθε ή που να σπάραξε φαινόταν.
Κι άρχισε τότε μεταξύ μας λόγια
να ρίχνουνται βαριά κι ο ένας τον άλλο
260κατηγορούσε φύλακας και τέλος
και στα χέρια θα φτάναμε, χωρίς
να ᾽ταν κανείς εκεί να μας χωρίσει·
γιατ᾽ ήτανε ο καθένας μας ο φταίχτης
και για κανένα απόδειξη δεν ήταν,
μα ξεσκιζόνταν όλοι πως δεν ξέρουν
κι όλοι μας έτοιμοι ήμαστε να μπούμε
και στη φωτιά και σίδερα αναμμένα
στα χέρια να σηκώσουμε και σ᾽ όλους
τους θεούς ορκιζόμαστε πως μήτε
το ᾽καμε αυτός και μήτε που γνωρίζει
ποιός σκέφτηκε ή ποιός το ᾽καμε το πράμα.
Στο τέλος, αφού τίποτα πιο πέρα
δεν έβγαινε με τα ψαξίματά μας,
λέει ένας κάτι που μας έκαμε όλους
να σκύψομε στη γη την κεφαλή μας
270απ᾽ το φόβο, γιατί μήτε να πούμε
μπορούσαμε όχι, μήτε κι ήταν τρόπος
να μη βγει κάνοντάς το σε κακό μας·
κι ο λόγος του ήταν, πως σε σένα αμέσως
έπρεπε ν᾽ αναφέρομε το πράμα
και να μην το σκεπάσομε· όλοι εμείναν
σύμφωνοι και καταδικάζει ο κλήρος
εμένα τον ταλαίπωρο να πάρω
αυτή τη χάρη απάνω μου· και νά με,
δίχως να θέλω, δίχως να με θέλουν,
το ξέρω αυτό, γιατί ποιός ποτέ στρέγει
το μηνυτή με τα κακά μαντάτα;


ΚΡΕ. Τί είπες; ποιός ήταν αυτός που τόλμησε να κάνει αυτό;
ΦΥΛ. Ξέρω κι εγώ; δεν φαινότανε κει πέρα
250ούτε αχνάρι απ᾽ αξίνα ούτε ξεπέταγμ᾽ από τσάπα.
Η γη ξερή πέτρα, μήτε σκασμένη πουθενά μήτε και σημαδεμένη
απ᾽ τους τροχούς των αμαξιών,
παρά όποιος το ᾽κανε δεν φανερώθηκε.
Καθώς μας το ᾽δειξε ο πρώτος που ήρθε για σκοπός της μέρας,
μας φάνηκε ολονώνε θάμα και μυστήριο,
επειδής ο νεκρός δεν φαινότανε πια, θαμμένος πάλι δεν ήτον,
μόνο μια σκόνη ψιλή ήταν απάνω του ριγμένη, σάμπως για να ξεφύγουν την αμαρτία,
και ούτε σημάδι εφαίνουνταν από ζώο, ή από σκυλί
που να ᾽ρθε να τον τραβήξει έξω.
Και άσχημα λόγια εβούιζαν ανάκατα
260κι ο ένας φύλακας έβριζε τον άλλο, κι αν έπεφτε στα τελευταία και ξύλο,
δεν θα βρισκότανε κανείς να τους χωρίσει,
γιατί ο καθένας τους ήταν ο ένας που το ᾽χε κανωμένα και φανερός κανείς τους.
Καθένας κοίταζε πώς να ξεφύγει, για να μην είν᾽ αυτός,
κι ήμαστ᾽ έτοιμοι να πιάσομε και σίδερο καυτό στα χέρια μας,
και να περάσομε από μέσα απ᾽ τη φωτιά
και να πάρομε όρκους σ᾽ όλους τους θεούς πως μήτε κάναμε τίποτα μήτε και ξέρουμε
γι᾽ αυτόν που το ᾽χει σοφιστεί και κανωμένο.
