ΚΡΕ. Τί λες; Ποιός άντρας βρέθηκεν αυτά για να τολμήσει;
ΦΥΛ. Δεν ξέρω. Αξίνας χτύπημα στη γης εκεί δεν ήταν,
250ή σκάψιμο του δικελλιού· μα ήταν σκληρό το χώμα
παντού, και χέρσο κι άσπαστο, μηδέ κι αυλακωμένο
από τροχούς· κι ο μάστορης δεν άφησε σημάδι.
Αλλ᾽ άμα ο πρώτος φύλακας της μέρας μάς το δείχνει,
θάμα πολύ δυσάρεστο σ᾽ όλους μας παρουσιάστη·
εκείνος είχε αφανιστεί, όχι βέβαια θαμμένος·
μα ήταν επάνω του παντού σκόνη ψιλή ριχμένη,
σαν από κάποιον που ᾽θελε το κρίμα να ξεφύγει.
Κι ούτ᾽ αγριμιού κι ούτε σκυλιού δεν φαίνουνταν σημείο,
που να ᾽ρθε να τον ξέσκισε, μαζί του να τον σύρει.
Λόγια κακά τότε λοιπόν αρχίσαν μεταξύ μας,
260κι ο φύλακας τον φύλακα πικρά κατηγορούσε·
στο δάρσιμο κοντεύαμε και ποιός να μας χωρίσει;
Γιατί ο καθένας ήτανε και φταίχτης για τους άλλους,
κι όχι κανένας φανερός· αλλά κρυφά φευγάτος.
Ήμαστε λοιπόν έτοιμοι να πιάσομε στα χέρια
και πυρωμένα σίδερα, και στη φωτιά να μπούμε,
και να ορκιστούμε στους θεούς πως ούτ᾽ εμείς οι ίδιοι
το κάμαμε, ούτε ξέραμε ποιός σκέφτηκε το πράμα,
ούτε ποιός το ξετέλεψε. Κι αφού ξετάσαμε όλα,
ένας μιλά, κι ο λόγος του μας αναγκάζει όλους
270να γείρομε κατά τη γη με φόβο το κεφάλι.
Γιατί δεν ημπορούσαμε μηδέ να εναντιωθούμε,
μηδ᾽ όπως να τα κάναμε να βγούνε σε καλό μας.
Κι είπε λοιπόν πως έπρεπε σε σένα να τα πούμε,
κι όχι να σου τα κρύψομε. Κι η γνώμη του νικάει.
Και τώρα ο κλήρος μου ᾽πεσε και με καταδικάζει,
εμένα τον κακόμοιρο, τέτοιο καλό να λάβω.
Δίχως να θέλω έρχομαι και δίχως να το θέλεις,
γιατί κανείς δεν αγαπά κακόν αγγελιοφόρο!
|