Τέλος πάντων, σα δεν μας έμεινε πια τίποτ᾽ άλλο να ξετάξομε,
270πετάει κάποιος έναν λόγο που μας έκανε όλους να ρίξομε τα κεφάλια κάτω
απ᾽ τον φόβο μας, γιατί δεν είχαμε τίποτε να πούμε ενάντιο
και ούτε πώς θα κάνομε να βγούμε πέρα.
Έλεγε, που θα πει, πως έπρεπε να σ᾽ την αναφέρομε εσένανε την πράξη
και όχι να την κρύψομε.
Κι αυτή η γνώμη εβάστηξε·
εμένα όμως του άμοιρου μου ᾽πεσ᾽ ο κλήρος εγώ ν᾽ απολάψω αυτό το καλό.
Κι έτσι να ᾽μαι τώρα μπροστά σου χωρίς να το θέλω εγώ και χωρίς να με θέλεις και συ·
αυτό το ξέρω — επειδή κανείς δεν καλοβλέπει αυτόν που φέρνει τις κακές είδησες.


ΚΡΕ. Τί λες; Ποιός άντρας βρέθηκεν αυτά για να τολμήσει;
ΦΥΛ. Δεν ξέρω. Αξίνας χτύπημα στη γης εκεί δεν ήταν,
250ή σκάψιμο του δικελλιού· μα ήταν σκληρό το χώμα
παντού, και χέρσο κι άσπαστο, μηδέ κι αυλακωμένο
από τροχούς· κι ο μάστορης δεν άφησε σημάδι.
Αλλ᾽ άμα ο πρώτος φύλακας της μέρας μάς το δείχνει,
θάμα πολύ δυσάρεστο σ᾽ όλους μας παρουσιάστη·
εκείνος είχε αφανιστεί, όχι βέβαια θαμμένος·
μα ήταν επάνω του παντού σκόνη ψιλή ριχμένη,
σαν από κάποιον που ᾽θελε το κρίμα να ξεφύγει.
Κι ούτ᾽ αγριμιού κι ούτε σκυλιού δεν φαίνουνταν σημείο,
που να ᾽ρθε να τον ξέσκισε, μαζί του να τον σύρει.
Λόγια κακά τότε λοιπόν αρχίσαν μεταξύ μας,
260κι ο φύλακας τον φύλακα πικρά κατηγορούσε·
στο δάρσιμο κοντεύαμε και ποιός να μας χωρίσει;
Γιατί ο καθένας ήτανε και φταίχτης για τους άλλους,
κι όχι κανένας φανερός· αλλά κρυφά φευγάτος.
Ήμαστε λοιπόν έτοιμοι να πιάσομε στα χέρια
και πυρωμένα σίδερα, και στη φωτιά να μπούμε,
και να ορκιστούμε στους θεούς πως ούτ᾽ εμείς οι ίδιοι
το κάμαμε, ούτε ξέραμε ποιός σκέφτηκε το πράμα,
ούτε ποιός το ξετέλεψε. Κι αφού ξετάσαμε όλα,
ένας μιλά, κι ο λόγος του μας αναγκάζει όλους
270να γείρομε κατά τη γη με φόβο το κεφάλι.
Γιατί δεν ημπορούσαμε μηδέ να εναντιωθούμε,
μηδ᾽ όπως να τα κάναμε να βγούνε σε καλό μας.
Κι είπε λοιπόν πως έπρεπε σε σένα να τα πούμε,
κι όχι να σου τα κρύψομε. Κι η γνώμη του νικάει.
Και τώρα ο κλήρος μου ᾽πεσε και με καταδικάζει,
εμένα τον κακόμοιρο, τέτοιο καλό να λάβω.
Δίχως να θέλω έρχομαι και δίχως να το θέλεις,
γιατί κανείς δεν αγαπά κακόν αγγελιοφόρο!